Μετὰ τὸν συσσεισμό, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας

Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο ὡς πύρινη γλώσσα. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ παρουσία Του στὸν ἄνθρωπο αὐξάνεται φωτοβολώντας ὁλοένα καὶ πιὸ λαμπρά, ὡσότου καταυγάσει σὲ θαυμάσια καὶ τέλεια ἡμέρα (Παροιμ. 4,18). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ ἀναβλύζει «ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 4,14). Ὅσοι διψοῦν γι’ αὐτὸ θὰ πιοῦν μὲ εὐφροσύνη. Ἂν ὅμως δὲν μᾶς συνέχει πνευματικὴ δίψα, δὲν ἔχουμε μερίδιο σὲ Αὐτό. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ χρόνος ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, πρὶν φθάσει ἡ δική μας Πεντηκοστή, ἀποτελεῖ ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία, ὥστε νὰ διεγείρουμε μέσα μας τὴν εὐλογημένη αὐτὴ δίψα γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴ Σταύρωσή Του ὁ Κύριος ἀνήγγειλε ὅτι θὰ πήγαινε στὸν Πατέρα, ἀλλὰ δὲν θὰ ἄφηνε τοὺς μαθητὲς Του ὀρφανούς, δηλαδὴ ἀπαράκλητους. Ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ προσευχόταν στὸν Πατέρα νὰ τοὺς ἀποστείλει τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ σκήνωνε μέσα τους γιὰ πάντα (Ἰωάν. 14,16-18). Ὡστόσο ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ μεγάλοι καὶ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔμειναν ὀρφανοὶ ἐπὶ δέκα περίπου ἡμέρες, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Διδασκάλου τους ὡς τὴν Πεντηκοστή. Στὴ διάρκεια τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καθὼς καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, εἶχαν δεχθεῖ τὴν εὐγενῆ, τρυφερὴ καὶ γεμάτη χάρη περιποίησή Του. Εἶχαν κοσμηθεῖ μὲ πολλὰ χαρίσματα: ἀνάσταση νεκρῶν, ἐκδίωξη δαιμονίων, θεραπεία ἀσθενούντων καὶ ἐξουθενημένων (Ματθ. 10,8). Ἐντούτοις καὶ αὐτοὶ ἔμειναν ὀρφανοὶ γιὰ λίγο καιρό, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. 15,5). Ὁ πρῶτος Παράκλητος ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός· τοὺς εἶχε παρηγορήσει πάντοτε μὲ τὸν λόγο Του. Ἀλλὰ ἡ ἐμπειρία τῆς ἐγκαταλείψεως, τῆς πτωχεύσεως καὶ τῆς μοναξιᾶς ἦταν ἀναγκαία, ὥστε νὰ φουντώσει στὶς καρδιές τους ἡ δίψα γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ τῆς Πεντηκοστῆς.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τὴ μνήμη τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου στὸν προφήτη Μωυσῆ, ἐγχαραγμένου σὲ λίθο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ νόμος ἐκεῖνος δὲν θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος (Β΄ Κορ. 3,3-7), ἀφοῦ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τελειωθεῖ μὲ αὐτὸν (Ἑβρ. 7,19). Σκοπὸς του ἦταν νὰ προετοιμάσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε ὁ νόμος τοῦ πνεύματος θὰ ἐγχαρασσόταν στὶς πλάκες τῆς καρδιᾶς τους. Ἔτσι, ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δέκα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, συντελέσθηκε ἕνα ἀληθινὰ κοσμοϊστορικὸ γεγονός. Καθὼς οἱ μαθητὲς ἦσαν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζὶ ἀναμένοντας τὸν Κύριο μὲ πνευματικὴ δίψα, προσευχόμενοι καὶ τελώντας τὴν κλάση τοῦ ἄρτου, ὅπως Ἐκεῖνος τοὺς εἶχε παραγγείλει, τοὺς ἐπισκίασε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ὁ ἄλλος Παράκλητος. Εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε κατὰ τὴν κλάση τοῦ ἄρτου, τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἀπόστολοι τελοῦσαν τὴν Εὐχαριστία, σημεῖο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ φανερώνουν ὅτι τὴ στιγμὴ ἐκείνη γεννιόταν στὸν κόσμο ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Στὴν Παλαιά, ὅπως καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνοδεύεται ἀπὸ ὁρατὴ καὶ αἰσθητὴ ἐκδήλωση. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅπως περιγράφει τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε ὡς «πνοὴ βιαία». Μετὰ ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ καὶ ὁρμητικὸ αὐτὸν ἄνεμο, «διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρὸς» κάθισαν σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές, προδηλώνοντας τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους (Πράξ. 2,2). Τὰ σημεῖα αὐτὰ εἶχαν προτυπωθεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ προφήτης Ἠλίας, πληγωμένος ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε ἀποσυρθεῖ σὲ σπήλαιο καὶ θρηνοῦσε πικρὰ ἐνώπιόν του Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους, ὅπου τοῦ ἀποκάλυψε τὴν παρουσία Του. Πρῶτα φύσηξε ἰσχυρὸς ἄνεμος ποὺ συνέτριβε τὰ βράχια, ἔπειτα ἀκολούθησε συσσεισμὸς καὶ στὴ συνέχεια πῦρ· ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἀκόμη τὴν ἐμφάνισή Του. Τότε ἦλθε σὰν λεπτὴ αὔρα, ἡ γαλήνια, ἁπαλὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. 19,11-12).

