Μύθοι του Αισώπου : Το Λιοντάρι και ο Λαγός
Ένα λιοντάρι είδε ένα λαγό αποκοιμισμένο κι ετοιμαζόταν να τον φάει, όταν από την άλλη είδε να περνάει τρέχοντας ένα ελάφι. Παράτησε, λοιπόν, το λαγό κι έτρεξε πίσω από το ελάφι έκανε όμως πολύ φασαρία που ο λαγός ξύπνησε κι όπου φύγει φύγει!
Μετά από μεγάλο κυνηγητό, το λιοντάρι κατάλαβε πως πια δεν είχε ελπίδα να προφτάσει το ελάφι. Γύρισε τότε στο σημείο που είχε δει το λαγό, για να διαπιστώσει πως κι αυτός είχε γίνει άφαντος.
«Καλά να πάθω», είπε το λιοντάρι. «Άφησα το σίγουρο φαγάκι που ήταν κάτω από τη μύτη μου, ελπίζοντας πως θα έπιανα κάτι μεγαλύτερο».
Λέων περιτυχών λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρων δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.