Χρήση της Ν.Ε.Γλώσσας

Τα ρήματα της Ελληνικής γλώσσας σχηματίζονται από δύο διαφορετικά θέματα:

* Το ενεστωτικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα έχει διάρκεια ή επαναλαμβάνεται (πχ γράφ→ έγραφ-α, θα γράφ-ω…)
* Το αοριστικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα δεν έχει διάρκεια και δεν επαναλαμβάνεται (πχ γραψ-→ έγραψ-α, θα γράψ-ω)
Έτσι, λοιπόν, έχοντας ως παράδειγμα το ρήμα μεταβάλλω:
Α) από το ενεστωτικό θέμα –βαλλ- έχουμε:
- μεταβάλλω (ενεστώτας)
- μετέβαλλα (παρατατικός: συνεχώς στο παρελθόν)
- θα μεταβάλλω (μέλλοντας εξακολουθητικός: συνεχώς στο μέλλον)
- να μεταβάλλω (υποτακτική ενεστώτα: συνεχώς)
β) από το αοριστικό θέμα –βαλ- έχουμε:
- μετέβαλα (αόριστος: μια φορά στο παρελθόν)
- θα μεταβάλω (μέλλοντας στιγμιαίος: μια φορά στο μέλλον)
- να μεταβάλω (υποτακτική αορίστου: μια φορά)
- έχω μεταβάλει
- είχα μεταβάλει                                  συντελικοί
- θα/να έχω μεταβάλει                          χρόνοι
- θα/ να είχα μεταβάλει
 
