Αρχαία ελληνική μυθολογία

Θράκες

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ορφέας και Ευρυδίκη. Κωνσταντίνος Παρθένης, περίπου 1925-1930


 

17 18 19 20 21 22 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 97 98 99 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 110 111 112 113 114 115 116 117 118

Η Ευρυδίκη, Ευριδίκεια ή Αγριόπη ήταν Δρυάδα ή και κόρη του Απόλλωνα, με καταγωγή, σύμφωνα με μαρτυρία του ποιητή Ερμησιάνακτα του Κολοφώνιου, από τη Θράκη —Ἀγριόπη Θρῇσσα (Αθήν., Δειπν. 13.71). Ήταν σύζυγος του Ορφέα και, ίσως, μητέρα του Μουσαίου (Διόδ. Σ. 4.25.1 και 4.25.4). [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15] Πέθανε από δάγκωμα φιδιού στον αστράγαλο σε λιβάδι της Θράκης την ώρα που έκαμνε τον περίπατό της μαζί με τις συντρόφισσές της Ναϊάδες. [Εικ. 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45] Ο Οβίδιος πάλι λέει πως ο θάνατος της Ευρυδίκης προκλήθηκε κατά τη διάρκεια του χορού της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της (σε αυτή την περίπτωση αποκλείεται ο Μουσαίος να είναι δικός της γιος). Ο Βιργίλιος συνέδεσε την ιστορία του θανάτου της με τον Αρισταίο, τον γιο του Απόλλωνα και της Κυρήνης, σύζυγο της Βοιωτής Αυτονόης και πατέρα του Ακταίωνα. Ο Λατίνος ποιητής στα Γεωργικά του αναφέρει ότι το ατύχημα έγινε την ώρα που η Ευρυδίκη έφευγε κυνηγημένη από τον Αρισταίο που ήθελε να τη βιάσει. [Εικ. 46, 47, 48, 49, 50, 51] Μέσα στο πένθος ο Ορφέας θρήνησε την αγαπημένη του γυναίκα με τραγούδια και μουσικές που προκάλεσαν συγκίνηση σε θεούς και νύμφες, ακόμη και στις χθόνιες θεότητες. Γιατί ο Ορφέας, από αγάπη για τη γυναίκα του, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, στη Στύγα, γράφει ο Οβίδιος, από την πύλη του Ταινάρου. Ο ποιητής της Ροδόπης διέσχισε τον δρόμο μέχρι την Περσεφόνη και τον Κύριο των Σκιών περνώντας μέσα από το πλήθος των ασωμάτων και των νεκρών που πρόσφατα είχαν ταφεί. Έπαιξε κι εκεί τη θρηνητική μουσική του, μίλησε και για τον έρωτα. Έτσι μαλάκωσε την καρδιά των Χθόνιων Βασιλέων και για λίγο η όποια κίνηση στον Κάτω Κόσμο σταμάτησε: ο διψασμένος Τάνταλος δεν κοιτούσε πια πώς θα φτάσει το νερό, ο τροχός του Ιξίονα ακινητοποιήθηκε, οι γύπες σταμάτησαν το μεγάλο φαγοπότι με το συκώτι του Τιτυού, οι Δαναΐδες άφησαν κάτω τα πιθάρια τους, ο Σίσυφος έπαψε να κυλά τον βράχο του και οι Ερινύες ένιωσαν τα μάγουλά τους να υγραίνονταν από δάκρυα που για πρώτη φορά κύλησαν από τα μάτια τους. Η απόφαση πάρθηκε: η Ευρυδίκη θα επέστρεφε μαζί με τον Ορφέα στον επάνω κόσμο. Με έναν όρο: να μην προσπαθήσει ο Ορφέας να τη δει πριν φτάσουν στο φως του ήλιου. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι καταχθόνιοι θεοί του παρουσίασαν το φάντασμα της Ευρυδίκης, μιαν οπτασία, ένα όραμα μέσα σε όνειρο. Όπως και να έχει, το ζευγάρι ξεκίνησε την πορεία προς τον επάνω κόσμο μέσα στη σιωπή, την ομίχλη και το σκοτάδι. Η Ευρυδίκη περπατούσε διστακτικά λόγω και της πληγής της και ο Ορφέας, από επιθυμία να δει τη γυναίκα του, μπορεί και από αμφιβολία για το αν πράγματι τον ακολουθεί, έστρεψε το βλέμμα του προς τα πίσω. Οι δυνάμεις του Κάτω Κόσμου τράβηξαν ξανά πίσω την Ευρυδίκη, ο Ορφέας άπλωσε τα χέρια του να τη συγκρατήσει αλλά έπιασε τον αέρα. Η Ευρυδίκη πέθανε για δεύτερη φορά, και αυτή τη φορά αμετάκλητα. Ο Ορφέας γύρισε μόνος του στη γη, έμεινε όμως στις όχθες της Στύγας περιμένοντας ίσως ένα θαύμα, αλλά ο βαρκάρης, ο περάτης των ψυχών, δεν τον περνούσε πια αντίπερα. Παρ’ όλ’ αυτά ο Ορφέας έμεινε εκεί για επτά μέρες χωρίς να μπορεί να καταπιεί μπουκιά –η λύπη, η σύγχυση, τα δάκρυα ήταν η τροφή του. [Εικ. 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99] Ύστερα πήγε στα ψηλά βουνά της Ροδόπης και του Αίμου που τα μαστιγώνουν οι άνεμοι, παραπονούμενος ότι οι θεοί του Ερέβους είναι σκληροί. Από τότε ο Ορφέας απείχε από τον έρωτα των γυναικών και έγινε ο πρώτος Θράκας που μετέφερε την αγάπη στα νεαρά αγόρια με τη σύντομη άνοιξη και την πρώιμη ανθοφορία. (Οβίδ. 10.1-85)


Σχετικά λήμματα

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΟΡΦΕΑΣ, ΜΟΥΣΑΙΟΣ, ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ, ΑΚΤΑΙΩΝΑΣδεσμός, ΕΡΙΝΥΕΣ