Ο άγνωστος Χαρίλαος Τρικούπης
Τα είχε όλα. Ολα όσα θα μπορούσαν να συνθέσουν έναν Ελληνα του 19ου αιώνα στην πιο εντυπωσιακή, σχεδόν μυθιστορηματική εκδοχή του.
Ηταν γιος του ηγέτη του Αγγλικού Κόμματος και πρώτου πρωθυπουργού του ελληνικού κράτους και μιας Φαναριώτισσας από βυζαντινή οικογένεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Ανατράφηκε μέσα στην πιο γόνιμη εκδοχή της σύνθεσης δύο κόσμων. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι υπήρξε ένας μοναδικός κοσμοπολίτης με χαρακτηριστικά και συμπεριφορές σύγχρονου ευρωπαίου αστού των καιρών του σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σήμαινε πάρα πολλά. Και αναμφίβολα αυτό τον βοήθησε δραστικά να γίνει ο άνθρωπος που λίγο πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα μετέτρεψε μια χώρα κυριαρχημένη από τα χαρακτηριστικά της πρώην οθωμανικής επαρχίας σε κάτι που άρχιζε για πρώτη φορά να θυμίζει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος της εποχής.
Εφερε στην Ελλάδα τον σιδηρόδρομο, έφτιαξε το μέγα- για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- έργο του Ισθμού της Κορίνθου, ανέπτυξε οδικό δίκτυο, αναδιοργάνωσε το κράτος, δημιούργησε θεσμούς, εκσυγχρόνισε το πολιτικό σύστημα και το στράτευμα, θεμελίωσε νέες οικονομικές δομές και δραστηριότητες αλλά και κορυφαία δημόσια κτίρια. Υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους ηγέτες στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Το επαναστατικό εκσυγχρονιστικό έργο του δεν έχει τέλος, παρά το γεγονός ότι στις ημέρες του η χώρα έζησε και τη μία από τις τέσσερις πτωχεύσεις της ιστορίας της, για την οποία πάντως σίγουρα δεν έφερε εκείνος την κεντρική ευθύνη. Και όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που ήταν παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα ενός ξένου διπλωμάτη στην Αθήνα…
Πίσω από τον πολιτικό και το έργο του ο άνθρωπος Χαρίλαος Τρικούπης παραμένει ένας άγνωστος. Αυτόν τον άγνωστο Τρικούπη επιχειρεί τώρα να φωτίσει ηβιογραφική περιήγησημε την οποία η συστηματική μελετήτρια του Τρικούπη και των αρχείων του Λύντια Τρίχα σκιαγραφεί τη ζωή του μέ σα από μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη, πιο σύνθετη οπτική. Και το επιχειρεί μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες, άγνωστες στους περισσοτέρους, αναφορές στη ζωή και στη δράση του, με πυκνή και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πληροφόρηση και παρατηρήσεις, αλλά κυρίως μέσα από ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό οπτικό υλικό που, συγκεντρωμένο από πλήθος αρχεία, ξαναχτίζει τη ζωή του σε ένα βιβλίο σαν ντοκυμαντέρ, ίσως ακόμη και σαν κινηματογραφική ταινία.
