Μαθησιακές δυσκολίες: που οφείλονται

Επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε το θέμα των μαθησιακών δυσκολιών, που απασχολεί πληθώρα επιστημονικών και επαγγελματικών κλάδων από ειδικούς  στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών που ενδιαφέρονται για την υγεία, την ανάπτυξη και τη γενικότερη προσαρμογή του παιδιού.
Ο όρος Μαθησιακές Δυσκολίες σύμφωνα με τον τελευταίο ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ορισμό αναφέρεται σε μία ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Μάλιστα είναι δυνατό να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Έχει βρεθεί πως το 60% έως 80% των παιδιών, στα οποία γίνεται η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, είναι αγόρια (APA, 1994). Ακόμη έχει διαπιστωθεί ότι οι μαθησιακές δυσκολίες ανευρίσκονται  πολύ συχνά και σε άλλα μέλη της οικογένειας από γενιά σε γενιά. Ευρήματα διαφόρων ερευνών δείχνουν ότι οι γονείς των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζουν σε υψηλά ποσοστά διαταραχές του λόγου, της ανάγνωσης και του συλλαβισμού.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί είναι συνήθως οι πρώτοι που εντοπίζουν την ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών. Ο εντοπισμός αποτελεί το πρώτο στάδιο της αξιολόγησης και συνήθως προκύπτει μέσα από τη σύγκριση του παιδιού με τους συνομηλίκους του. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες είτε βρίσκονται σε εμφανώς χαμηλότερο μαθησιακό επίπεδο συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους είτε εκδηλώνουν προβλήματα συμπεριφοράς. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να εντοπίσει μέσα στη τάξη το παιδί που αδυνατεί να παρακολουθήσει το μάθημα, είναι ανώριμο ή δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες· αυτές είναι μερικές πρώτες ενδείξεις που υποδηλώνουν την ύπαρξη δυσκολιών.

Ο έγκαιρος εντοπισμός των μαθησιακών δυσκολιών θεωρείται πολύ σημαντικός για την αποτελεσματική του αντιμετώπιση. Η διεπιστημονική ομάδα που καλείται να αξιολογήσει ένα παιδί το οποίο έχει παραπεμφθεί για μαθησιακές δυσκολίες θα πρέπει να λάβει υπόψη του ορισμένα θέματα σε σχέση με τη διάγνωση της δυσλεξίας:
•  Για να γίνει η διάγνωση της  δυσλεξίας θα πρέπει να υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της νοητικής ικανότητας του παιδιού και της επίδοσής του στην ανάγνωση και στην ορθογραφία. Το παιδί πρέπει δηλαδή να έχει τουλάχιστον ένα μέσο-φυσιολογικό επίπεδο νοημοσύνης.
•  Επίσης, το παιδί πρέπει να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην ανάγνωση ή / και στη γραφή. Αυτό σημαίνει ότι η επίδοσή του σε αυτούς τους τομείς πρέπει να υπολείπεται της αντίστοιχης επίδοσης των παιδιών της ίδιας ηλικίας και τάξης κατά 1 χρόνο όταν το παιδί είναι στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού, κατά 1,5 χρόνο στην τρίτη και τετάρτη δημοτικού, και κατά 2 χρόνια στις επόμενες τέσσερις τάξεις.
•  Τα παιδιά τα οποία παρουσιάζουν δυσλεξία έχουν δυσκολία στην επεξεργασία των συμβόλων της γραπτής γλώσσας, ενώ ορισμένα παιδιά έχουν δυσκολία και στην επεξεργασία των μαθηματικών/ αριθμητικών συμβόλων.

Η αξιολόγηση και η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών συνιστούν μια περίπλοκη και δύσκολη διαδικασία, την οποία είναι απαραίτητο να αναλαμβάνει ειδική διαγνωστική διεπιστημονική ομάδα. Αφετηρία της αξιολόγησης αποτελεί ο πλήρης ιατρικός έλεγχος, προκειμένου να αποκλειστούν οι οργανικές δυσλειτουργίες ως αιτία των υπαρχουσών δυσκολιών.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
Δυσκολίες στην ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία
•  Αντικατάσταση, επανάληψη, αντιστροφή γραμμάτων και συλλαβών που συνθέτουν μια λέξη (ξήνω/ψήνω· τρέεχω/τρέχω· πάτνα/πάντα) κ.λ.π.
•  Καθρεπτική ανάγνωση ή/ και γραφή γραμμάτων ή λέξεων (π.χ. ε/3).
•  Δυσκολία στην ανάγνωση και την προφορά ασυνήθιστων ή/και πολυσύλλαβων λέξεων.
•  Κακή ακουστική διάκριση φωνηέντων.
•  Αντικατάσταση φθόγγων (π.χ. β/φ, χ/θ, μ/ν).
•  Παράλειψη φθόγγων σε απλές λέξεις (π.χ. πότα/πόρτα).
•  Παράλειψη συλλαβών (κάβι/καράβι).
•  Λανθασμένη προφορά λέξεων (π.χ. ασκέρι/αστέρι).
•  Αντικατάσταση λέξεων με τις συνώνυμές τους (π.χ. μαμά/μητέρα).
•  Αντικατάσταση λέξεων με άλλες που μοιάζουν οπτικά ή αρχίζουν με τα ίδια γράμματα (π.χ. ιππόδρομος/ιπποπόταμος, άσπρο/άστρο).
•  Έλλειψη ευχέρειας στην ανάγνωση, όχι αρκετά γρήγορος ρυθμός.
•  Το παιδί δείχνει με το δάκτυλο το σημείο που διαβάζει.
•  Το παιδί κινεί το κεφάλι καθώς διαβάζει, για να μην χάσει το σημείο στο οποίο βρίσκεται.

