Βασίλειος Β' ο Μακεδόνας
Όταν οι Ελληνες ανέκτησαν τήν Πόλη, από τούς Λατίνους, τό 1261, βρήκαν στό νεκροταφείο
πεταμένο, ένα σκελετό στόν οποίο οι Φράγκοι είχαν βάλει περιπεκτικά στό στόμα μία φλογέρα. Δίπλα στόν
σκελετό, ήταν παραβιασμένος καί συλλημένος ένας τάφος μέ μία επιγραφή πού έγραφε:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ.
Αυτός λοιπόν ήταν ο σκελετός του ανθρώπου, πού έμελλε νά δώσει στό Ελληνικό Μεσαιωνικό κράτος
τήν μεγαλύτερη δόξα πού γνώρισε ποτέ. Ηταν ο άνθρωπος πού πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή του μετώπου
μέχρι τά βαθιά του γεράματα, έσωσε τήν Μακεδονία από τούς Βούλγαρους εισβολείς, ήταν ο άνθρωπος
πού απώθησε τούς Αραβες καί τούς Αιγύπτιους από την Μικρά Ασία, καί τούς Σαρακηνούς
από τήν Καλαβρία. Ηταν εκείνος πού κυνήγησε αλύπητα τήν παντοδύναμη αριστοκρατία πρός όφελος των
ακτημόνων καί των αδυνάτων, ενώ παράλληλα γέμισε τά ταμεία του κράτους. Τό κράτος του ήταν καί
οικονονικά παντοδύναμο, μέ εξαγωγές ειδών πολλαπλάσιες από τίς εισαγωγές.
Αναφέρεται δέ, ότι ο φόρος πού πλήρωναν τά εμπορικά πλοία κατά τήν έξοδό τους από τά στενά του
Ελλησπόντου ήταν τετραπλάσιος, από τόν φόρο πού πλήρωναν κατά τήν είσοδό τους στά στενά.
Ο Βασίλειος
ο Μακεδόνας ηταν εκείνος πού
εκχριστιάνισε τούς Ρώσσους θέτοντας έτσι τά θεμέλια του πολιτισμού τους. Ηταν ο γιός της φόνισσας,
ένα βάρος πού τό κουβαλούσε σέ όλη του τή ζωή, πού τόν συγκράτησε από τήν πολυτέλεια, τήν χλιδή, τήν επίδειξη
καί τόν εμπόδισε νά εμπιστευτεί γυναίκα γιά σύντροφο στόν αυτοκρατορικό θρόνο.
Εζησε όλη του τήν ζωή σάν απλός στρατιώτης καί ετάφη χωρίς πομπές καί επισημότητες.
Τό ελληνικό κράτος μετά τόν θάνατό του Βουλγαροκτόνου, περιελάμβανε περιοχές πού κατοικούνταν από Ελληνες,
αρκετές χιλιετίες πρίν. Ανατολικά από τήν Σικελία του Αρχιμήδη, μέχρι δυτικά στόν Πόντο τού
Διογένη καί του Στράβωνα, καί στήν Καισάρεια του Μεγάλου Βασιλείου, καί βόρεια από τήν
Μακεδονία του Φιλίππου καί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέχρι τήν Κύπρο καί τήν Κρήτη του Μίνωος.
H Eλληνική γλώσσα, ακουγόταν όπως καί στήν αρχαιότητα, από τόν Δούναβη μέχρι τόν Ευφράτη,
καί από τήν Βάρη της Ιταλίας μέχρι τήν Χερσώνα της Κριμαίας.
Κατά τόν Schlumberger, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έγραψε χιλιάδες σελίδες γία τόν
Βασίλειο τόν Β' τόν Βουλγαροκτόνο:
"η βασιλεία του υπήρξε μακροτάτη καθ'όλην τήν ύπαρξιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καί μία
των πλέον μακροχρονίων της παγκοσμίου Ιστορίας. Μέ τόν θάνατό του εξέλιπεν η μεγαλυτέρα καί
ενδοξοτέρα φυσιογνωμία του μεσαιωνικού Ελληνισμού."
Mετά τόν αιφνίδιο θάνατο του άτεκνου
Ιωάννη Τσιμισκή,
ο θρόνος περιήλθε στούς δύο νόμιμους κληρονόμους της Μακεδονικής Δυναστείας,
Βασίλειο καί Κωνσταντίνο, οι οποίοι ήταν έφηβοι 18 καί 16 ετών αντιστοίχως. Ενώ ο Βασίλειος
υπήρξε άνθρωπος εγκρατής, καρτερικός, αυστηρός μέ αδάμαστη θέληση, σπάνια αίσθηση του καθήκοντος
καί εξαιρετικές ικανότητες, ο αδελφός του ήταν αδιάφορος γιά τά κοινά, ακόλαστος καί επιρρεπής
στίς διασκεδάσεις, στά κυνήγια καί στά συμπόσια. Στά πρώτα χρόνια της βασιλείας καί
συγκεκριμένα από τό 976 μέχρι τό 985, τήν διοίκηση ουσιαστικά τήν ασκούσε ο πρόεδρος της
Συγκλήτου, ο πολυμήχανος ευνούχος Βασίλειος. Τό έτος 985 ο νεαρός αυτοκράτορας απομάκρυνε
επιτέλους τόν παρακοιμώμενο Βασίλειο καί ανέλαβε καί ουσιαστικά τήν διοίκηση του
Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Πρόλαβε μάλιστα καί τήν συνομωσία πού ετοίμαζε ο παρακοιμώμενος,
δήμευσε τήν περιουσία του καί τόν περιόρισε σέ μοναστήρι όπου μετά από λίγο πέθανε.