Η γοητεία της βαρόνης
Στα 1880, τη χρονιά που ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε την τρίτη κυβέρνησή του και μεταξύ άλλων επέβαλε για πρώτη φορά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αν και ήταν απορροφημένος όπως πάντοτε από την πολιτική, δεν ήταν μόνο από αυτήν. Ηταν κοινό μυστικό στα σαλόνια της Αθήνας ότι εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία πενήντα ετών, ο (αν και λάτρης των γυναικών, ανύπαντρος σε όλη του τη ζωή) Τρικούπης είχε ξαφνικά συναντήσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της γυναίκας του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα: τη βαρόνη Μαρία φον Τράουτεμπεργκ. Μια γυναίκα που κατάφερε να συναρπάσει τόσο πολύ τον Τρικούπη ώστε ο Γεώργιος Σουρής να γράψει στον Ρωμιόότι«επιθυμώ αλήθεια να δω και τον Τρικούπη, που του ΄χει γίνει τώρα ο έρωτας κουνούπι»φυσικά δεν μπορεί να ήταν τυχαία: η βαρόνη είχε μεγάλη γοητεία, ισχυρές πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες αλλά και οξεία πολιτική σκέψη. Και εκείνος μπορούσε να συζητήσει μαζί της τα πάντα…
Δεν είναι τεκμηριωμένο αν ο έρωτας αυτός τελικά εκπληρώθηκε ή παρέμεινε για πάντα πλατωνικός. Το σίγουρο είναι ότι κράτησε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, στα 1896, τη χρονιά του θανάτου του Τρικούπη που πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στις Κάννες, η βαρόνη ήταν δίπλα του. Το… «μυστήριο» της ιστορίας είναι ότι εκεί ήταν και ο βαρόνος σύζυγός της. Και σε όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αναχώρηση του ζεύγους Φον Τράουμπεργκ από την Αθήνα λόγω μεταθέσεως του πρέσβη ο Τρικούπης όχι μόνο διέθετε ένα μικρό πολεμικό πλοίο για τις κρουαζιέρες τους τα καλοκαίρια που επέστρεφαν αλλά διατηρούσε και τακτική αλληλογραφία μαζί της περιγράφοντάς της την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Και ίσως όχι μόνον, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι η αγαπημένη αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη Σοφία, αν και δεν έριξε στην πυρά τα αντίγραφα των επιστολών αυτών, έλαβε την πρωτοβουλία να κόψει με το ψαλίδι ολόκληρα τμήματά τους προκειμένου να διασώσει την υστεροφημία του αδελφού της από εξομολογήσεις και λόγια που ίσως έκρινε «ανάρμοστα» για έναν μεγάλο ηγέτη.
Έχοντας σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή όχι σχετική με δημόσια θέματα αλλά Περί γάμου και ειδικώτερον περί προικός, και έχοντας ζήσει στο Λονδίνο την εποχή που ο πατέρας του Σπυρίδων ήταν πρέσβης της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε μυηθεί από πολύ νωρίς στις απολαύσεις της μεγαλοαστικής κοσμοπολίτικης ζωής μα και στις εξίσου έντονες ανησυχίες της πρωτοπόρας σκέψης της μεταβατικής εποχής του.
Στα χρόνια του Λονδίνου
Ο δερμάτινος χαρτοφύλακας του Τρικούπη
Στα χρόνια του Λονδίνου, εκτός από φανατικός αναγνώστης των έργων του Δαρβίνου, ήταν και μέλος στις σημαντικότερες λέσχες της τότε «πρωτεύουσας του κόσμου», ιδρυτικό μάλιστα μέλος στο St. James΄ Club. Εκεί έμαθε να πίνει τσάι, να ντύνεται πάντα άψογα, να αποφεύγει το αλκοόλ αλλά και το κάπνισμα. Και έβλεπε τόσο μπροστά που όταν έβαλε για πρώτη φορά φόρο στον καπνό για να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα είπε (έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε) ότι αυτό θα κάνει και καλό στην υγεία των Ελλήνων… Πάντως, όπως γράφει η Τρίχα,«ο χαρακτήρας του ήταν συγκεντρωτικός και πείσμων, μερικές φορές υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις του και πιο συχνά υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις των άλλων. Δεν αναγνώριζε εύκολα τα λάθη του καικυρίωςδεν ανεχόταν κριτική των αποφάσεών του, με αποτέλεσμα στη διάρκεια του πολιτικού του βίου να δυσαρεστήσει αρκετούς από τους υπουργούς του και να έρθει σε ρήξη μαζί τους».
