Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Μαρτίου 2024, τῆς Ὀρθοδοξίας (Ἑβρ. ια΄ 24-26, 32-40)
Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
«Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ»
Ἕνας ὑπέροχος ὕμνος τῆς πίστεως εἶναι τὸ ἑνδέκατο (ια΄) κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς, στὸ ὁποῖο ἀνήκει ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Μᾶς ἐξιστορεῖ τὰ κατορθώματα τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ τονίσει ὅτι ὅλα τὰ πέτυχαν μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως. Ἂς θαυμάσουμε λοιπὸν στὴ συνέχεια τὴ δύναμη τῆς πίστεως κι ἂς δοῦμε συγκεκριμένα ὅτι ἡ πίστη μᾶς ἐνισχύει στὸ νὰ ἀποστρεφόμαστε τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου, νὰ ὑπομένουμε τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς καὶ νὰ περιφρονοῦμε τὸν θάνατο.
1. Ἀπάρνηση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπολαύσεων
Ἡ πίστη φανερώνει τὴν ἀληθινὴ ἀξία τῶν πραγμάτων. Μᾶς προτρέπει νὰ ἀπαρνούμαστε τὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις, τὸν φθαρτὸ πλοῦτο, τὴ μάταιη δόξα καὶ τὴν ἀνηθικότητα, σὰν ὄνειρα καὶ σκιές. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα» (νεκρώσιμη ἀκολουθία). Ὅλα αὐτὰ εἶναι πρόσκαιρα, παροδικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν ἀξία. Μάλιστα βλάπτουν, ζημιώνουν τὴν ψυχή, αἰχμαλωτίζουν τὸν ἄνθρωπο. Καταντᾶ ἕρμαιο τῶν ἐνστίκτων του, ἀδιάφορος γιὰ τὸν αἰώνιο προορισμό του, γιὰ τὴν οὐράνια κληρονομιὰ ποὺ τοῦ ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος καὶ τὴν ὁποία τελικὰ στερεῖται.
Ἡ πίστη ἀντίθετα ἐμπνέει τὸν πόθο τῶν οὐράνιων ἀγαθῶν. Χάρη σὲ αὐτὴν ὁ Μωυσῆς, ποὺ ἦταν πρίγκιπας στὴν αὐλὴ τοῦ Φαραώ, ἀρνήθηκε τὰ μεγαλεῖα καὶ τὶς τιμὲς ποὺ τοῦ ἐπιφύλασσε τὸ μέλλον καὶ προτίμησε νὰ περιφρονεῖται καὶ νὰ διώκεται ὡς Ἑβραῖος, «μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»: θεωρώντας καλύτερο νὰ κακοπαθεῖ μὲ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχει τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις τῆς ἁμαρτίας.
Χάρη στὴν πίστη βρίσκουμε τὴ δύναμη νὰ νικήσουμε τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου. «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. ε΄ 4): Αὐτὴ εἶναι ἡ νίκη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο, ἡ πίστη μας. Αὐτὴ εἶναι τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει στὸν κόσμο.
2. Ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες
Ἡ πίστη ἐπιπλέον μᾶς χαρίζει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένουμε τὶς δοκιμασίες τῆς παρούσας ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πίστη, τὰ χάνει στὶς δυσκολίες, ἀπελπίζεται, μέχρι ποὺ ναυαγεῖ· φθάνει δὲ κάποτε στὸ νὰ δίνει τέλος στὴ ζωή του. Ἀγνοεῖ ὅτι οἱ δοκιμασίες τὸν ἁγιάζουν, τοῦ ἑτοιμάζουν ἀμάραντο στεφάνι στὸν οὐρανό.
Ὁ πιστὸς ἀντίθετα ἀποβλέπει στὰ οὐράνια βραβεῖα, στὴν αἰώνια χαρὰ καὶ ἀνάπαυση ποὺ τὸν περιμένει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπομένει ὅπως ὁ δίκαιος Ἰώβ, ὁ πρωταθλητὴς τῆς ὑπομονῆς, ὅπως ὁ φτωχὸς Λάζαρος τῆς παραβολῆς, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πάντες, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι». Ὑπομένει χωρὶς γκρίνια καὶ γογγυσμό, διότι «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 18), ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γνωρίζει καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἄξια τὰ ὅσα ὑποφέρουμε στὴν ἐπίγεια ζωή, σὲ σύγκριση μὲ τὴ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς δοθεῖ στὴ μέλλουσα. Ἡ πίστη εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ὑπομονῆς μας.
3. Περιφρόνηση τοῦ θανάτου
Αὐτή, τέλος, φυγαδεύει τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ ἄπιστος τρέμει ἀκόμη καὶ στὴ σκέψη του. Κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγει, διότι δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο. Θεωρεῖ ὅτι στὸν τάφο τελειώνουν ὅλα, κι αὐτὸ τὸν συντρίβει.
Ὁ πιστὸς ὅμως δὲν δειλιάζει μπροστὰ στὸν θάνατο. Γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ πύλη τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Προτιμᾶ κάποτε τὸν θάνατο. Μυριάδες εἶναι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ προτίμησαν νὰ πεθάνουν, «οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν»: Δὲν θέλησαν νὰ γλυτώσουν τὴ ζωή τους, διότι προσδοκοῦσαν νὰ ἀναστηθοῦν σὲ μιὰ ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ αὐτήν. Ὁ πιστὸς φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατο, νὰ τὸν περιμένει, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ ἐπιθυμοῦσε «ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. α΄ 23). Προσδοκοῦσε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ γιὰ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό. Ἡ πίστη ἑπομένως μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ νικήσουμε τὸν φοβερὸ δυνάστη τῶν ἀνθρώπων, τὸν θάνατο, καὶ τρισμακάριοι νὰ εἰσέλθουμε στὴν αἰώνια ζωή.
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα. Ἑορτάζουμε τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας μας κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων καὶ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων κατὰ πρῶτο λόγο καὶ ταυτόχρονα τὴ διασφάλιση τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀπὸ αὐτήν. Ἡμέρα λαμπρή, πανηγυρική, χαρμόσυνη. Ἡμέρα ποὺ διαλαλεῖ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὴν ἀκατάβλητη δύναμη καὶ τὸν θρίαμβο τῆς πίστεως, καθὼς ὅλη ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στὴν ἱστορία εἶναι ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα τῆς πίστεως. Αὐτὴ ἡ πίστη ἂς θριαμβεύει καὶ στὴ δική μας ζωή· ἂς εἶναι τὸ καύχημά μας. Ἀπὸ αὐτὴν ἂς ἀντλοῦμε δύναμη, ὥστε νὰ περιφρονοῦμε τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου, νὰ ὑπομένουμε τὶς θλίψεις καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα τὸν θάνατο.