Ὥστε τὴν παρουσία τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ προαναγγέλλει τὸ σημεῖο ποὺ προηγεῖται αὐτῆς· ὁρμητικὸς ἄνεμος, ἰσχυρὸς σεισμὸς καὶ φωτιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ προετοιμασθεῖ καὶ νὰ διασαφηνισθεῖ, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε σάρκες νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ταπεινὴ καὶ φωτεινὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὴν ἔλευσή Του, νὰ μεταποιηθοῦμε σὲ πνευματικὲς ὑπάρξεις.

Στὸ Εὐαγγέλιο ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου προπαρασκευάζεται συχνὰ μὲ «σκληροὺς λόγους». Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκαλοῦσε τὰ τέκνα τῶν Ἑβραίων «γεννήματα ἐχιδνῶν» (Λουκ. 3,7). Ἡ φράση αὐτὴ ἑρμηνευόταν ἀπὸ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἑξῆς: Μὲ τὸν βαρὺ αὐτὸ χαρακτηρισμὸ ὁ Τίμιος Πρόδρομος παρηγοροῦσε (Λουκ. 3,18) τὸν λαὸ μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ ποὺ τοῦ προξενοῦσε. Ἡ συντριβὴ ταπεινώνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ταπείνωση τὴν διευρύνει, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά.

Ὅλοι οἱ σκληροὶ λόγοι, τότε, μποροῦν νὰ ἐννοηθοῦν μέσω τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τὶς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με, εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;» (Β’ Κορ. 2,2) Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Ἀπόστολος φέρνει τὰ πνευματικά του τέκνα σὲ συντριβή, προκαλώντας μέσα τους τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ζωή τους δὲν εἶναι, ὅπως θὰ ὄφειλε. Τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, καί, μὲ τὴ βοήθειά της, στὴ Χάρη. Γιατί ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4,6·- Α΄ Πετρ. 5,5). Στὴ συνέχεια, ὅπως λέγεται στὴν πρώτη εὐχὴ τῆς χειροτονίας πρεσβυτέρου, ἀκολουθεῖ «ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα».

Στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἕνας σκληρὸς λόγος ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ «βιαία πνοή». Ἐκδιηγεῖται τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ προξενεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου βαθειὰ μεταμέλεια. Ἡ συντριβὴ αὐτὴ εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διαλύει τὸν ὄγκο τῆς ρυπαρότητας ποὺ σκεπάζει τὴν καρδιά. Συντρίβει τοὺς λίθους τῆς σκληρότητας τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ ἀνακαλύψει τὴ «βαθειὰ καρδιά» του. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὑποβάλλεται σὲ τέτοιες δοκιμασίες, ὑφίσταται τὸν ἀρχέγονο «συσσεισμό», ποὺ εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος, γιὰ νὰ τὸν διδάξει ὅτι μόνο ἕνα πράγμα τοῦ χρειάζεται: ἡ ἀνακάλυψη τῆς καρδιᾶς του.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε ὁρισμένους δικούς του σκληροὺς λόγους. Γιὰ παράδειγμα ἔλεγε: «Ἂν κάποιος δὲν ἔχει φθάσει τὸ μέτρο τῆς ὑποστατικῆς προσευχῆς –δηλαδὴ νὰ φέρει μέσα του ὅλο τὸν Ἀδὰμ καὶ νὰ προσάγει ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχὴ του ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου– τότε ἄς μὴν τολμᾶ νὰ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτὸ του χριστιανὸ χωρὶς φόβο καὶ ντροπή».

Τέτοιοι λόγοι ἔχουν τὴ δύναμη νὰ μᾶς σώσουν. Στόχος τους εἶναι νὰ μᾶς συγκλονίσουν. Ἡ χριστιανικὴ παράδοση τοῦ «συσσεισμοῦ» μᾶς βοηθεῖ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴ βαθειὰ καρδιά, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ δεχθοῦμε ἀληθινά τό χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος πάνω σέ κάθε σάρκα (Ἰωὴλ 2,28). Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἁπαλὴ ἐκείνη καὶ τόσο πολυτελῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καρδιά, στὴν ὁποία ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα Του. Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς ἀναφέρεται τὸ τρίτο παλαιοδιαθηκικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰεζεκ. 36,26). Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν εὐαίσθητη αὐτὴ καρδιὰ ἀποβαίνει ἱκανὴ νὰ κατεργάζεται τὴ σωτηρία μας καὶ νὰ προσκομίζει καινὴ ζωή, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο λόγιο, «πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ Ὄνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ἰωὴλ 3,5). Στὴν οὐσία προσπαθοῦμε νὰ ἐπωάσουμε τὴ «νέα ζωὴ» ποὺ φέρουμε στὸ στέρνο μας, νὰ θραύσουμε τὸ κέλυφος ποὺ περικλείει τὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ ἐκπηγάσει ἡ νέα αὐτὴ ζωή.

Ἂν μελετήσουμε προσεκτικά τά ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, θὰ διαπιστώσουμε τρία κυρίως θέματα: τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω σέ κάθε σάρκα, τὴν ἁγιαστικὴ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος, μὲ τὸ Ὁποῖο σωζόμαστε, καὶ τὸ χάρισμα τῆς καινῆς καρδιᾶς· τῆς εὐαίσθητης σάρκινης καρδιᾶς, ἀντὶ τῆς λίθινης, ποὺ εἶναι ἀνίκανη νὰ συλλάβει ὁτιδήποτε τὸ πνευματικό.

Στὸ πρῶτο ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖο ἐνέπνεε ἰδιαίτερα τὸν Γέροντα, διαβάζουμε ὅτι ὁ προφήτης Μωυσῆς κατάρτισε κατάλογο ἑβδομήντα ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο νὰ χρίσει μὲ τὸ Πνεῦμα τῆς προφητείας. Καὶ ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ λέει, «ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν» (Ἰεζεκ. 37,9). Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Ἐνεφύσησε στοὺς ἁγίους μαθητές Του καὶ εἶπε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. 20,22). Αὐτὸ ἦταν στὴν πραγματικότητα τὸ προοίμιο τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ προετοιμασία γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στὴ γῆ, τὴ μεγάλη καὶ ἐπιφανῆ ἐκείνη ἡμέρα τῶν γενεθλίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ προφήτης Ἰωὴλ ἐπίσης περιγράφει τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὡς τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα: «Καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» (Ἰωὴλ 3,1) καὶ «πᾶς, ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ Ὄνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ἰωὴλ 3,5).

Δὲν εἶναι βέβαιο ὡστόσο ὅτι θὰ σωθοῦν ὅλοι ὅσοι ἁπλῶς ἐπικαλοῦνται τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Σύμφωνα μὲ ἄλλο σκληρὸ λόγο Του, «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7,21), δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Καὶ ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἰσχωρήσει στὴν καρδιὰ ὡς κραταιὸς καὶ ὁρμητικὸς ἄνεμος, συντρίβοντας τὴ σκληρότητά της, ἐκεῖ στὴ βαθειὰ καρδιά, θὰ ἀπεικονίσει τὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μετουσιώσει καὶ θὰ καθάρει τὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ Ὄνομά Του ἀπὸ τὰ ἔγκατά της. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει ὅτι ὅταν ἡ ἐπίκληση προέρχεται ἀπὸ καθαρὴ καρδιὰ εἶναι σωτηριώδης (Β’ Τιμ. 2,22), γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προετοιμάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ μέσα τῆς συντριβῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ὁ μεγάλος πόθος τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ἅγιο Ὄνομά Του μὲ τρόπο εὐάρεστο σὲ Ἐκεῖνον καὶ συγχρόνως σωτήριο γιὰ μᾶς.

Ἃς ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ γῆ. Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ φερόταν πάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα (Γέν. 1,2), ὅπως ἡ κλώσσα ποὺ ἀπλώνοντας τὰ φτερὰ σκεπάζει τὰ αὐγά της, γιὰ νὰ ἐπωάσει καὶ νὰ φέρει στὸν κόσμο καινούργια ζωή. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπωάζει ὅλη τὴ δημιουργία, καὶ ἔτσι ἦλθε στὴν ὕπαρξη ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἀνάλογη διεργασία συντελεῖται καὶ στὴν καρδιά μας, ὅταν ἐπικαλούμαστε ἄοκνα τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Μὲ τὴν ἐργασία αὐτὴ ὁπλίζουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὸ χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ ἐπισκιάσει τὴν καρδιά, ὥστε νὰ ἐκπηγάσει καινὴ ζωή.

Πράγματι, αὐτὴ εἶναι ἡ νέα γέννηση ποὺ μᾶς προσφέρεται, χωρὶς τὴν ὁποία, ὅπως λέει ὁ Κύριος, δὲν μποροῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία Του (Ἰωάν. 3,5). Ἔτσι, ὅταν εὐχόμαστε ἀδιάλειπτα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσδοκοῦμε στὸ ὑπερῶο τῆς καρδιᾶς, ὅπως καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀπεκδέχονταν τὴν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου ποὺ τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος. Προσκαρτερώντας στὸ ὑπερῶο τῆς καρδιᾶς μας, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει κατ’ ἐπανάληψη τὸ στέρνο μας. Ἡ σκουριὰ τῆς συσσωρευμένης ἁμαρτίας ἀποκαθαίρεται, ὡσότου ἡ Χάρη ἐπωάσει τὴν καρδιὰ καὶ ἐκπηγάσει ἐκεῖ καινούργια ζωή.

Ὁ μέγας προφήτης Ἠσαΐας ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πόνος προηγεῖται τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πνεύματος τῆς σωτηρίας· ὅτι τὸ Πνεῦμα συλλαμβάνεται πρῶτα μέσα στὸν φόβο καὶ στὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς (Ἡσ. 13,8). Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μᾶς χρειάζεται συντριβή, μᾶς χρειάζεται φόβος, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πόνο. Ὅλα αὐτὰ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴ νέα ζωή, ὡσότου μιὰ ἔκρηξη, μιὰ βαθειὰ τομὴ διανοίξει τὴν καρδιά. Τότε πραγματοποιεῖται νέα γέννηση, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μεταρσιώνεται πνευματικά, παραδίδεται στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἂν ἐγκαρτερήσουμε στὸν πόνο καὶ τὴ συντριβή, ἡ καρδιά μας θὰ μεταμορφωθεῖ κάποια ἡμέρα σὲ φωτεινὸ κέντρο πνευματικῆς εὐαισθησίας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιβεβαιώνει ἐπίσης ὅτι ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀληθινὰ μετανοεῖ θὰ ἀνοίξει στὰ βάθη της τὴν ὁδὸ πρὸς τοὺς ἀλάλητους στεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος, καθὼς θὰ βοᾶ, «ἀββᾶ, ὁ Πατὴρ» (Γαλ. 4,6· Ρωμ. 8,21-26). Ἐπιπλέον θὰ ἐπισφραγισθεῖ ἡ υἱοθεσία μας ὡς ἐλεύθερων τέκνων τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ νόμου τοῦ Πνεύματος. Ἄρα, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑποφέρουμε μὲ καρτερία τὸν πόνο, τὴν «περιτομὴ τῆς καρδίας» (Ρωμ. 2,29). Ἄλλωστε αὐτὸ σημαίνει νὰ βαστάσουμε τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως τὸ θέτει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 6,17). Ἄς τὰ ὑπομείνουμε ὅλα ἀδιαμαρτύρητα, ὥσπου νὰ γεννηθεῖ μέσα μας τὸ Πνεῦμα τῆς σωτηρίας, καὶ ἡ ὀδύνη μας νὰ μετουσιωθεῖ στὴν ὁλοφώτεινη χάρη τῆς υἱοθεσίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ περιτομὴ τῆς καρδιᾶς εἶναι μεγάλη εὐλογία. Ξεκινᾶ μὲ τὴ βαθειὰ ἀλλοίωση ποὺ ἐνεργεῖται στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὸ Βάπτισμα, ὅταν ἐνδυόμαστε τὸν Χριστὸ καὶ τὰ στίγματά Του γίνονται δικά μας. Πρέπει ὅμως νὰ συνεχισθεῖ ἡ αὔξησή μας, ὡσότου νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε μέσα μας ποὺ νὰ ἀντιστέκεται στὴν παρουσία Του. Τότε θὰ φέρουμε τὴ σφραγίδα τοῦ λαοῦ Του, θὰ ἀνήκουμε στὸν νέο Ἰσραήλ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Βαστάζοντας μέσα μας τὸν ζωηφόρο θάνατό Του, μετέχουμε στὸν πλοῦτο τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅπως ἔχει περιτμηθεῖ ἡ καρδιά μας, ἔτσι ἔχουμε περιτμηθεῖ καὶ ὡς πρὸς τὴ σκέψη, τὸν λόγο καὶ ὅλα τά μέλη μας. Δὲν διαλογιζόμαστε πιὰ οὔτε ἐκφραζόμαστε ἀρνητικὰ γιὰ κανέναν, ἀλλὰ ὅλα ὅσα πράττουμε ἢ λέμε φέρουν μιὰ μερίδα ἀγάπης, μέχρι νὰ φθάσουμε στὸ πλήρωμα τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ ἀποβεῖ ἡ αἰώνια κληρονομιά μας.

