Αρχιτεκτονική



Ο ναός της Αγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη είναι τό αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής καί ταυτόχρονα ένα από εκείνα τά μνημεία, όπου οι χριστιανοί της εποχής εκείνης, σύμφωνα μέ τόν Προκόπιο, πίστευαν ότι "ο ναός αυτός δέν είναι έργο ανθρώπινης προσπάθειας ή τεχνικής, αλλά της επενέργειας του Θεού". Οταν τό 532 ο Ιουστινιανός έλαβε τήν απόφαση νά κτίσει τό ναό, ήταν αποφασισμένος όπως ο νέος ναός υπερβή όλους τούς άλλους σέ λαμπρότητα. Μία εγκύκλιος απεστάλη σ'όλους τόυς κυβερνήτες των επαρχιών νά στείλουν στήν πρωτεύουσα τά ωραιότερα μάρμαρα από τά πιό φημισμένα λατομεία της αυτοκρατορίας, καί τά πιό πολύτιμα υλικά όπως ήταν χρυσός, άργυρος ελεφαντοστό καί άλλους πολύτιμους λίθους. Δύο Ελληνες Μικρασιάτες, ο Ανθέμιος από τίς Τράλλεις (Αϊδινί) καί ο Ισίδωρος από τή Μίλητο ανέλαβαν τήν πραγματοποίηση του κολοσσιαίου έργου τό οποίο εγκαινιάστηκε στίς 27 Δεκεμβρίου 537, μόλις 5 έτη από τήν ημέρα πού ερίφθη ο πρώτος λίθος. Όταν ο αυτοκράτορας εισήλθε στό εσωτερικό του ναού ανεφώνησε τό περίφημο "Νενίκηκά σε Σολομών".

Όταν κανείς εισέρχεται στό ναό μένει έκθαμπος από τή μεγαλοπρέπεια καί ατενίζει τόν ύψους 55 μέτρων τεράστιο θόλο, πλάτους 31 μέτρων, πού στηρίζεται σέ τέσσερεις μεγάλες αψίδες, οι οποίες πάλι βαστάζονται από τέσσερεις ογκώδεις κίονες. Η Αγία Σοφία είναι ο τύπος της θολωτής βασιλικής, γνωστός στήν Μικρά Ασία από τόν 5ο αιώνα. Η διακόσμηση πού εκάλυπτε τό εσωτερικό του ναού ήταν ίσης σπουδαιότητας μέ τήν αρχιτεκτονική του. Υψηλοί κίονες από πορφύρα, λευκό καί πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι μέ μαρμάρινα κιονόκρανα ήταν διακοσμημένοι μέ γραμμές χρώματος μπλέ ή χρυσαφί. Οι τοίχοι εκαλύπτοντο μέ μάρμαρα πολύχρωμα, ζωγραφισμένα από τούς πιό επιδέξιους ζωγράφους, καί από ψηφιδωτά πού έλαμπαν μέσα στό βαθύ μπλέ ή αργυρό φόντο. Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό καί έλαμπε διακοσμημένη μέ σπάνια κοσμήματα καί σμάλτο, ενώ τό Ιερό ήταν στολισμένο μέ μεταξωτά καί χρυσά κεντήματα. Procopius Ο τεράστιος πολυέλαιος μέ τά χιλιάδες κεριά φώτιζε τό ναό, ο οποίος φωτιζόταν καί στό εξωτερικό του κατά τή διάρκεια της νύκτας καί έκανε τήν εκκλησία νά λάμπη μέ πύρινη λαμπρότητα καί νά αναγγέλλη στούς ναυτικούς από μακριά τή δόξα της αυτοκρατορίας καί τό τέλος του ταξιδιού τους.