Άλλες δυσκολίες στο γραπτό κείμενο και σε σχέση με το γράψιμο
•  Η αυθόρμητη γραφή είναι δυσανάγνωστη.
•  Προσπάθεια αποφυγής του γραψίματος.
•  Ακαταστασία στο φύλλο και γενικότερα στο τετράδιο.
•  Χρήση κεφαλαίων γραμμάτων ανάμεσα στα μικρά (π.χ. πΑράΘυρο).

Ορισμένες γενικότερες δυσκολίες
•  Δυσκολία στη διάκριση αριστερής και δεξιάς πλευράς τόσο του σώματος του ίδιου του ατόμου όσο και του σώματος του ατόμου που βρίσκεται απέναντι.
•  Σύγχυση ως προς το κυρίαρχο χέρι, μάτι, πόδι (αδιαμόρφωτη πλευρίωση).
•  Δυσκολία με τις έννοιες της σειροθέτησης και του προσανατολισμού (π.χ. δυσκολία του παιδιού να μάθει τη σωστή σειρά των μηνών του έτους, των ημερών της εβδομάδας, δυσκολία να διακρίνει το βορρά από το νότο κ.λ.π.).
•  Δυσκολία στην αντίληψη της έννοιας του χρόνου (πότε έγινε ένα γεγονός, τις έννοιες του «πριν» και του «μετά»).
•  Πιθανή οπτικο-αντιληπτική ανεπάρκεια που δυσχεραίνει την αντίληψη και τη διάκριση μορφών, σχημάτων, συμβόλων.

Ορισμένες χαρακτηριστικές δυσκολίες στη συμπεριφορά
•  Δυσκολία στη συγκέντρωση.
•  Νευρικότητα, έντονες εκδηλώσεις θυμού.
•  Μειωμένο κίνητρο για μάθηση.
•  Χαμηλή αυτοεκτίμηση.
•  Κινητική αδεξιότητα.
•  Έλλειψη οργάνωσης γενικότερα στη σχολική τσάντα, στα παιχνίδια, στα ρούχα κ.λ.π.

Εκτός από αυτά τα χαρακτηριστικά, τα παιδιά με πρόβλημα δυσλεξίας συχνά έχουν αργοπορημένη γλωσσική ανάπτυξη και σε ορισμένες περιπτώσεις καθυστερημένη κινητική ανάπτυξη (ιδίως αργούν να περπατήσουν).

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ
Η αντιμετώπιση του παιδιού με “μαθησιακές δυσκολίες” είναι μια σύνθετη και μακροχρόνια διαδικασία που έχει ως στόχο αφενός να αναπτύξει ή να βελτιώσει το παιδί ικανότητες που συνδέονται με τη σχολική μάθηση και αφετέρου να απαλύνει ή να ουδετεροποιήσει και τις συναισθηματικές δυσκολίες που το συνοδεύουν. Ανάλογα με τη μορφή και τη σοβαρότητα των “μαθησιακών δυσκολιών”, τις άλλες τυχόν συνυπάρχουσες νοσολογικές οντότητες, καθώς και την ηλικία του παιδιού, η αντιμετώπιση επιδιώκει την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του παιδιού, τόσο στο γνωστικό, όσο και στον αντιληπτικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του παιδιού και τις ικανότητες που διαθέτει. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενδεδειγμένη για κάθε παιδί αντιμετώπιση είναι αυτή να υλοποιείται από ειδικούς, εκπαιδευμένους στον τομέα των “μαθησιακών δυσκολιών” που γνωρίζουν να στηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία με την αμοιβαία διακίνηση συναισθημάτων εμπιστοσύνης και σεβασμού ανάμεσα στο παιδί και στον ειδικό. Παράλληλα με την αντιμετώπιση του παιδιού, θεωρείται αναγκαία η συμβουλευτική παρέμβαση στους γονείς του καθώς και η συνεργασία με το σχολείο.