Πρακτικοί τρόποι
Α. Για να βρούμε αν θα γράψουμε με 2λλ ή 1λ κάποιο ρηματικό τύπο ενός ρήματος σύνθετο του –βάλλω, μπορούμε να αντικαθιστούμε το ρήμα αυτό με ένα άλλο συνώνυμο, στο οποίο το θέμα του αορίστου να διακρίνεται πιο εύκολα, για να βρίσκουμε, έτσι, σε ποιο χρόνο ανήκει ο συγκεκριμένος ρηματικός τύπος.
Πχ.
  1. Χρειάζεται πού και πού ο δάσκαλος να μεταβάλλει (ή να αλλάζει= ενεστώτας, άρα με 2λλ) τα στοιχεία του προβλήματος.
  2. Στην αρχή του χρόνου οι μαθητές θα υποβάλουν (ή θα δώσουν= στιγμιαίος μέλλοντας, άρα 1λ) τις προτάσεις τους στο διευθυντή.
Β. - Όταν αυτό που λέει το ρήμα γίνεται πάντασυνέχειασυνήθως, τότε το ρήμα γράφεται με 2λλ
     - Όταν αυτό γίνεται μια φοράχωρίς συνέχεια, τότε το ρήμα γράφεται με .
Πχ.
  1. Ο καθηγητής μάς επιβάλλει να κρατούμε συνεχώς σημειώσεις.
  2. Έπρεπε να είχαν επιβάλει αυστηρότερες ποινές στους παραβάτες οδηγούς.
  3. Όσοι πάρετε μέρος στο μάθημα χορού θα καταβάλετε τα χρήματα για την εγγραφή τώρα, ενώ τα δίδακτρα θα τα καταβάλλετε κάθε τέλος του μήνα.
  4. Αύριο θα επιβάλουν απαγόρευση της κυκλοφορίας των Ι.Χ. αυτοκινήτων στο κέντρο της πόλης, γιατί κάνουν κάποια έργα οδοποιίας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία: 
Γ.Β.Παπαναστασίου, Εφαρμοσμένη Γραμματική της δημοτικής και Συνταντικό, τ.1&2, Αθήνα 2002
Ι.Αναγνωστοπούλου & Λ.Μπουσούνη-Γκέσουρα, Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; Μεταίχμιο 2006
Τα ρήματα της Ελληνικής γλώσσας, όπως ήδη έχουμε αναφέρει,  σχηματίζονται από δύο διαφορετικά θέματα:
  1. Το ενεστωτικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα έχει διάρκεια ή επαναλαμβάνεται (πχ γράφ→ έγραφ-α, θα γράφ-ω…)
  2. Το αοριστικό, με το οποίο δηλώνεται ότι η ενέργεια που περιγράφει το ρήμα δεν έχει διάρκεια και δεν επαναλαμβάνεται (πχ γραψ-→ έγραψ-α, θα γράψ-ω)
Σύχνά, όμως, τυχαίνει να συγχέουμε το ενεστωτικό με το αοριστικό θέμα.  Στη συγκεκριμένη ενότητα θα ασχοληθούμε με το ρήμα άγω. Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται σύνθετο με πολλές προθέσεις της δημοτικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Έτσι έχουμε τα ρήματα διάγω, εξάγω, παράγω, προάγω, συνάγω κ.α.
Έτσι, λοιπόν, έχοντας ως παράδειγμα το ρήμα παράγω:
από το ενεστωτικό θέμα –αγ- έχουμε:
- παράγω (ενεστώταςΠροσοχή: ο ενεστώτας είναι παράγω κι ΟΧΙ παραγάγω!!!
- παρήγα (παρατατικός: συνεχώς στο παρελθόν)
- θα παράγω (μέλλοντας εξακολουθητικός: συνεχώς στο μέλλον)
- να παράγω(υποτακτική ενεστώτα: συνεχώς)
από το αοριστικό θέμα –αγαγ- έχουμε:
- παρήγαγα (αόριστος: μια φορά στο παρελθόν)
- θα  παραγάγω (μέλλοντας στιγμιαίος: μια φορά στο μέλλον)
- να παραγάγω (υποτακτική αορίστου: μια φορά)
- έχω  παραγάγει
- είχα παραγάγει                                 συντελικοί
- θα/να έχω παραγάγει                           χρόνοι
- θα/ να είχα παραγάγει
Με λίγα λόγια, τα σύνθετα ρήματα του άγω σχηματίζουν τους  εξακολουθητικούς χρόνους από το θέμα – αγ- και τους στιγμιαίους και συντελεσμένους από το θέμα –αγαγ-.  Πρακτικά μπορούμε να θυμόμαστε ότι οι διπλασιασμένοι τύποι με το –αγαγ-  χρησιμοποιούνται για πράξη στιγμιαία, συνοπτική, μη επαναλαμβανόμενη («για μια φορά»). Αντιθέτως, οι αδιπλασίαστοι τύποι με το –αγ- χρησιμοποιούνται για πράξη συνεχή, συχνή, επαναλαμβανόμενη («για πολλές φορές»).
Προσοχή!!!
- Με τα έχω/ είχα/ θα έχω χρημοποιείται πάντα ο διπλασιασμένος τύπος –αγαγ- : έχω εισαγάγει, θα έχω παραγάγει,  είχα διεξαγάγει.
- Όταν δεν υπάρχει τίποτα μπροστά από το ρήμα χρησιμοποιείται πάντοτε ο τύπος- αγ-: εισάγει αυτοκίνητα, παράγουμε προΐόντα, διεξαγάγουμε ανάκριση. 
- Αγαγ- με επανάληψη, συνέχεια, διάρκεια δεν πάει.
Το ΣΩΣΤΟ  λοιπόν είναι:
έχω παραγάγει
και όχι
έχω παράγει ή έχω παράξει
είχα παραγάγει
και όχι
είχα παράγει ή είχα παράξει
θα/να έχω παραγάγει
και όχι
θα/να έχω παράγει ή θα/να έχω παράξει
θα/να είχα παραγάγει
και όχι
θα/να είχα παράγει ή θα/να είχα παράξει
Πχ.
  1. Ο τόπος μας παράγει λάδι.
  2. Ο εμπορικός διευθυντής φιλοδοξεί να εισάγει η εταιρεία κάθε χρόνο από την Αγγλία πολυτελή υφάσματα.
  3. Η αντιπροσωπία θα εισαγάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία μόνο φέτος.
  4. Το Πολυτεχνείο ανέλαβε φέτος να διεξαγάγει μία έρευνα  για το περιβάλλον.
  5. Το Υπουργείο ζήτησε από το Πολυτεχνείο να διεξάγει συνεχείς έρευνες  για το περιβάλλον, που θα χρηματοδοτεί το ίδιο.
  6. Ας σημειωθεί ότι το Πολυτεχνείο έχει ήδη διεξαγάγει μια τέτοια μεγάλη έρευνα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία: 
Γ.Β.Παπαναστασίου, Εφαρμοσμένη Γραμματική της δημοτικής και Συνταντικό, τ.2, Αθήνα 2002, σελ.80
Ι.Αναγνωστοπούλου & Λ.Μπουσούνη-Γκέσουρα, Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; Μεταίχμιο 2006, σελ.178-179
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, σελ.64
Οι δύο αυτές λέξεις διαφέρουν στους προσεκτικούς χρήστες της ελληνικής γλώσσας.  Πολλοί νομίζουν ότι εκεί που η καθαρεύουσα χρησιμοποιούσε το ως, η δημοτική χρησιμοποιεί το σαν. Αυτό, όμως, είναι λάθος. 
Το ως δηλώνει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που ο ομιλητής πιστεύει ότι αληθεύει.
Π.χ.
- Μίλησε για το θέμα ως ειδικός περιβαλλοντολόγος. (Είναι ειδικός περιβαλλοντολόγος)
- Ο κ. Κ. υπηρετεί στο γυμνάσιο ως καθηγητής. (Είναι καθηγητής)
- Τον προσέλαβαν ως σύμβουλο του Υπουργού.
Το σαν, αντιθέτως, χρησιμεύει για παρομοίωση ή ιδιότητα που ο ομιλητής θεωρεί ή εμφανίζει ως ψευδή ή αναληθή.
Π.χ.
-          Τρώει σαν λύκος. (Δεν είναι όμως)
-          Τρέχει σαν ραλίστας. (Δεν είναι ραλίστας)
-          Ο σκύλος μάς καταλαβαίνει σαν άνθρωπος. (Δεν είναι όμως άνθρωπος)
Ας δούμε ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε και τη διαφορά:
-          Αν πούμε για κάποιον ότι «Μιλάει σαν ειδικός» σημαίνει ότι κάνει τον ειδικό, ενώ δεν είναι.
-          Αντιθέτως αν πούμε για κάποιον «Μιλάει ως ειδικός» σημαίνει ότι είναι ειδικός επί του συγκεκριμένου θέματος.
Για να αποφεύγονται, λοιπόν, οι παρανοήσεις, καλό είναι να τηρείται η σημασιολογική διάκριση στη γλώσσα, η οποία επιτυγχάνεται αντιστοίχως από τη χρήση του ως και του σαν.

  

Ενδεικτική βιβλιογραφία: 
Γ.Β.Παπαναστασίου, Εφαρμοσμένη Γραμματική της δημοτικής και Συνταντικό, τ.2, Αθήνα 2002, σελ.80
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998, σελ. 2029

Χρήσιμοι Σύνδεσμοι