Αλλά η Αγιά-Σοφιά δέν είναι οπωσδήποτε η μόνη δημιουργία του χρυσού αιώνα της βυζαντινής τέχνης. Κατά τήν ίδια περίοδο μέ απαράμιλλο επιδεξιότητα έγινε χρήση κάθε τύπου αρχιτεκτονικής κατασκευής: η ελληνιστική βασιλική στή Ραβέννα του Αγίου Απολλιναρίου (545), οι τρουλλωτές εκκλησίες του Αγίου Σεργίου καί Βάκχου (537) στήν Κωνσταντινούπολη, του Αγίου Βιταλίου (547) στή Ραβέννα, η τρουλλωτή βασιλική της Αγίας Ειρήνης (532) στήν Κωνσταντινούπολη, η μετά πέντε τρούλλων σταυρωτή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (545), η οποία δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από τούς Τούρκους τό 1453. Παρατηρούμε σέ πολλά κτίσματα τό σχέδιο του ελληνικού σταυρού νά γίνεται σύντομα ο κλασσικός τύπος των βυζαντινών εκκλησιών. Τήν ίδια εφευρετική δύναμη, τήν ίδια επιδεξιότητα στή λύση πολύπλοκων προβλημάτων καί τήν ίδια ενεργητικότητα τήν συναντούμε καί στά περίφημα υδραγωγεία της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους τά οποία ικανοποιούσαν τίς ανάγκες μέχρι καί ενός εκατομμυρίου ανθρώπων. Δυστυχώς σέ πολλά από τά μεγάλα έργα δέν απομένει τίποτε παρά μόνο η μνήμη τους. Η Αγία Σοφία γυμνώθηκε από τούς Λατίνους από κάθε πολύτιμο πού διέθετε, τό 1204, ενώ τό 1453 μετατράπηκε σέ τζαμί καί οι κατακτητές κάλυψαν όλες τίς θαυμάσιες απεικονίσεις καί τά ψηφιδωτά.

Τό πλέον χαρακτηριστικό κτίσμα του 9ου αιώνος ήταν η "Νέα Εκκλησία", πού κτίστηκε στήν Κωνσταντινούπολη από τόν Βασίλειο Α΄ τό Μακεδόνα. Σέ αυτή τήν εκκλησία εισέρχονταν κανείς από ένα τεράστιο καί μεγαλόπρεπο άτριο, γιά νά συναντήσει στό εσωτερικό της ένα ισοσκελές σταυρό εγγεγραμένο σέ τετράγωνο. Είχε πέντε τρούλλους, από τούς οποίους ο ένας βρίσκονταν στό κέντρο καί οι άλλοι στίς τέσσαρες γωνίες του κτιρίου. Αυτός ο ρυθμός απέβη εξαιρετικά αγαπητός από τον 10ο αιώνα καί μετά. Τόν συναντούμε στό ναό της Παναγίας (κιλισσέ τζαμί), στόν Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, στό ναό της Θεοτόκου των Χαλκέων,Aghios Markos - Venetia στή Θεσσαλονίκη. Πρόσθετη λαμπρότητα επιτεύχθηκε μέ τή χρήση γυαλιστερών πήλινων αγγείων καί διακοσμημένων κεραμιδιών. Αν κανείς σήμερα επιθυμεί νά σχηματίσει μία ιδέα της μεγαλοπρέπειας του βυζαντινού ρυθμού κατά τό 10ο μέχρι 12ο αιώνα, θά πρέπει νά επισκεφθή τόν Άγιο Μάρκο στή Βενετία. Η βενετική βασιλική κτίσθηκε μέ πρότυπο τήν εκκλησία των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως, είναι διακοσμημένη μέ πολύχρωμα μάρμαρα, υπέροχα ψηφιδωτά ενώ στήν ατμόσφαιρα κυριαρχεί τό χρυσαφί καί τό ερυθροκύανο χρώμα. Οι Βενετοί θεωρούσαν τόν Άγιο Μάρκο σάν τή δόξα των ναών της Χριστιανοσύνης.


Σύμφωνα μέ τόν Charles Diehl, στόν οποίο στηριζόμαστε στήν περιγραφή μας, εκτός από τά θρησκευτικά μνημεία, η αρχιτεκτονική παρήγαγε τά δικά της αριστουργήματα στά οποία Palace of Porphyroghenetus διέμεναν οι εκάστοτε αυτοκράτορες. Δυστυχώς δέν απόμεινε τίποτε από τό δαιδαλώδες Μέγα Παλάτιον πού αποτελούνταν από δεκάδες διακοσμημένες οικοδομικές κατασκευές καί δέν είχε τίποτα νά ζηλέψει από τό Κρεμλίνο των τσάρων ή από τά παλάτια των σουλτάνων, αλλά ούτε απόμεινε τίποτε καί από τό ανάκτορο των Βλαχερνών στή βορειοδυτική πλευρά, ούτε από τό παλάτι του Βουκολέοντος, η λαμπρότητά τους όμως επιβεβαιώνεται πλήρως από τίς περιγραφές σύγχρονων συγγραφέων. Η ικανότητα των Ρωμηών αρχιτεκτόνων καί μηχανικών του Μεσαίωνα βέβαια φαίνεται σέ όλα τά μοναστήρια πού έχουν ακόμα διασωθεί καί απλώνονται από τήν Κάτω Ιταλία μέχρι τόν Εύξεινο Πόντο καί από τη Μακεδονία μέχρι τήν Κύπρο. Η ομορφιά των μοναστηριών του Αγίου Όρους συγκρίνεται μέ εκείνη της Παναγίας Σουμελά στήν Τραπεζούντα, ενώ η κατασκευή τους πάνω σέ απόκρημνους βράχους όπως είναι στά Μετέωρα ή δίπλα σέ γκρεμούς όπως είναι στήν Πελοπόννησο ή μέσα στούς βράχους όπως είναι στήν Καππαδοκία μάς αφήνει άφωνους γιά τήν φαντασία καί τό ταλέντο καί τήν καλαισθησία των μηχανικών καί των εργατών της μακρινής εκείνης εποχής.





H "Νέα Εκκλησία" έχει από καιρό καταστραφή. Δέν απομένει τίποτε από τά ψηφιδωτά της, στά οποία ο ακριβής τύπος του νέου συστήματος διακοσμήσεως φαίνεται ότι γιά πρώτη φορά έχει φθάσει στήν πλήρη του έκφραση. Αλλά έχουν διασωθεί ψηφιδωτά έξω από τήν Πρωτεύουσα, όπως στήν μονή του Οσίου Λουκά στή Βοιωτία καί στήν εκκλησία της Μονής Δαφνίου έξω από τήν Αθήνα, πού χρονολογούνται στόν 11ο αιώνα. Oι αρχιτέκτονες του 11ου αι. δημιούργησαν ένα νέο σύστημα στήριξης του τρούλου. Πρόκειται γιά τό οκταγωνικό σύστημα, μέ τό οποίο έγινε δυνατό νά καλυφθεί ο ναός µέ τόν τρούλο σέ όλο του τό πλάτος καί ο ενιαίος χώρος νά απλώνεται μπροστά στά τρία μέρη του ιερού. Οι φορείς του τρούλου απωθήθηκαν στούς γύρω τοίχους καί έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του χώρου καί η μετάβαση από τό οκτάγωνο στή χαμηλή κυκλική βάση του τρούλου έγινε μέ τέσσερα ημιχώνια. Το καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά είναι ασφαλώς τό τελειότερο κτίριο μίας σειράς εκκλησιών αυτού του τύπου, πού κατά σύμπτωση σώθηκαν στή Στερεά Ελλάδα καί τά νησιά, ενώ η καταγωγή του τύπου πρέπει να είναι από τήν Κωνσταντινούπολη. Τό Δαφνί, μικρότερο στίς διαστάσεις, έχει τήν εξωτερική όψη περισσότερο σύμφωνη μέ τήν ελληνική αγάπη στίς καθαρές γεωμετρικές φόρμες καί στήν άψογη τοιχοποιία μέ πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Άσχετα μέ τόν αρχιτεκτονικό τύπο, κοινά γνωρίσματα όλων των ναών της εποχής μεταξύ 9ου και 12ου αι. είναι οι σχετικά μικρές διαστάσεις, καί η αρκετά διαδεδομένη τάση γιά ψηλότερα κτίρια, όπως βλέπουμε π.χ. στήν Παναγία Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη, στο γκιουλ τζαμί και στο μπουντρούμ τζαμί στην Πόλη. Ακόμα, η πολυτέλεια της κατασκευής, πού συμβάδιζε με μία εκλεπτυσμένη αίσθηση των υλικών, προσέδιδε στούς σχετικά περιορισμένους εσωτερικούς χώρους τήν όψη πολύτιμων κομψοτεχνημάτων, καθώς τά πολύχρωμα μάρμαρα κάλυπταν τό πάτωμα, συχνά μέ ψιλοδουλεμένα ενθετικά μοτίβα, καί επένδυαν τούς τοίχους, ενώ τίς καμάρες καί τούς θόλους στόλιζαν λαμπρά ψηφιδωτά καί τά παράθυρα ζωγραφιστά υαλοστάσια (ναός Παντοκράτορος). Τό τέμπλο όχι μόνο είχε ψιλοδουλεμένα γλυπτά αλλά στολιζόταν, όταν ήταν δυνατόν, μέ εικόνες από σμάλτο επάνω σέ χρυσάφι.


Από τό 10ο αι. μέχρι τό 12ο αι. η Κωνσταντινούπολη φαινόταν σ'όλο τόν πολιτισμένο κόσμο ότι ήταν μία πόλη θαυμάτων, καί σύμφωνα μέ τόν Βιλλαρδουΐνο ήταν "η βασίλισσα των πόλεων". Στήν ομιχλώδη Σκανδιναβία των Βίκινγκς, στή χώρα των παγωμένων ρωσσικών ποταμιών, στά βενετικά χρηματιστήρια, στή χριστιανική Δύση και στή μουσουλμανική Ανατολή η φήμη της Πόλης ακτινοβολούσε όπως η λάμψη του χρυσού. Γιά κάθε δύσκολη κατασκευαστική εργασία ή γιά τόν εμπλουτισμό μίας εκκλησίας μέ ψηφιδωτά ή μέ χρυσή διακόσμηση, Ρώσσοι πρίγκηπες του Κιέβου, Βενετοί δόγες, ηγούμενοι του όρους Κασσίνο, έμποροι από τήν Αμάλφι κατέφευγαν στήν πόλη του Βοσπόρου πρός αναζήτηση αρχιτεκτόνων ή καλλιτεχνών. Μετά τόν 11ο αιώνα οι διαδοχικές φάσεις στήν πρόοδο της νέας τεχνοτροπίας εμφανίζονται σέ μία σειρά άλλων ναών, όπως είναι η Αγία Σοφία του Κιέβου (μέ τα ψηφιδωτά πού παρουσιάζουν τή ζωή της βυζαντινής αυλής) η Νέα Μονή της Χίου, η Αγία Σοφία στή Θεσσαλονίκη, η κατεστραμμένη πλέον εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στή Νίκαια καί άλλες. Αξίζει νά σημειωθεί πόσα ακόμη οφείλουν όλα αυτά τά έργα στήν αρχαία παράδοση. Μερικά, όπως εκείνα στό Δαφνί, σχεδόν είναι κλασσικά ως πρός τήν αίσθηση γιά τή γραμμή, τήν ευαισθησία στίς παραστάσεις καί τή λεπτή πλαστικότητά τους καί αποδεικνύουν ότι η επίδραση της αρχαιότητος, παρά τήν εξασθένησή της, εξακολουθούσε νά υφίσταται ως ζωντανή δύναμη στήν βυζαντινή τέχνη.


Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, τό 1261, επέφερε μία γενική πνευματική άνθηση καί μία τάση επιστροφής καί αναβίωσης παλαιότερων μορφών πού εκδηλώθηκε στήν αρχιτεκτονική μέ τήν επάνοδο σέ ξεχασμένους τύπους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβίωσε στήν Αγία Σοφία στή Μονεμβασία καί στούς Αγίους Θεοδώρους στόν Μυστρά καί στήν Παρηγορίτισσα στήν Άρτα. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανήλθε, μόνο που τώρα ήταν χαμηλός: τον βρίσκουμε στην Πόλη, στη Μονή του Λιβός, καθώς καί στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης: Άγιοι Απόστολοι, Αγία Αικατερίνη, Άγιος Νικόλαος Ορφανός κ.ά. Καί ο κάπως σπάνιος τύπος του Βροντοχίου, της μητρόπολης καί της Παντάνασσας στόν Μιστρά, καθώς καί του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου, συνδυασμένη μέ σταυροειδή με τρούλο στόν όροφο, θυμίζει έντονα την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινούπολης. Τόν 14ο αιώνα, λόγω της δυσάρεστης θέσης της Αυτοκρατορίας τά δαπανηρά υλικά όπως είναι ο χρυσός, ο άργυρος, τό ελεφαντοστό απουσιάζουν. Αντίθετα η τοιχογραφία διαδέχεται τά δαπανηρά ψηφιδωτά καί έτσι αυτή τήν περίοδο ακμάζει η βυζαντινή ζωγραφική. Οι αρετές των καλλιτεχνών συναντώνται στίς εκκλησίες του Μυστρά, της Σερβίας, της Μολδαβίας καί της Βουλγαρίας, ενώ οι θαυμάσιες τοιχογραφίες των ρωσσικών εκκλησιών του 14ου αιώνος αποδίδονται σέ ένα ζωγράφο γνωστό μέ τό όνομα Θεοφάνης ο Έλληνας. Meghiste Lavra - Mount Athos Στήν εποχή μετά τήν Άλωση της Κωνσταντινούπολης καί έως τον 19ο αι., σημαντικά κτίρια θρησκευτικά καί δημόσια ανεγέρθηκαν προπάντων στά μοναστήρια, στό Άγιον Όρος, στά Μετέωρα κ.α., σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις, τίς τεχνικές, αλλά καί τίς βασικές αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η Μακεδονική Ζωγραφική Σχολή κυριαρχούσε μέχρι τόν 16ο αιώνα καί διακόσμησε τίς εκκλησίες του Βατοπεδίου καί του Χιλανδαρίου, ενώ αργότερα η Κρητική Σχολή θριάμβευσε καί διακόσμησε τή Μεγίστη Λαύρα, τή Μονή Διονυσίου κ.α. Οι δύο σχολές αντιπροσωπεύθηκαν από δύο μεγάλους ζωγράφους, τόν Μαουήλ Πανσέληνο από τή Θεσσαλονίκη καί τό Θεοφάνη από τήν Κρήτη.

Ελληνική Αυτοκρατορία
[Εθνική Ιδεολογία] | [Ονομασία καί Ελληνικότητα] | [Βασίλειος Β' ο Μακεδόνας] | [Tό απόγειον της δόξας] | [Εκπαίδευση καί Μόρφωση] | [Η αρχή του τέλους του Μεσαιωνικού Ελληνισμού] | [Ρωμανός Δ΄ Διογένης] | [Οικονομική ζωή] | [Αρχιτεκτονική] | [Α' Σταυροφορία] | [Β' Σταυροφορία] | [Γ' Σταυροφορία] | [Ο τελευταίος αιώνας] | [Αλωσις] | [Σύνοψις της Ιστορίας του Βυζαντίου]


Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία
[Xαρακτηριστικά] | [Πολεμικά γεγονότα (15ος - 16ος αι.)] | [Πολεμικά γεγονότα (17ος - 18ος αι.)] | [Νέα Τουρκοκρατία-Λατινοκρατία (Παγκοσμιοποίηση 21ος αι.)]