Η ειδική αντιμετώπιση των “μαθησιακών δυσκολιών” ενός παιδιού δεν δικαιολογεί την απομάκρυνσή του από τη γενική εκπαίδευση. Αντίθετα θεωρείται ως πλέον ενδεδειγμένο να παρέχεται η ειδική αντιμετώπιση μέσα στους κόλπους του γενικού σχολείου. Εξίσου απαραίτητη με την ειδική αντιμετώπιση είναι η ψυχολογική υποστήριξη του παιδιού και της οικογένειάς του. Συχνά και εφόσον οι συναισθηματικές διαταραχές του παιδιού δυσκολεύουν και το ίδιο αλλά και τις διαπροσωπικές του σχέσεις απαιτείται παράλληλα με την αντιμετώπιση των μαθησιακών του δυσκολιών και η ατομική ψυχολογική του υποστήριξη. Επίσης οι γονείς των παιδιών σε πολλές περιπτώσεις χρειάζονται εξειδικευμένη ψυχοθεραπευτική βοήθεια προκειμένου να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους  σε σχέση με τη μαθησιακή δυσκολία των παιδιών τους.

ΟΙ ΨΥΧΟΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ
Μονολότι στην περίπτωση των μαθησιακών δυσκολιών οι ειδικοί επικεντρώνονται συνήθως στα προβλήματα που σχετίζονται με τα σχολικά επιτεύγματα του παιδιού, στην πραγματικότητα τα παιδιά αυτά πλήττονται σε πολλές πλευρές της καθημερινότητάς τους.
Τα παιδιά με δυσλεξία πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο με προσμονή για το νέο περιβάλλον και για όλα όσα πρόκειται να μάθουν εκεί. Ανυποψίαστα για το τι πρόκειται να τους συμβεί με το που θα συναντήσουν την πρώτη δυσκολία αρχίζουν να εντείνουν τις προσπάθειές τους όλο και περισσότερο, μέχρι που κάποια στιγμή απογοητεύονται γιατί καταλαβαίνουν ότι οι δικές τους προσπάθειες είναι μεγαλύτερες από εκείνες των συμμαθητών τους, ενώ τα αποτελέσματα πολύ χαμηλότερα.

Όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο πολύ απογοητεύονται και σιγά-σιγά αρχίζουν να διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα. Μερικά παιδιά γίνονται κλειστά, εσωστρεφή, λιγομίλητα, αρχίζουν να λιγοστεύουν τις παρέες τους, παύουν να είναι ανέμελα, χάνουν το ενδιαφέρον τους για το διάβασμα και τη μάθηση, αδιαφορούν για το σχολείο και δεν θέλουν να πηγαίνουν.

Άλλα παιδιά αγωνίζονται να βρουν ένα τρόπο να κερδίσουν το ενδιαφέρον που χάνουν λόγω της αποτυχίας τους στα μαθήματα. Έτσι, πολλά από αυτά γίνονται ενοχλητικά, κάνουν παράτολμες και ριψοκίνδυνες ενέργειες για να αποσπάσουν τον έπαινο και τον θαυμασμό των συμμαθητών τους και ίσως καταλήγουν κάποια στιγμή στη σχολική τους πορεία να εμφανίσουν παραβατική συμπεριφορά.
Κοινός άξονας σε όλες αυτές τις συμπεριφορές είναι ότι τα βαθιά συναισθήματα αυτών των παιδιών είναι η απογοήτευση και η αποθάρρυνση. Αυτό που είναι το πιο βασανιστικό είναι το ότι δεν καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που τους συμβαίνει. Ξέρουν ότι είναι έξυπνα, ξέρουν ότι η αποτυχία τους δεν οφείλεται σε τεμπελιά και επιπολαιότητα.

Κλείνοντας, η ενημέρωση και η εκπαίδευση των γονιών είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχία του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει καταρχήν να παρακολουθούν και εκείνοι ένα πρόγραμμα ψυχοεκπαίδευσης σχετικά με τη φύση της δυσλεξίας, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στις δυνατότητές τους. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουν σε βάθος τη δυσκολία που ταλαιπωρεί το παιδί τους και να λύσουν σωστά όλες τις απορίες σχετικά με τα συμπτώματα που παρουσιάζει και τις αιτίες του σε γνωστικό επίπεδο. Η καλή γνώση φέρνει και την κατανόηση και επομένως αλλάζει σιγά-σιγά με τον χρόνο και η στάση τους απέναντι στο παιδί. Έτσι, η συμπεριφορά τους θα είναι κατά πολύ σωστότερη, και πιο ενθαρρυντική, χωρίς να νιώθουν ούτε θυμό αλλά ούτε και ενοχές.

ΠΡΟΛΗΨΗ
Η έγκαιρη πρόγνωση και η πρώιμη παρέμβαση των διαταραχών της ψυχοκινητικής και ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού που σχετίζονται και επιδρούν στις διαδικασίες της σχολικής μάθησης αποτελεί το ασφαλέστερο μέσο πρόληψης. Η θετική πρόγνωση σε ότι αφορά την πορεία των “μαθησιακών δυσκολιών» ενός παιδιού εξαρτάται τόσο από τη πρώιμη διάγνωση όσο και από την έγκαιρη αντιμετώπισή τους.

πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *