- Το ενεστωτικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα έχει διάρκεια ή επαναλαμβάνεται (πχ γράφ→ έγραφ-α, θα γράφ-ω…)
- Το αοριστικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα δεν έχει διάρκεια και δεν επαναλαμβάνεται (πχ γραψ-→ έγραψ-α, θα γράψ-ω)
έχω παραγάγει | και όχι | έχω παράγει ή έχω παράξει |
είχα παραγάγει | και όχι | είχα παράγει ή είχα παράξει |
θα/να έχω παραγάγει | και όχι | θα/να έχω παράγει ή θα/να έχω παράξει |
θα/να είχα παραγάγει | και όχι | θα/να είχα παράγει ή θα/να είχα παράξει |
- Ο τόπος μας παράγει λάδι.
- Ο εμπορικός διευθυντής φιλοδοξεί να εισάγει η εταιρεία κάθε χρόνο από την Αγγλία πολυτελή υφάσματα.
- Η αντιπροσωπία θα εισαγάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία μόνο φέτος.
- Το Πολυτεχνείο ανέλαβε φέτος να διεξαγάγει μία έρευνα για το περιβάλλον.
- Το Υπουργείο ζήτησε από το Πολυτεχνείο να διεξάγει συνεχείς έρευνες για το περιβάλλον, που θα χρηματοδοτεί το ίδιο.
- Ας σημειωθεί ότι το Πολυτεχνείο έχει ήδη διεξαγάγει μια τέτοια μεγάλη έρευνα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Γ.Β.Παπαναστασίου, Εφαρμοσμένη Γραμματική της δημοτικής και Συνταντικό, τ.2, Αθήνα 2002, σελ.80
Ι.Αναγνωστοπούλου & Λ.Μπουσούνη-Γκέσουρα, Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; Μεταίχμιο 2006, σελ.178-179
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, σελ.64