Διδακτική επίσκεψη στο Μαντείο της  Δωδώνης


Τα παιδιά της Γ΄τάξης του  Πρότυπου Πειραματικού  Γυμνασίου  Ζωσιμαίας Σχολής επισκέφτηκαν την Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012 τον αρχαιολογικό χώρο του Μαντείου της Δωδώνης.
Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο της αρχαιότητας, μετά τους Δελφούς, και η αρχαία παράδοση το θεωρούσε ως το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο.. Βρίσκεται 22 χλμ. νότια των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανολιάσα, σε ύψος 600 μέτρων και η χρήση της θέσης αυτής ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους.
Το μαντείο αναφέρεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Όμηρου, από τον Αριστοτέλη καθώς και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αφού επισκέφθηκε τη Δωδώνη αναφέρει ότι οι ιέρειες του επιβεβαίωσαν το μύθο για τα δύο μαύρα περιστέρια που πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου. Από αυτά το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίσθηκε ο ναός του Άμμωνος Διός, και το άλλο στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο.
Στην Δωδώνη από τον 30ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τον 20ο αι. π.Χ. λατρευόταν η Θεά Γαία στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Η λατρεία του Δία και της Δρυός εισάγεται στη Δωδώνη από κλάδο των Θεσπρωτών (Σελλοί) (19ος – 14ος π.Χ. αιώνας) και σύντομα εξελίσσεται σε κυρίαρχη λατρεία. Πιο συγκεκριμένα στο Ιερό αυτό λατρεύονταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και η σύζυγός του Διώνη (ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που μαζί με το Δια σχηματίζουν το «Ιερό Ζεύγος». Αργότερα προσετέθη και η Θεά Αφροδίτη ως «Κόρη») και όλα αυτά σε συνδυασμό με το ιερό δέντρο, τη δρυ (βελανιδιά) όπου και κατοικούσε το θεϊκό ζευγάρι.


Οι χρησμοί στο μαντείο δίνονταν με την ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της βελανιδιάς, του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, των κρωγμών των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν στην Φηγό καθώς και των ήχων από τους χάλκινους λέβητες με τρίποδες που περιστοίχιζαν το ιερό δέντρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένος επάνω στο δέντρο. Οι ερωτήσεις για τους χρησμούς χαράζονταν πάνω σε μολυβένια ελάσματα, πολλά από τα οποία έχουν βρεθεί στις ανασκαφές.