Ποίηση και Ποίηση
Τι εστί ποίημα; Πώς διατυπώνει ο ποιητής (εν γένει ο καλλιτέχνης) τις αλήθειες του; Ολοκληρώνεται η κρίση των «ισμών» σιγά σιγά ή μήπως ο σύγχρονος δημιουργός οφείλει να κάνει υπομονή, να αναστοχαστεί τις προτεραιότητές του, έως ότου υπάρξει μια νέα βάση, δηλαδή η ανανεωμένη αξιακή συνθήκη, οι συντεταγμένες της παράδοσης και της σκέψης, οι αντιλήψεις και η ηθική, τα ένστικτα, το λογικό και το άλογο εν γένει;
Σ? αυτό το πλαίσιο είναι προτιμότερο κάποιος να δοκιμάζει την παραβίαση των ορίων, τα απαραβίαστα όρια του παρόντος ή, αλλιώς, της απροσδιοριστίας που διέπει το συγκεκριμένο παρόν. Η πραγματική ζωή, ό,τι τέλος πάντων εννοεί ο καθείς με αυτόν τον όρο, επηρεάζεται από την ταλάντευση των ιδεών: η ποιητική και η αντιποιητική διάσταση προσδιορίζονται από τον μετασχηματισμό του πραγματικού. Διαφέρει κατά πολύ το «ποιητικό» ως θετική έννοια για την πρόσληψη του κόσμου σε αντίθεση με το «αντιποιητικό» ως αρνητική. Εάν η επανερμηνεία των όρων συνηγορεί στην αναθεώρηση, δηλαδή στην ουσιώδη αξιοποίηση του διπόλου ποιητικού-αντιποιητικού, τότε ίσως βρεθεί μια νέα δίοδος για την πνευματική δημιουργία, χωρίς αφορισμούς και κοντόφθαλμη προσέγγιση, χωρίς απόρριψη του τρέχοντος credo περί αρνητικού και μη ωφέλιμου σ? ό,τι αφορά την εξώθηση του ποιητή στη συγκίνηση η οποία συνεπάγεται -de jure- την αποτύπωση, τη διατύπωση, την πρόσληψη του ποιήματος.
Πράγματι, ζούμε σ? έναν αντιποιητικό κόσμο? Με αυτή τη συνθήκη, εκ προοιμίου, εύκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα πάντα γύρω κι εντός του σύγχρονου ανθρώπου δεν συνάδουν με την έμφυτη τάση του για γαλήνια περιδιάβαση στις ατραπούς της διανόησης και του βιώματος όπως τουλάχιστον καταγράφεται ως προτιμητέα στον κύκλο της Φύσης.
Ο αντιποιητικός κόσμος υφίσταται εξ αντικειμένου εκλύοντας αρνητική ενέργεια, αντιδραστικότητα, επιβολή-υπόταξη, υποστύλωση της αδράνειας και της σιωπής, καταρράκωση των αισθητηρίων, κακοδαιμονία, ίσως κιόλας βαρβαρότητα. Υποτίθεται λοιπόν ότι ο αντιποιητικός κόσμος πρεσβεύει μια δαιδαλώδη πορεία προς το τίποτε της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ωστόσο, στον αντίποδα, μπορείς κανείς να θεωρήσει λελογισμένη τη διάσταση της αντιποίησης έναντι της ποίησηςούτως ώστε εξακολουθητικά να προκύπτει μια ισορροπία, ένα πλαίσιο όπου η τριβή αυτών των δύο πόλων να δημιουργεί σπινθήρες δημιουργικότητας. Ετούτο ισχυροποιείται εάν γίνει γενικώς αποδεκτή η άποψη ότι άλλο τόσο ζούμε σ? έναν ποιητικό κόσμο? Έναν κόσμο εμβριθή, απαλλαγμένο από τα περιχαρακωμένα ή διασπασμένα «όριά» του, έναν κόσμο εν πολλοίς ιδανικό για ποιητές και φιλοσόφους, για ευγνώμονες κι αγνώμονες της συγκεκριμένης συγχρονίας μας.
Ο ποιητικός και ο αντιποιητικός κόσμος των οποίων διαθέτει εμπειρία ο δημιουργός, απαιτούν εκτεταμένη ανάλυση για το ποιο είναι το υλικό που τους συναπαρτίζει, τι ακριβώς στοιχειοθετεί τη χρήση και την αξιοποίησή τους. Τόσο ο μεν όσο και ο δε αναφέρονται και είναι αλληλένδετοι με την έννοια της μεγάλης εικόνας, του Σύμπαντος: εν προκειμένω ο όρος «Σύμπαν» είναι οντολογικός, εστιάζεται στον άνθρωπο που διαμορφώνει ατομικά το δικό του σύνολο σημασιών. Κι όταν πρόκειται, πιο ειδικά, για ποιητή [επισημαίνω-διευκρινίζω: «ποιητής» με τον τρόπο του Martin Heidegger, όπου ο δημιουργός διαθέτει και προάγει το στοιχείο της αποκάλυψης στο έργο του, ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό για κάθε καλλιτεχνική δημιουργία], πράγματι αυτό το σύνολο σημασιών περιέχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες για τον έναν και για τον άλλο κόσμο. Η ποίηση (τέχνη), πάντως, αναπαριστά την αλήθεια (διακύβευμα), παλινδρομεί, την αποκαλύπτει και την αποκρύπτει κατά βούληση.
Η απροσδιοριστία στην ποιητική έμπνευση συνηγορεί σ? αυτό το σκεπτικό. Ορίζεται άραγε ο ποιητικός λόγος; Ξεπερνάει την ανθρώπινη δύναμη, κατά πώς σημειώνει ο Giuseppe Ungaretti, εφόσον πρόκειται για «καρπό μιας στιγμής χάριτος η οποία συνδέεται με μια υπομονετική και απεγνωσμένη αποζήτηση»; Το ποίημα ξεπηδάει μέσα από δυσμέτρητες πηγές συγκίνησης, στοχασμού, εικονοκλασίας, ηχομέθεξης, λεξιλαγνικών εφορμήσεων? Το ποίημα δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια αριστοτελική γένεσις πράξεως σπουδαίας και τελείας?, ένα περίκλειστο αξιακό σύστημα με απαιτούμενα ερμηνευτικά εργαλεία και ανάλογη εμπειρική επαφή από και προς τους αποδέκτες του.
Η πρόσληψη του κόσμου από τον ποιητή και τον δέκτη του ποιήματός του είναι μια συνθήκη πρόσκαιρη: η αντίληψη του «ποιητικού» και του «αντιποιητικού» στην καλλιτεχνική δημιουργία παραμένει αντίληψη αισθητική. Ο ορισμός «ποιητικός» και «αντιποιητικός» ταυτίζεται εδώ με τον ορισμό «τέχνη» και «μη τέχνη». Αλλ? αποφεύγοντας την αναρμόδια εισδοχή στα «λημέρια» της φιλοσοφίας της αισθητικής, τουλάχιστον αξίζει να θεωρηθεί η γλώσσα ως μια σταθερά αποκλίνουσα στο τι είναι και τι δεν είναι ποιητικό. Ξεκάθαρα, η λέξη περιέχει διαβαθμίσεις. Πράγματι, υπάρχουν ωραίες λέξεις και έννοιες, όπως και άσχημες λέξεις και έννοιες, με αντίστοιχα σημαίνοντα και σημαινόμενα, από εποχή σε εποχή. Εδώ πρωταγωνιστούν ο νους και η γλώσσα, τα αισθητικά αρχέτυπα που είναι υποκειμενικά εν τέλει, που χάνονται στην ατέρμονη διαπάλη μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.
Παρ? όλα ταύτα, η πραγματικότητα δεν αλλάζει? Είναι θέμα άρνησης ή κατάφασης. Ο καθένας αποφασίζει σύμφωνα με τη θέλησή του.
Σ? αυτό το πλαίσιο είναι προτιμότερο κάποιος να δοκιμάζει την παραβίαση των ορίων, τα απαραβίαστα όρια του παρόντος ή, αλλιώς, της απροσδιοριστίας που διέπει το συγκεκριμένο παρόν. Η πραγματική ζωή, ό,τι τέλος πάντων εννοεί ο καθείς με αυτόν τον όρο, επηρεάζεται από την ταλάντευση των ιδεών: η ποιητική και η αντιποιητική διάσταση προσδιορίζονται από τον μετασχηματισμό του πραγματικού. Διαφέρει κατά πολύ το «ποιητικό» ως θετική έννοια για την πρόσληψη του κόσμου σε αντίθεση με το «αντιποιητικό» ως αρνητική. Εάν η επανερμηνεία των όρων συνηγορεί στην αναθεώρηση, δηλαδή στην ουσιώδη αξιοποίηση του διπόλου ποιητικού-αντιποιητικού, τότε ίσως βρεθεί μια νέα δίοδος για την πνευματική δημιουργία, χωρίς αφορισμούς και κοντόφθαλμη προσέγγιση, χωρίς απόρριψη του τρέχοντος credo περί αρνητικού και μη ωφέλιμου σ? ό,τι αφορά την εξώθηση του ποιητή στη συγκίνηση η οποία συνεπάγεται -de jure- την αποτύπωση, τη διατύπωση, την πρόσληψη του ποιήματος.
Πράγματι, ζούμε σ? έναν αντιποιητικό κόσμο? Με αυτή τη συνθήκη, εκ προοιμίου, εύκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα πάντα γύρω κι εντός του σύγχρονου ανθρώπου δεν συνάδουν με την έμφυτη τάση του για γαλήνια περιδιάβαση στις ατραπούς της διανόησης και του βιώματος όπως τουλάχιστον καταγράφεται ως προτιμητέα στον κύκλο της Φύσης.
Ο αντιποιητικός κόσμος υφίσταται εξ αντικειμένου εκλύοντας αρνητική ενέργεια, αντιδραστικότητα, επιβολή-υπόταξη, υποστύλωση της αδράνειας και της σιωπής, καταρράκωση των αισθητηρίων, κακοδαιμονία, ίσως κιόλας βαρβαρότητα. Υποτίθεται λοιπόν ότι ο αντιποιητικός κόσμος πρεσβεύει μια δαιδαλώδη πορεία προς το τίποτε της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ωστόσο, στον αντίποδα, μπορείς κανείς να θεωρήσει λελογισμένη τη διάσταση της αντιποίησης έναντι της ποίησηςούτως ώστε εξακολουθητικά να προκύπτει μια ισορροπία, ένα πλαίσιο όπου η τριβή αυτών των δύο πόλων να δημιουργεί σπινθήρες δημιουργικότητας. Ετούτο ισχυροποιείται εάν γίνει γενικώς αποδεκτή η άποψη ότι άλλο τόσο ζούμε σ? έναν ποιητικό κόσμο? Έναν κόσμο εμβριθή, απαλλαγμένο από τα περιχαρακωμένα ή διασπασμένα «όριά» του, έναν κόσμο εν πολλοίς ιδανικό για ποιητές και φιλοσόφους, για ευγνώμονες κι αγνώμονες της συγκεκριμένης συγχρονίας μας.
Ο ποιητικός και ο αντιποιητικός κόσμος των οποίων διαθέτει εμπειρία ο δημιουργός, απαιτούν εκτεταμένη ανάλυση για το ποιο είναι το υλικό που τους συναπαρτίζει, τι ακριβώς στοιχειοθετεί τη χρήση και την αξιοποίησή τους. Τόσο ο μεν όσο και ο δε αναφέρονται και είναι αλληλένδετοι με την έννοια της μεγάλης εικόνας, του Σύμπαντος: εν προκειμένω ο όρος «Σύμπαν» είναι οντολογικός, εστιάζεται στον άνθρωπο που διαμορφώνει ατομικά το δικό του σύνολο σημασιών. Κι όταν πρόκειται, πιο ειδικά, για ποιητή [επισημαίνω-διευκρινίζω: «ποιητής» με τον τρόπο του Martin Heidegger, όπου ο δημιουργός διαθέτει και προάγει το στοιχείο της αποκάλυψης στο έργο του, ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό για κάθε καλλιτεχνική δημιουργία], πράγματι αυτό το σύνολο σημασιών περιέχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες για τον έναν και για τον άλλο κόσμο. Η ποίηση (τέχνη), πάντως, αναπαριστά την αλήθεια (διακύβευμα), παλινδρομεί, την αποκαλύπτει και την αποκρύπτει κατά βούληση.
Η απροσδιοριστία στην ποιητική έμπνευση συνηγορεί σ? αυτό το σκεπτικό. Ορίζεται άραγε ο ποιητικός λόγος; Ξεπερνάει την ανθρώπινη δύναμη, κατά πώς σημειώνει ο Giuseppe Ungaretti, εφόσον πρόκειται για «καρπό μιας στιγμής χάριτος η οποία συνδέεται με μια υπομονετική και απεγνωσμένη αποζήτηση»; Το ποίημα ξεπηδάει μέσα από δυσμέτρητες πηγές συγκίνησης, στοχασμού, εικονοκλασίας, ηχομέθεξης, λεξιλαγνικών εφορμήσεων? Το ποίημα δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια αριστοτελική γένεσις πράξεως σπουδαίας και τελείας?, ένα περίκλειστο αξιακό σύστημα με απαιτούμενα ερμηνευτικά εργαλεία και ανάλογη εμπειρική επαφή από και προς τους αποδέκτες του.
Η πρόσληψη του κόσμου από τον ποιητή και τον δέκτη του ποιήματός του είναι μια συνθήκη πρόσκαιρη: η αντίληψη του «ποιητικού» και του «αντιποιητικού» στην καλλιτεχνική δημιουργία παραμένει αντίληψη αισθητική. Ο ορισμός «ποιητικός» και «αντιποιητικός» ταυτίζεται εδώ με τον ορισμό «τέχνη» και «μη τέχνη». Αλλ? αποφεύγοντας την αναρμόδια εισδοχή στα «λημέρια» της φιλοσοφίας της αισθητικής, τουλάχιστον αξίζει να θεωρηθεί η γλώσσα ως μια σταθερά αποκλίνουσα στο τι είναι και τι δεν είναι ποιητικό. Ξεκάθαρα, η λέξη περιέχει διαβαθμίσεις. Πράγματι, υπάρχουν ωραίες λέξεις και έννοιες, όπως και άσχημες λέξεις και έννοιες, με αντίστοιχα σημαίνοντα και σημαινόμενα, από εποχή σε εποχή. Εδώ πρωταγωνιστούν ο νους και η γλώσσα, τα αισθητικά αρχέτυπα που είναι υποκειμενικά εν τέλει, που χάνονται στην ατέρμονη διαπάλη μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.
Παρ? όλα ταύτα, η πραγματικότητα δεν αλλάζει? Είναι θέμα άρνησης ή κατάφασης. Ο καθένας αποφασίζει σύμφωνα με τη θέλησή του.
του Βασίλη Ρούβαλη εφημερίδα ΑΥΓΗ,