Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης του κοινωνικού μυθιστορήματος
Ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1η Ιουλίου 1923) και η πνευματική φυσιογνωμία του Κερκυραίου λογοτέχνη, γνωστού από έργα του όπως «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», παραμένει επίκαιρη. Συγγραφέας με ισχυρή προσωπικότητα, στα χρόνια της γενιάς του Παλαμά, σημάδεψε με την εργοβιογραφία του την ελληνική διανόηση των αρχών του 20ού αιώνα.
Η δύναμη της πένας του εξακολουθεί να προκαλεί το φιλολογικό ενδιαφέρον και, παρ’ ότι αγνοήθηκε από τη «γενιά του ’30», θεωρείται σταθερός-συνειδητός υποστηρικτής των ιδεολογικών πεποιθήσεών του που συνάμα καλλιέργησε αδιάπτωτα τη συγγραφική τέχνη του.
Γεννήθηκε στους Καρουσάδες της Κέρκυρας το 1872 από εύπορη οικογένεια του νησιού. Γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά, μεγάλωσε σε καλλιεργημένο αστικό περιβάλλον φοιτώντας στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη και κατόπιν στο Εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας». Σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για να σπουδάσει φυσικομαθηματικά. Λίγο αργότερα συνέχισε στη Βενετία, όπου και γνωρίστηκε με την κατοπινή σύζυγό του, τη μεγαλύτερή του κατά 17 χρόνια βαρόνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κοινωνική, πνευματική και πολιτική του εξέλιξη.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης διακρίθηκε για την ευρύτητα πνεύματος και την ικανότητά του να αφομοιώνει όλα τα ιδεολογικά, φιλοσοφικά και αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης με παρονομαστή την ελληνική λογιοσύνη της εποχής του. Ταξίδεψε σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ήλθε σε επαφή με όλες τις νέες αντιλήψεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης και ήθους, γνώρισε το γερμανικό ιδεαλισμό και επηρεάστηκε από το νιτσεϊκό πνεύμα. Οταν επανεγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα γνώριζε άπταιστα δέκα γλώσσες (μεταξύ αυτών, αρχαία περσικά, σανσκριτικά, εβραϊκά) και ήταν έτοιμος να αφοσιωθεί στη λογοτεχνική και πολιτική δράση. Ως εκ τούτου, η φιλία του με τον Λορέντζο Μαβίλη επηρέασε τις κατοπινές επιλογές του. Ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες που τότε έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη. Μαζί με τον ομότεχνο Κερκυραίο φίλο του επιδίωξε να συμβάλει με την παρουσία του στην κοινωνική αφύπνιση του ελληνικού λαού, στη δημιουργία αιχμών προβληματισμού και δράσης προς μια πιο σύγχρονη και απαλλαγμένη από άκαιρους ρομαντισμούς κοινωνία.
Η διαφθορά, η αδικία, η πολιτιστική υποβάθμιση, η οικονομική καταπίεση των ασθενέστερων στρωμάτων, σε αντιπαράθεση με την αριστοκρατία και την ολιγαρχία, γίνονται αντικείμενο της πεζογραφικής δημιουργίας του. Παράλληλα, στα χρόνια που έκανε τις πρώτες δημοσιεύσεις και μεταφράσεις του σε περιοδικά της εποχής («Η τέχνη», «Διόνυσος», «Ο Νουμάς»), συμμετείχε πολεμώντας στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897, και έζησε τα γεγονότα του κινήματος στο Γουδί (1909). Στο μεταξύ, ταξίδεψε σε πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να απαρνηθεί τον Νίτσε και να γνωρίσει περαιτέρω τη μαρξιστική θεωρία. Εκτοτε συνδέθηκε με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» στην Κέρκυρα (1911), ενώ συνέπραξε με τους δημοτικιστές του Γληνού και του Ψυχάρη. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων αναλαμβάνοντας -πρόσκαιρα- πολιτική δράση στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η σύναξη των δημοτικιστών στο κερκυραϊκό χωριό Κορακιάνα (1901). Όρθιοι από αριστερά, πρώτος ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και τρίτος ο Λορέντζος Μαβίλης. Καθιστή στο κέντρο η ποιήτρια Ειρήνη Δενδρινού.
Είναι η εποχή που ο Κ. Θεοτόκης ωρίμαζε πολιτικά και λογοτεχνικά, κάτι που αποτυπώνεται εμφανώς στα βιβλία «Η τιμή και το χρήμα» και «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους». Η εκφραστική μανιέρα του, πάντως, εξελίχθηκε σταδιακά. Από το γερμανικό ιδεαλισμό και τη μεσαιωνική μυθολογία των πρώτων διηγημάτων του («Πίστομα», «Ακόμα;», «Τίμιος κόσμος» κ.ά.) κατευθύνθηκε προς τη νατουραλιστή γραφή των Ζολά, Μπαλζάκ και Φλομπέρ, επικεντρώθηκε στον κοινωνικό ρεαλισμό και στην ηθογραφία. Ως εκ τούτου, ο τραγικός χαρακτήρας των ηρώων του ενισχύεται από τους δεξιοτεχνικούς διαλόγους και την πυκνότητα της αφηγηματικής τεχνικής του. Και βέβαια, σταθερό σημείο αναφοράς στην πεζογραφία του παραμένει ο ενθουσιασμός της μετακένωσης των προοδευτικών ιδεών όσο και ο προβληματισμός για την πραγματικότητα όπως αυτή διαγραφόταν κατά τη διάρκεια και το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τούτο και η κριτική τον έχει τοποθετήσει στους εισηγητές του κοινωνιστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα προαναγγέλλοντας, τινί τρόπω, τους μαχόμενους συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Κατά πολλούς μελετητές του έργου του, το «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» αποτελεί απόγειο της δημιουργίας του και προφανώς το περισσότερο διαβασμένο βιβλίο του.
Βασίλης Ρούβαλης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12/07/2003