Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Μαΐου 2024, Κυριακή τῶν Μυροφόρων (Πράξ. ς΄ 1-7)

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις πληθυνόντων τῶν μαθη­τῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει.

 ΧΩΡΙΣ ΓΟΓΓΥΣΜΟ

«Ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους»

Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή, ἂν λέγαμε ὅτι ἡ ἰδανικὴ ἀνθρώπινη κοινωνία ἦταν ἡ κοινωνία τῶν Χριστιανῶν τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Θεμέλιό της εἶχε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ ἀπὸ αὐτὴν πήγαζε ἡ κοινοκτημοσύνη. Ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἦταν κοινὰ γιὰ ὅλους. Ἔμοιαζε τότε ἡ Ἐκκλησία σὰν μιὰ μεγάλη οἰκογένεια· ἦταν ἕνα σῶμα μὲ κεφαλὴ ἁγία τὸν Χριστό.

Δὲν ἔπαυε ὅμως νὰ εἶναι κοινωνία ἀνθρώπινη. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχαν κι αὐτοὶ τὶς ἀδυναμίες τους. Συνέβη λοιπὸν κάποτε μία παρεξήγηση. Οἱ Ἑλληνιστές, δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ κατάγον­ταν ἀπὸ χῶρες ἐκτὸς τῆς Παλαιστίνης καὶ εἶχαν ὡς μητρικὴ γλώσσα τὴν Ἑλληνική, ἀγανάκτησαν καὶ παραπονέθηκαν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Παλαιστίνης τοὺς παραγκώνιζαν στὴ διανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γόγγυσαν, καθὼς ἔνιωθαν ἀδικημένοι. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς δίνει μιὰ καλὴ ἀφορμὴ νὰ δοῦμε τί ἐπιπτώσεις ἔχει ὁ γογγυσμὸς καὶ πῶς θὰ τὸν ἀποφύγουμε.

1. Τραῦμα στὸ σῶμα

Πρέπει βέβαια ἐξαρχῆς νὰ ποῦμε ὅτι στὴν προκείμενη περίπτωση τὰ παράπονα τῶν Ἑλληνι­στῶν δὲν ἦταν ἀβάσιμα. Εἶχαν ἀδικηθεῖ κάπως στὴ διανομή, ἡ δὲ ἀδικία αὐτὴ δὲν εἶχε γίνει μία μόνο φορά, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ θείου Ἀποστόλου. Ἡ ζημιὰ ὅμως ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸν γογγυσμό τους ἦταν πολύ μεγαλύτερη. Διότι ἔτσι προῆλθε τὸ πρῶτο τραῦμα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὸ προκαλεῖ ὁ γογγυσμός· τραυματίζει τὴ σχέση μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἡ γκρίνια καὶ ἡ μεμψιμοιρία δημιουργοῦν ρῆγμα στὴν ἑνότητά μας, τὸ ὁποῖο κάποτε μπορεῖ νὰ εἶναι βαθύ. Φυγαδεύεται τελικὰ ἡ ἀγάπη. Παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται μέλος ἑνὸς συνόλου, ἑνὸς σώματος. Ἀντιμετωπίζει τὸν ἑαυτό του ὡς ἄτομο. Ὑπερασπίζεται τὰ δικαιώματά του, περιχαρακώνει τὰ συμφέροντά του, δημιουργεῖ ἀποστάσεις ἀπὸ πιθανοὺς ἐπιβούλους του, σκληραίνει ἡ καρδιά του καὶ μένει τελικὰ μόνος.

Τέτοια ρήγματα συμβαίνουν συχνὰ στὴν οἰκογένεια, ὅταν π.χ. γογγύζουν οἱ σύζυγοι καὶ ἀκολουθοῦν συγκρούσεις ἢ ὅταν παραπονοῦνται τὰ ἀδέλφια γιὰ κληρονομι­κὰ ζητήματα. Ἄλλοτε συμβαίνουν μεταξὺ συναδέλφων, ὅταν παρουσιάζεται κάποια ἀδικία στὴν ἐργασία, ἤ μεταξὺ φίλων, ἀκόμη καὶ μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἴδαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Ἀφορμὲς πάντα θὰ ὑπάρχουν κι ὄχι μόνο ἀβάσιμες, ἀλλὰ καὶ πραγματικές. Ἄλλωσ­τε κάθε κοινωνικὸ σύνολο, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀγγέλους, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀπογόνους τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Πῶς λοιπὸν θὰ ἀποφύγουμε τὸν γογγυσμὸ καὶ τὶς ἐπιπτώσεις του;

2. Ἡ καταπολέμηση τοῦ γογγυσμοῦ

Εἶναι ἀπαραίτητο, κάθε φορὰ ποὺ νιώθουμε ἀδικημένοι, νὰ ἐξετάζουμε ἀντικειμενικὰ ἂν εἶναι βάσιμη ἡ δυσαρέσκειά μας. Διότι ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας συνήθως μᾶς παρουσιάζει πιὸ τραγικὰ τὰ γεγονότα. Ἀκόμη κι ἂν ἔχουμε δίκιο, πολὺ θὰ μᾶς ὠφελήσει ἡ θυσία τῶν δικαιωμάτων μας. Συνήθως τὰ θέλουμε ὅλα δικά μας. Νομίζουμε ὅτι ὅλα μᾶς ἀνήκουν καὶ γι᾿ αὐτὸ διαμαρτυρόμαστε, ὅταν παραγκωνίζονται τὰ συμφέροντά μας. Ἂν ὅμως σκεφτόμασταν πιὸ ταπεινὰ καὶ βάζαμε ὅλοι στὴν ἄκρη τὰ νομιζόμενα δικαιώματά μας, τότε θὰ ἀπολαμβάναμε πολὺ περισσότερα ἀγαθὰ καὶ κυρίως τὴ χαρὰ τῆς ἀγάπης. Τότε οἱ ἀποστάσεις θὰ χάνονταν, τὰ τείχη ποὺ μᾶς χωρίζουν θὰ ἔπεφταν, τὰ πικρὰ λόγια θὰ ἐξέλειπαν, διότι ὁ ἐγωισμὸς τελικὰ εἶναι ἡ αἰτία τῶν συμφορῶν στὴν ψυχή μας καὶ στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους.

Ἐπιπλέον εἶναι πολὺ εὐεργετικὴ ἡ εὐ­γνωμοσύνη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας, ἀ­κόμη καὶ γιὰ κάτι ἁπλὸ ποὺ μᾶς πρόσφεραν. Πο­λὺ δὲ περισσότερο εὐεργετικὴ εἶ­ναι ἡ εὐ­γνωμοσύνη πρὸς τὸν πανάγαθο Θεὸ γιὰ ὅσα δῶρα μας ἔχει χαρίσει καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς χαρίζει. Οἱ Ἰσραηλίτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη γόγγυσαν κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τοὺς εἶχε ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Φαραώ, ἐπειδὴ νοστάλγησαν τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρεμμύδια τῆς Αἰγύπτου! Αὐτὸ δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας. Εἶναι θλιβερὸ νὰ βλέπει κανεὶς ἀν­θρώπους ποὺ δὲν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τίποτε, καὶ νὰ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τους μόνο παράπονα, λόγια πικρὰ καὶ μία διαρκὴ δυσφορία. «Ὁ γογγύζων ἀχαριστεῖ τῷ Θεῷ· ὁ ἀχαριστῶν τῷ Θεῷ, ἄρα βλάσφημος» (ΕΠΕ 21, 574), ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ γογγύζει εἶναι ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἑπομένως εἶναι καὶ βλάσφημος.

Ἂς ἔχουμε λοιπὸν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη στὸν πανάγαθο Κύριο καὶ μάλιστα γιὰ ὅσα μᾶς ἐπιφυλάσσει στὴν οὐράνια Βασιλεία του. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Στὴ γῆ αὐτὴ εἴμαστε περαστικοί. Θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀδικίες καὶ περιφρονήσεις, ἂν καὶ μποροῦμε μὲ εὐγένεια νὰ ζητήσουμε τὴ διόρθωσή τους.

Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ἂς ὑψώνουμε τὸ βλέμμα μας στὸν Οὐρανό, ἐκεῖ ὅπου θὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν ἀπόλυτη πληρότητα, τὸν τέλειο χορτασμὸ ἀπὸ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Ἂς ἀφήνουμε λοιπὸν στὴν ἄκρη τὸν γογγυσμὸ κι ἂς ξεπερνοῦμε τὶς ἀνθρώπινες μικρότητες, ὥστε νὰ εἴμαστε πάντοτε ἑνωμένοι μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ νὰ χαιρόμαστε τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας.