Από την πτώχευση του 1893 στο Γουδί
Η φούσκα του δανεισμού, η καταστροφική ήττα του 1897, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού
Η ιστορική παραδοχή του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» στις 10 Δεκεμβρίου 1893 σηματοδοτεί ανάγλυφα τη θλιβερή κατάληξη μιας οικονομικής πολιτικής μεγάλων φιλοδοξιών και αγαθών προαιρέσεων, τα διδάγματα της οποίας δεν έχουν ακόμα, έναν αιώνα αργότερα, συζητηθεί ευρέως. Η πολιτική αυτή ανάγκασε το 1898 την Ελλάδα στην αποδοχή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) ο οποίος υποχρέωσε τη χώρα σε πολιτική αυστηρότατης λιτότητας, ως το 1910 τουλάχιστον, για να καταργηθεί τυπικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Τρικούπης κυβέρνησε τη χώρα λίγους μήνες το 1875 και το 1880, λίγες μέρες το 1878, καθώς και μεταξύ 1882-85 και 1886-90. Διετέλεσε πρωθυπουργός και μεταξύ Ιουνίου 1892-Μαΐου 1893 και μεταξύ Νοεμβρίου 1893-Ιανουαρίου 1895, για να αποσυρθεί στη συνέχεια από την πολιτική, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος Θεόδωρος Δηλιγιάννης κυβέρνησε στις περιόδους 1885-86, 1890-92 και 1895-97 καθώς και για μικρότερα διαστήματα το 1903 και το 1905, για να δολοφονηθεί στις 31 Μαΐου 1905 από έναν χαρτοπαίκτη.
Οι πολιτικές των δύο ανδρών διέφεραν ώς την πτώχευση του 1893 στη ρητορεία, αλλά συνέκλιναν στην πράξη. Ο Τρικούπης τασσόταν υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Εκπροσωπούσε γαιοκτημονικά συμφέροντα καθώς και το ελληνικό κεφάλαιο της Διασποράς και ήταν οπαδός της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας να αντιμετωπίσει προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγούσαν στη γεωγραφική της επέκταση. Ο Δηλιγιάννης ήταν κι αυτός πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Τασσόταν υπέρ του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών της χώρας και εκπροσωπούσε πολιτικά τους «νοικοκυραίους» της πόλης και του χωριού. Παρά τα δημοφιλή «ο προϋπολογισμός αφήνει μικρό πλεόνασμα», «κάτω οι φόροι» και άλλες δημαγωγικές κορώνες, αμφότεροι οι πολιτικοί συσσώρευσαν μεγάλα ελλείμματα όσο κυβέρνησαν, δικαιολογώντας την απόκλιση μεταξύ προεκλογικών τους δεσμεύσεων και κυβερνητικών πεπραγμένων με επείγουσες τρέχουσες ανάγκες που πάντα θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν.
Ο Τρικούπης εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία των καρπών της «εποχής του κεφαλαίου» στην ευρωπαϊκή οικονομία, που άνοιξε τις στρόφιγγες του διεθνούς δημόσιου δανεισμού το 1879, για να προωθήσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Βελτίωσε υποδομές και γενικές συνθήκες παραγωγής, εισήγαγε νομοθεσίες υποβοηθητικές των παραγωγικών προσπαθειών και, γεγονός μεγάλης σημασίας, κατηύθυνε υπέρογκους δανειακούς πόρους στην εθνική άμυνα της χώρας, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στην ορθολογική κατανομή και οικονομική χρήση τους.
Αντί αναθεώρησης του απαρχαιωμένου φορολογικού συστήματος και επιβολής φορολογίας στούς, κατά τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο, «μηδόλως φορολογουμένους» – ένα στρώμα εύπορων αστών, που συμπεριλάμβανε ανώνυμες εταιρείες και τραπεζικά ιδρύματα, συνάφθηκαν μεταξύ 1879 και 1890 επτά εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630 εκατ. δρχ. Ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγιζε το ποσό αυτό, μετά την αφαίρεση προμηθειών-μεσιτικών, σε 459 εκατ. δρχ. και σε μόλις 389 εκατ. πραγματικού κεφαλαίου, καθώς πολλά από τα δάνεια εξοφλούσαν αμέσως με τη σύναψή τους παλαιότερα. Από αυτά μόνο ένα, αυτό του 1890, και ένα μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Συνόρων. Τα άλλα αφορούσαν στρατιωτικές/ναυτικές δαπάνες, εξόφληση χρεών του Δημοσίου προς τράπεζες και εξοφλήσεις οφειλών προγενέστερων δανείων.
Αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη οικονομική ευμάρεια χάρη στην αφθονία χρήματος και επικερδών τοποθετήσεων, στηριγμένη ωστόσο σε προϋποθέσεις που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ίσχυαν εσαεί.
Μάταια επεσήμαναν φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής, όπως ο Ιωάννης Σούτσος και ο Αριστείδης Οικονόμος, ότι η χώρα έπρεπε να δανείζεται μόνον αφού θα είχε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Οτι θα έπρεπε να εξισορροπούσε δαπάνες με εισπράξεις για να εισαγάγει ένα μετατρέψιμο νόμισμα στη θέση μιας, στα χαρτιά ισχύουσας για τη χώρα, συμμετοχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής. Οτι θα έπρεπε να φορολογήσει έχοντες και κατέχοντες και να αντλήσει πόρους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πράγμα που ο Τρικούπης απέφευγε να κάνει επικαλούμενος αναπτυξιακούς λόγους, συγκαλύπτοντας έτσι πολιτικές δεσμεύσεις του.
Το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και η παράταση της Μεγάλης Υφεσης στην Ευρώπη σήμαναν το πρόσκαιρο τέλος της φούσκας που είχε δημιουργηθεί. Οι τόκοι των δανείων απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως μοιραίο. Οι Σούτσος και Οικονόμος είχαν ήδη αποβιώσει από το 1890, και στη συλλογική συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων φαίνεται ότι υπερίσχυσε η ρήση του Τρικούπη, ότι ήταν καλύτερος ένας ελλειμματικός προϋπολογισμός που θα εξασφάλιζε ετοιμοπόλεμο στράτευμα, παρά ένας ισοσκελισμένος. Βέβαια το 1897 η ρήση αυτή δεν απέτρεψε τη δεινή ήττα του υποτιθέμενου ετοιμοπόλεμου στρατεύματος που συρρίκνωσε πρόσκαιρα την Ελλάδα περίπου στα σύνορα της Μελούνας. Χρειάστηκε νέο δάνειο 170 εκατ. χρυσών φράγκων για να πληρωθεί πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία προκειμένου να αποχωρήσει από τα καταληφθέντα εδάφη.
Διαπραγματεύσεις και «Αγανακτισμένοι»
Η πτώχευση του 1893 δεν επέδρασε αποτρεπτικά από το να διοργανωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν συνεπάγονταν τεράστια έξοδα. Η πτώχευση αφορούσε μόνο το εξωτερικό και όχι το εσωτερικό δημόσιο χρέος και η οικονομική ζωή στη χώρα συνεχίστηκε απρόσκοπτα, ενώ άρχισαν και οι «φιλολογικές» αναζητήσεις του χρονικού σημείου από του οποίου η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο τής μη επιστροφής προς τη χρεοκοπία. Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν οι εντάσεις.
Ενώ ο Τρικούπης βρισκόταν σε αναζήτηση συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές, σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στο Πεδίον του Αρεως στις αρχές του 1895 συμμετείχε στο πλευρό των «αγανακτισμένων» αντικυβερνητικών διαδηλωτών ο διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης. Η διάδοχη κυβέρνηση Δηλιγιάννη, στις 24 Ιουνίου 1895, ίδρυσε την «Υπηρεσία του Δημοσίου Χρέους», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καθησυχάσει τους ξένους δανειστές και εξουσιοδότησε τον Στέφανο Στρέιτ, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, να συμφωνήσει με τους ομολογιούχους. Υπήρχε ωστόσο μια αποστροφή προς τους ξένους δανειστές και η κυβέρνηση καθοδηγούμενη από τον Τύπο της εποχής και την κοινή γνώμη δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό αποδεχόμενη τις υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου.
Στις λεγόμενες προτάσεις του Παρισίου του 1896, προβλεπόταν «κούρεμα» του τόκου σε 40% του άρτιου για τα δάνεια των μονοπωλίων και της κεφαλαιοποίησης (σε 32% για τα υπόλοιπα δάνεια) και απόδοση μέρους των εισπράξεων των υπεγγύων προσόδων στα μονοπώλια και τον καπνό στους ξένους δανειστές. Οι ομολογιούχοι ζητούσαν επίσης όλα τα έσοδα από το χαρτόσημο και συμμετοχή στο συμβούλιο της Εταιρείας των Μονοπωλίων. Κωλυσιεργίες παρέτειναν τις συζητήσεις, με την ελληνική πλευρά να πιστεύει ότι διαθέτει χρόνο και τον πρώτο λόγο. Ταξίδι επιτροπής των ομολογιούχων στην Αθήνα για να δει τον πρωθυπουργό παρήλθε άκαρπο.
Ετσι, πριν από την τυπική ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η όξυνση του Κρητικού ζητήματος, καθώς και η εισβολή τον Μάρτιο του 1897 δυνάμεων της Εθνικής Εταιρείας σε οθωμανικά εδάφη, άφησε μετέωρο το θέμα του συμβιβασμού. Στη βραχεία πολεμική αντιπαράθεση που προκάλεσε αυτή η -ουσιαστικά- κήρυξη πολέμου από ιδιώτες, η Ελλάδα υπέστη, ως γνωστόν, πανωλεθρία. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν στις 7 Μαΐου 1897, ύστερα από επέμβαση της Ρωσίας, καθώς ο οθωμανικός στρατός προχωρούσε νικηφόρα προς τη Λαμία.
Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν δεν συρρικνώθηκε εδαφικά η χώρα. Αντίθετα η επιβολή Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, στα πρότυπα παρεμβάσεων σε Αργεντινή, Αίγυπτο και Τουρκία, έμελλε να αποτελέσει έναν πρωτόγνωρο πειραματισμό για την Ελλάδα. Η έκβαση του πολέμου υποχρέωσε επίσης την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί το σχέδιο των έξι Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτονομία της Κρήτης ως είχε.
Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ), και στην καθομιλουμένη Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος, ήταν το τίμημα που πλήρωσε το ελληνικό κράτος στους δανειστές του και στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης λόγω της μεσολάβησής τους στις διαπραγματεύσεις για την παύση των εχθροπραξιών. Ηταν επίσης η προϋπόθεση για τη σύναψη νέου δανείου, απαραίτητου για την πληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία. Συγχρόνως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διευθετούσαν μέσω της ΔΟΕ το άλυτο, μέχρι τότε, ζήτημα των χρεών του ελληνικού Δημοσίου προς τους ξένους δανειστές. Είναι προφανές ότι αν δεν είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1893, ή αν είχε διευθετηθεί το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων πριν από το 1897, η διάταξη για την επιβολή διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε συμπεριληφθεί σε μια συνθήκη ειρήνης.
Η διευθέτηση, που έγινε αποδεκτή χωρίς πολλές αντιρρήσεις στις 10 Μαρτίου 1898 από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στηριζόταν στη λογική ότι θα δίνονταν και νέα δάνεια στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, αλλά ταυτόχρονα και εγγυήσεις αποπληρωμής όλων των οφειλών της, και περιελάμβανε τα εξής:
1. Το δάνειο πολεμικών επανορθώσεων και το λεγόμενο «οικονομικό δάνειο».
2. Την υποθήκευση συγκεκριμένων φορολογικών προσόδων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
3. Την αναδιάρθρωση του χρέους.
Οσον αφορά το πρώτο, αυτό δόθηκε για να αποχωρήσει η Τουρκία στα σύνορα του 1897, ενώ το «οικονομικό» χρησίμευε για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 1897, για τη μετατροπή του εις χρυσόν χρέους και για την καταβολή ποσών προς δικαιούχους ελληνικών ομολογιών.
