ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΟΔΟΣ ΑΒΑΝΤΟΣ
«Το τέλος των ψευδαισθήσεών μας?.»
Κελεσίδης Γεώργιος*
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών ανέδειξαν τη βαθιά κρίση του πολιτικού πολιτισμού, των πολιτικών αρχών και αξιών της πόλης μας και απέδειξαν πως το ?φαίνεσθαι? δεν ταυτίζεται με το ?είναι?, πως ο στολισμός της νύχτας δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα της σκληρής καθημερινότητας των οικισμών της. Μετά τη νεροποντή, το ξημέρωμα απογύμνωσε τις ψευδαισθήσεις μας για μια «Πόλη των Χριστουγέννων» και εικόνες που προκαλούν θλίψη και οργή επανέφεραν στο προσκήνιο την υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης μιας κοινωνικής ομάδας, των Ρομά/Τσιγγάνων/Αθιγγάνων[i] της Οδού Άβαντος.
Τα γεγονότα πιστοποίησαν το έλλειμμα πολιτικού πολιτισμού, γιατί πολιτικός πολιτισμός σημαίνει προτεραιότητα στην αξία του ανθρώπου που είναι και το υποκείμενο της πολιτικής. Σημαίνει πολιτικό όραμα και δράσεις-παρεμβάσεις για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, την προστασία των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων και κυρίως των ομάδων που βρίσκονται «εκτός των τειχών». Σημαίνει πολιτικές που αποστρέφονται τα «υψωμένα τείχη», που εναντιώνονται στις διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν την πόλη σε δύο πραγματικότητες, σε μια κοινωνία της ασφάλειας και των ευκαιριών και σε μια κοινωνία της ανασφάλειας και του περιθωρίου των «Αθλίων της Πόλης».
Στην Οδό Άβαντος η πλειονότητα των κατοίκων είναι Ρομά/Τσιγγάνοι/Αθίγγανοι, είναι «ισότιμοι» συμπολίτες μας και θεωρούνται σημαντικός παράγοντας στον εκλογικό αγώνα των παρατάξεων-κινήσεων για τη διεκδίκηση του Δήμου, αλλά μέχρι εκεί. Όλα τελειώνουν με τις εκλογές. Μετά τις εκλογές καθίστανται ανύπαρκτοι, αόρατοι και ζουν αποκλεισμένοι στην αθέατη πλευρά της πόλης μας σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, ανέχειας και εξαθλίωσης. Βιώνουν τον πολιτικό πολιτισμό μιας πόλης που περιθωριοποιεί, θάβει και ξεχνά όσους έχει απορρίψει και αποβάλλει τα «απορρίμματα» της.
Οι παρεμβάσεις και τα διάφορα προγράμματα που υλοποιήθηκαν μέχρι σήμερα δεν οδήγησαν ούτε σε ενσωμάτωση, ούτε σε προσαρμογή και αρμονική συνύπαρξη, αλλά στην περιθωριοποίηση τους. Η απόρριψη παραμένει η κυρίαρχη στάση της ευρύτερης κοινωνίας. Αντιμετωπίζονται με σκληρότητα και ζουν σε ατμόσφαιρα μόνιμης ανασφάλειας. Η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται από τη φαντασία, ενώ η προκατάληψη και τα στερεότυπα συνεχίζουν να εμπνέουν και στη συνέχεια να δικαιολογούν στάσεις και συμπεριφορές.
Οι συνθήκες διαβίωσης τους είναι απαράδεκτες. Ζουν ομαδικά στα όρια της πόλης και σε φτωχές και άθλιες συνθήκες. Οι δυνατότητες απόκτησης «αυθαίρετης» κατοικίας (λόγω έλλειψης χώρου) ολοένα και λιγοστεύουν και αντιμετωπίζουν προβλήματα στέγης σ? ένα εξαθλιωμένο οικισμό στον οποίο παράλληλα με τα προβλήματα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, αποχέτευσης αυξάνονται καθημερινά και τα προβλήματα υγιεινής (παιδιά να ζουν μαζί με ποντίκια). Και οι τυχεροί ζουν στα σπίτια με τις λαμαρίνες, στα σπίτια του τίποτε, στα σπίτια που στεγάζουν φτώχεια, ανεργία και αθλιότητα και αντιμετωπίζουν δυσκολίες σ? ό,τι αφορά την απασχόληση, την εκπαίδευση και την πρόσβαση στις υπηρεσίες.
Ο τρόπος ανάπτυξης της πόλης και η ανυπαρξία περιβαλλοντικών παρεμβάσεων στην περιοχή και τον οικισμό, υποχρέωσε τμήματα δημοτών αυτής της πόλης να ζουν σε άθλιες συνθήκες και στην απομόνωση, γεγονός που νομοτελειακά οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό και στη δημιουργία γκέτο.
Σήμερα που η απόσταση από την «Πόλη του Φωτός» (Γαλλία), ως την «Πόλη των Χριστουγέννων» είναι πολύ μικρή, όταν θα ?ρθει η στιγμή που οι σκοτεινές πλευρές της πόλης και οι αόρατοι θα βγουν στην πλατεία και το γεγονός στα τηλεοπτικά παράθυρα, η πόλη και οι πολίτες δήθεν θα απορήσουν και θα νοιώσουν ντροπή. Όπως και πρόσφατα. Αλλά ξέρουμε, όλοι ξέρουμε πώς είναι οι συνθήκες εκεί, στην άκρη και εντός της πόλης? Το ξέρουμε χρόνια τώρα και πάντα θεωρούμε πως κάτι θα γίνει και αυτή η σκοτεινή πλευρά θα χαθεί από τη μνήμη μας. Όμως ο οικισμός της «οδού Άβαντος» είναι εκεί για να θυμίζει και τη δική μας «απάθεια» και έμμεση συνενοχή. Είναι μια ενοχλητική εικόνα στη μνήμη μας, είναι η πραγματικότητα που θέλουμε να ξεχάσουμε, που δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ό,τι υπάρχει, όμως πάντα είναι εκεί.
Η νεροποντή απογύμνωσε την πολιτική-κοινωνική αισθητική μας και απέδειξε περίτρανα πως τα φολκλόρ και οι μαγικές εικόνες των χρωμάτων είναι πολιτιστικά υποκατάστατα και υποκουλτούρα και έφερε με πολύ βίαιο τρόπο στο προσκήνιο και το έλλειμμα του πολιτικού πολιτισμού και αισθητικής μας.
Στην παρούσα συγκυρία, (προ των δημοτικών εκλογών), ευτυχώς, υπάρχει ακόμη η ελπίδα πως μπορεί να υπάρξουν συζητήσεις ουσίας για την ανάδειξη πολιτικών επίλυσης του μεγάλου ζητήματος: «Οδός Άβαντος το τέλος των ψευδαισθήσεών μας?.». Οι δημοτικές παρατάξεις και κινήσεις έχουν καιρό για να κατανοήσουν πως δεν τους λείπουν συνεργάτες-ψηφοσυλέκτες των ψήφων των «Αθλίων της Πόλης», αλλά πως έχουν έλλειμμα πολιτικής και οράματος για μια πόλη κοινωνικής συνοχής, για μια πόλη ανοιχτή, χωρίς τείχη, γκέτο και δίχως διαχωρισμούς.
Για να οικοδομηθεί μια πόλη ανοιχτή, προτεραιότητα δεν είναι μόνο το να βελτιώσουμε τις συνθήκες στον οικισμό, ή να χτίσουμε κάπου αλλού σπίτια, αλλά και το να χτίσουμε ένα όνειρο, να δώσουμε ελπίδα και προοπτική για το μέλλον των ανθρώπων που ζουν στον οικισμό, πρώτα-πρώτα στα εκατοντάδες παιδιά που σήμερα φοιτούν στα σχολεία μαζί με τα παιδιά μας. Να πιστέψουν και να πιστέψουμε και εμείς σ' ένα όνειρο που θα εμπνέει και θα εμπνέεται από το όραμα μιας ανοιχτής πόλης, πόλης, που νοιάζεται ισότιμα για όλους τους πολίτες και ιδιαίτερα για όλους αυτούς που ανήκουν στις ευαίσθητες και περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Ο οικισμός των Ρομά/Τσιγγάνων/Αθιγγάνων είναι η ντροπή της πόλης μας. Είναι δικιά μας ντροπή..
