Βαρβέρης Γιάννης (1955 – 26/5/2011)
Το σώμα σου κι εγώ
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ’ εμένα
και το σώμα σου.
——–
Ο τοκετός του θανάτου
Ενας άνθρωπος ήτανε
τον είχανε
σε μία κατάψυξη
πάγος ήτανε.
Ανοιξε το ψυγείο της
η μάνα του
απόψυξη
κρακ κρακ
τσακίστηκε
κάτω έξω
και
-συναισθηματικός-
πάει
έλιωσε
ο άνθρωπος.
———-
Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς
Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ? ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
? Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ?πιασε το χέρι.
? Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
? Δεν πίνεις; Ρώτησα.
? Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω?.
—————-
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν τη ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.
——————————–
«Ο Γιάννης Βαρβέρης μπορεί να ανήκει στην γενιά του ’70 και να έχει κοινά στοιχεία με άλλους ποιητές της, όπως τις υπερρεαλιστικές καταβολές και την «εμμονή» στον θάνατο και το κενό, ωστόσο έχει πολλά χαρακτηριστικά που κάνουν τη φωνή του ξεχωριστή. Κι αυτά δεν είναι άλλα από το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, την αυτοαναίρεση, καθώς οι θέσεις, οι οποίες εκφράζονται, υποσκάπτονται από το διαφορετικό, το αντίθετο, που προτείνονται ταυτοχρόνως είτε μέσα στο ίδιο ποίημα είτε στην ίδια συλλογή, και έτσι όλα στο ποιητικό σύμπαν του Βαρβέρη είναι τόσο ρευστά όσο η κινούμενη άμμος ή η ίδια η ζωή. Το πιο σημαντικό όμως στην ποίησή του είναι η αυθεντικότητα και η άμεση επικοινωνία της με τον αναγνώστη, ακόμη και με τον λιγότερο υποψιασμένο. Γιατί ο Βαρβέρης δεν κατασκευάζει έναν ψεύτικο κόσμο, απομακρυσμένο από αυτόν που σκέφτεται και αισθάνεται ο ίδιος, αλλά ό,τι γράφει αναδύεται από τις πιο πηγαίες πλευρές του [..] »