Οσον αφορά το δεύτερο, η Εταιρεία Διαχείρισης των Μονοπωλίων (που είχε συγκροτηθεί το 1887) μετονομάστηκε σε Εταιρεία Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους. Με εξαιρετική λεπτομέρεια και με καθολικό έλεγχο των ξένων ομολογιούχων η εταιρεία ανέλαβε την είσπραξη προσόδων από πωλήσεις πετρελαίου, αλατιού, τσιγαρόχαρτου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, φωτιστικού οινοπνεύματος και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης της εποχής. Αποσπάστηκαν και προνόμια ελέγχων εφαρμογής των διατάξεων μέσω των ταινιών ασφαλείας που επικολλήθηκαν στα προϊόντα-φορείς έμμεσης φορολογίας, και που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση χρηματικών ποσών (σε εβδομαδιαία βάση!) σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας υπέρ των ομολογιούχων.
Οσον αφορά το τρίτο, τα υφιστάμενα δάνεια συμπτύχθηκαν σε τρεις κατηγορίες και συνδέθηκαν με υποθήκες όπως ο φόρος καπνού, τέλη χαρτόσημου και με εισπράξεις τελωνείων. Και εδώ πρυτάνευε η προτεραιότητα εξόφλησης των δανείων έναντι της προικοδότησης του Δημοσίου με φορολογικά έσοδα.
Επιβολή δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών στο ελληνικό κράτος
Ως βάση υπολογισμού ελήφθησαν έσοδα και δαπάνες της περιόδου 1892-6. Σύμφωνα με αυτές, τα έσοδα ήταν περί τα 90 εκατ. και οι δαπάνες περί τα 63, ενώ το υπόλοιπο πήγαινε πριν από το 1893 στο δημόσιο χρέος. Ενώ οι δαπάνες προϋπολογίζονταν για το εγγύς μέλλον στα ίδια επίπεδα, στερώντας από το κράτος δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομία (που άλλωστε κατά τα ισχύοντα τότε παγκοσμίως ήταν πολύ περιορισμένη), οι φορολογίες θα αύξαναν διαρκώς, με τη διαφορά να πηγαίνει υπέρ της εξόφλησης του χρέους. Για παράδειγμα, το 1903 προβλέπονταν έσοδα 100 εκατ. και δαπάνες του Δημοσίου 64 εκατ., δηλαδή περίπου το 40% των φορολογικών εσόδων κατευθύνονταν στη μείωση του χρέους και το υπόλοιπο στα ταμεία του κράτους. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι προβλέψεις της ΔΟΕ σχετικά με τα φορολογικά έσοδα αποδείχθηκαν ανακριβείς. Τα έσοδα ήταν από τις αρχές του 20ού αιώνα περισσότερα των προϋπολογιζομένων, προς μεγάλη χαρά του ΔΟΕ και της ελληνικής κυβέρνησης.
Σαν να μην έφτανε η απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους, το ίδιο συνέβη και με τη νομισματική. Προκειμένου να αρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία, κάποτε στο μέλλον, η Ελλάδα δεσμεύτηκε με το άρθρο 30 της συμφωνίας να αποσύρει ετησίως τουλάχιστον 2 εκατ. δρχ. από την κυκλοφορία, έτσι ώστε να μειωθεί η ποσότητα του κυκλοφορούντος πληθωρικού χαρτονομίσματος από την τρικουπική εποχή και να καταστεί κάποτε εφικτή η μετατρεψιμότητα του νομίσματος (αυτό όπως θα δούμε παρακάτω συνέβη ντε φάκτο το 1909). Συνεπώς και η νομισματική πολιτική της χώρας γινόταν περιοριστική και οι δυνατότητες του Δημοσίου να παρεμβαίνει στην οικονομία περιορίζονταν στο ελάχιστο δυνατό.
* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι καθηγητής της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος της έδρας Κωνσταντίνος Καραμανλής στη Σχολή Φλέτσερ του Πανεπιστημίου Ταφτς.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