Η πραγματικότητα προσβάλλει και δεν τιμά την πόλη και τους δημότες της και για το λόγο αυτό καταδικάζουν τους εμπόρους των προσδοκιών τους, τους ψηφοσυλέκτες, αποστρέφονται αυτούς που πολιτεύονται δίχως όραμα, τη γκρίζα πραγματικότητα, τη μιζέρια και την παρακμή, τα πολιτιστικά υποκατάστατα και την υποκουλτούρα και αυτό οι δημοτικές παρατάξεις-κινήσεις και οι εκπρόσωποι τους ας το αντιληφθούν όσο είναι ακόμη καιρός.
Οι πολίτες καταδικάζουν τον πολιτικό πολιτισμό των δημοσίων σχέσεων και της ψηφοθηρίας, αποστρέφονται την πολιτική αισθητική και πρακτική της διαχείρισης και αξιώνουν πολιτική στο Δήμο που να μπορεί μας ξεπλύνει από «το όνειδος» και να μας απαλλάξει από «το άγος» ενός εξαθλιωμένου οικισμού γκέτο, των διακρίσεων, της απομόνωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού και να εξαλείψει το αίσχος της οδού Άβαντος με τη ριζική οικιστική αναβάθμιση αυτής της συνοικίας της Αλεξανδρούπολης.
*Ο Κελεσίδης Γιώργος είναι Προϊστάμενος Επιστημονικής-Παιδαγωγικής Καθοδήγησης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης-Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
[i] Οι πρώτες ομάδες Ρομά/Τσιγγάνων έφθασαν στην Ευρώπη από την Ανατολή το 14ο και 15ο αιώνα και αποδίδονται διάφορες ονομασίες, σχετικές με την υποτιθέμενη προέλευσή τους. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, αναφέρεται ως μια αίρεση (sect) από τη Μικρά Ασία, τα μέλη της οποίας είχαν φήμη μάντηδων και μάγων, ήταν για αιώνες γνωστή με την ονομασία «Αθίγγανοι» (άθικτοι, ανέγγικτοι). Σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουγγαρία «Tsigan», «Cigain» και αργότερα «Tsiganes» στη Γαλλία, «Zigeuner» στη Γερμανία, «Zingari» στην Ιταλία, «Ciganos» στην Πορτογαλία, κτλ.) και σ? άλλες Ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται η επωνυμία (Αιγύπτιοι) ένας ακόμη όρος που καθιερώθηκε με διάφορες παραλλαγές, όπως «Gypsies» στα Αγγλικά και «Gitanos» στα Ισπανικά.
Ο όρος (Τσιγγάνοι) δεν θεωρείται γενικά υποτιμητικός, αν και εμπεριέχει κάποιες αρνητικές αποχρώσεις, όπως, για παράδειγμα, στη Γερμανία, λόγω του στίγματος που έφεραν οι αποκαλούμενοι «Zigeuner» κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής περιόδου. Παρ? όλα αυτά, από τη στιγμή που οι κοινότητες στις οποίες αναφέρονται οι ονομασίες αυτές δεν διαθέτουν ένα συλλογικό όρο για να αυτοαποκαλούνται ενώ χρησιμοποιούν τους όρους αυτούς σε πολιτικό πλαίσιο (πχ. «Tsiganes» στα γαλλικά, «Gypsies» στα Αγγλικά κτλ.), αποτελούν αποδεκτές επιλογές, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη.
Όσο για την ονομασία «Ρομ ή Ρομά,» αν και δεν καλύπτει όλες τις ενδιαφερόμενες ομάδες, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στον πολιτικό χώρο και έχει το πλεονέκτημα της σαφούς αποστασιοποίησης από όρους που έχουν επιβληθεί εξωγενώς. Επιπλέον, πέραν του ότι έτσι αυτοπροσδιορίζεται ένας σημαντικός αριθμός των ομάδων αυτών, η ονομασία αυτή ανταποκρίνεται καλύτερα στην κοινωνικοπολιτιστική πραγματικότητα και την πολιτική βούληση των ομάδων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες αποτελούν το 70% του πληθυσμού που αποκαλούνται στην Ευρώπη Τσιγγάνοι. Πηγή: Έκθεση με τίτλο Ρομά/Τσιγγάνοι: Μια Ευρωπαϊκή Μειονότητα, JEAN-PIERRE LIEGEOIS και NICOLAE GHEORGHE.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