Η απαράμιλλη εργατικότητά του, που υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Ελλάδας στα χρόνια των πολλών πρωθυπουργιών του, είχε εκδηλωθεί από τα μαθητικά του χρόνια. Ποτέ όμως δεν τον εμπόδισε να γευθεί τις χαρές της ζωής. Είτε στο Λονδίνο είτε, αργότερα, στην Αθήνα, οι παρέες τον περίμεναν μετά τα μεσάνυχτα για να συζητήσουν μαζί του τα πάντα, ακόμη και τις τάσεις της γυναικείας μόδας, ή για να ακούσουν τα σχόλιά του για τον αιρετικό Ζολά. Και όλα αυτά στο… διάλειμμα της κύριας διασκέδασής του, που δεν ήταν άλλη από τον ατελείωτο χορό με τις κυρίες που τον πολιορκούσαν και συνωστίζονταν για να αστειευτούν μαζί του. Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο του χαρακτήρα του ήταν ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε έναν ολιγόλογο, συγκρατημένο και ψυχρό άνθρωπο που κρατούσε αποστάσεις όπως εκείνες των βρετανών ευγενών δίπλα στους οποίους είχε επί χρόνια θητεύσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι δύο από τα συχνότερα αρνητικά σχόλια που ακούγονταν γι΄ αυτόν στην Αθήνα ήταν «Αγγλος» και «μυλόρδος»…
Στην οδό Ακαδημίας
Το σπίτι του στην Αθήνα βρισκόταν αρχικά στην Ομόνοια και αργότερα στον αριθμό 54 της οδού Ακαδημίας. Τα καλοκαίρια του, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα, τα περνούσε κυρίως στην Αίγινα. Πολύ συχνά όμως τα περνούσε στην Ευρώπη επισκεπτόμενος τις μεγάλες πρωτεύουσες αλλά και με εξίσου μεγάλο ζήλο τα λουτρά του Μαρίενμπαντ στη Δυτική Βοημία. Στο τελευταίο και μόνον ταξίδι του, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε επισκεφθεί περίπου όλη την Ευρώπη: Βενετία, Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Στοκχόλμη, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Σαράγεβο, Φλωρεντία, Ριβιέρα, Νίκαια, για να καταλήξει και να αφήσει την τελευταία του πνοή στις Κάννες, αφού φυσικά πρώτα είχε περάσει και πάλι για λουτρά από το Μαρίενμπαντ…
Την ώρα του θανάτου του ο ορκισμένος πολιτικός (και όχι μόνον) εχθρός του Δηλιγιάννηςπου σε πολλούς διαφεύγει πως σε νεότερη ηλικία υπήρξε στενός φίλος του Τρικούπη και ότι ίσως είχε και δεσμό με την αδελφή του Σοφία- αρνήθηκε να στείλει πολεμικό σκάφος να παραλάβει τη σορό του λέγοντας ότι τα πλοία του στόλου δεν προορίζονται για τη μεταφορά νεκρών. Οι φίλοι του, με πρώτο τον Ανδρέα Συγγρό, κάλυψαν τα έξοδα για τη μεταφορά στην Αθήνα, όπου, αν και ο Τρικούπης είχε ζητήσει μια απλή κηδεία, αυτή έγινε με τόσο κόσμο που η πρωτεύουσα δεν πρέπει να είχε δει άλλη φορά συγκεντρωμένο- ασφαλώς όχι για κηδεία, πιθανότατα δε και για κανέναν άλλον λόγο.
Ενας από τους χιλιάδες που παρέστησαν ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος φέρεται να είπε:«Ακόμη αδυνατώ να συνοικειωθώ προς την ιδέα ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν υπάρχει πλέον εν τοις ζώσιν, ότι ο κολοσσός ούτος της πολιτικής κείται νεκρός»,ενώ ο Σουρής υποκλινόταν και τον αποχαιρετούσε με τον δικό του τρόπο: «Δυο πήχες κάσσα μοναχά, σε χόρεσε και σένα, τον γίγαντα ωιμένα»…
Ο παπαγάλος της Σοφίας Τρικούπη που είχε μάθει να φωνάζει «Ζήτω ο Τρικούπης» και «μασκαρά»