Ο νεαρός αυτοκράτορας εκτός από τόν ικανότατο βασιλιά των Βουλγάρων, Σαμουήλ, είχε νά
αντιμετωπίσει τήν ανταρσία του "δυνατού" Βάρδα Σκληρού καί του στρατηγού
Βάρδα Φωκά οι οποίοι διεκδικούσαν ο καθένας γιά λογαριασμό του τόν θρόνο από τόν άπειρο
αυτοκράτορα ενώ ταυτόχρονα είχαν τήν υποστήριξη των μεγάλων γαιοκτημόνων της Μ. Ασίας καί
των αριστοκρατικών οικογενειών, πού απαριθμούσαν πολλούς ικανούς στρατιωτικούς.
Τά πρώτα χρόνια
της βασιλείας του Βασιλείου δέν μπορούσαν νά είναι χειρότερα. Οι Βούλγαροι υπό τόν αρχηγό τους
Σαμουήλ είχαν τόν πλήρη έλεγχο της Μακεδονίας ενώ μέ συχνές επιδρομές λεηλατούσαν καί τίς
περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς καί της Πελοποννήσου. Η Λάρισα πού κατελήφθη τό 986 ισοπεδώθηκε
καί ολόκληρος ο πληθυσμός της σκλαβώθηκε καί μεταφέρθηκε στήν Πρέσπα. Ας παρακολουθήσουμε τό
ποίημα του Ιωάννου του Γεωμέτρου πού περιγράφει
τίς συμφορές των ελληνικών θεμάτων από τούς βάρβαρους εισβολείς:
"Σκυθών (Βουλγάρων) μέν πλήθος διατρέχουσι τάς επαρχίας ταύτας απανταχού διασπειρόμενοι,
ωσεί ήσαν εν τη ιδία αυτών πατρίδι. Πρόρριζον δ'εκτέμνουσιν αυτής τήν ευγενή βλάστησιν ανδρών
ακάμπτων καί σιδηρών τήν φύσιν καί τό ξίφος θερίζει τάς γενεάς των νηπίων. Καί κρατούσι μέν
ταύτα εν ταίς αγκάλαις αυτών αι μητέρες, αλλ'εξαρπάζουσιν αυτά οι πολέμιοι διά των βελών
θανατούντες. Κόνις λεπτή νυν κείνται αι τό πρίν οχυρώταται πόλεις. Καί τά κτήνη νέμονται
σήμερον τό έδαφος, εν ώ άλλοτε άνθρωποι έζων. Ταύτα βλέπων οίμοι! πώς νύν θά παύσω δακρύων;
ούτω πυρπολούνται οι αγροί ημών καί αι πόλεις!"
Τό 986 ο αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης τέθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού καί αποφάσισε νά
κτυπήσει τόν εχθρό στήν πρωτεύουσά του τήν Τριαδίτσα (αρχαία Σαρδική, σημερινή Σόφια).
Αφησε τόν Λέοντα Μελισσηνό μέ φρουρά στήν Φιλιππούπολη, νά φυλάει τά νώτα του καί αφού διέσχισε
τήν κοιλάδα του Εβρου καί τά δύσβατα μονοπάτια της Ροδόπης έφτασε στήν Τριαδίτσα τήν οποία
πολιόρκησε ανεπιτυχώς. Κατά τήν υποχώρησή του παγιδεύτηκε από τούς Βούλγαρους σέ
μία βαθιά χαράδρα, καί στίς 16 Αυγούστου 986, ο Ελληνικός στρατός υπέστη πανωλεθρία. Ο ίδιος
ο Βασίλειος σώθηκε τήν τελευταία στιγμή, χάρις τήν βοήθεια των πιστών στρατηγών του
Νικηφόρου Ουρανού καί Νικήτα Χρυσολωρά.
Σημαντικό ρόλο στην αποτυχία της εκστρατείας έπαιξε και ο στρατηγός Κοντοστέφανος, ο οποίος
εξυπηρετώντας τούς σφετεριστές του θρόνου, τόν πληροφόρησε ψευδώς πώς ο Λέων Μελισσηνός είχε
εγκαταλήψει τήν θέση του στήν Φιλιππούπολη. Ο Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε γιά τήν προδοσία του,
αλλά τά θέματα της αυτοκρατορίας ήταν πάλι στό έλεος
του Σαμουήλ, ο οποίος διεύρυνε τά σύνορα του κράτους του από τό Αδριατικό Πέλαγος μέχρι τόν
Εύξεινο Πόντο. Αργότερα κατέλαβε καί τό ισχυρό κάστρο της Βέροιας.
|
|