Ὅπως ἀκριβῶς ἡ συνεχὴς ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ «ἐπωάζει» τὴν καινούργια ζωὴ τῆς καρδιᾶς καὶ ἀσφαλίζει τὴν περιτομή της, τὸ ἴδιο ἐπιτυγχάνεται καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Κάποιος στίχος ἀναζωπυρώνεται ξαφνικὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὴν προπαρασκευάσει γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν εἴμαστε ἐπιμελεῖς στὴ μελέτη μας, ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ μᾶς δίνει συγκεκριμένο λόγο ποὺ θὰ μετατρέπει τὸν σπινθήρα σὲ φλόγα, κάθε φορά ποὺ θὰ προσερχόμαστε στὴν προσευχή. Τόσο πιστὸς εἶναι ὁ Κύριος στὴ διαθήκη Του μαζί μας! Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἄπιστοι. «Εἰ ἀπιστοῦμεν, Ἐκεῖνος πιστὸς μένει· ἀρνήσασθαι Ἐαυτὸν οὐ δύναται» (Β΄ Τιμ. 2,13). Ἔχει ζωτικὴ σημασία γιὰ μᾶς νὰ ἐμμένουμε προσηλωμένοι στὸν λόγο Του.

Ὅπως σπεύδουμε στὸ τραπέζι τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ πάρουμε τὴ μερίδα τῆς τροφῆς μας, ἔτσι ἔχουμε χρέος νὰ ἀνταποκρινόμαστε στὴν ἀκατάπαυστη πρόσκληση τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ δική Του τράπεζα ποὺ εἶναι πλούσια μὲ τὴν τροφὴ τῶν λόγων Του. Ἂν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθά της πνευματικῆς αὐτῆς Τράπεζας καὶ νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ ἐνοικήσει μέσα μας μὲ ζωηφόρο δύναμη, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ Τοῦ ζητοῦμε τὸ χάρισμα ποὺ δώρισε στὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα στὸν δρόμο πρὸς Ἐμμαούς. Ἡ δωρεὰ αὐτὴ μᾶς προσφέρεται ὅταν μελετοῦμε τὶς Γραφές, γιατί αὐτὲς μᾶς διδάσκουν νὰ ἐντρυφοῦμε καθημερινὰ στὸν λόγο Του. Ἔτσι, μὲ τὸν καιρό, σύμφωνα μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ δική μας γλώσσα. Κάθε τόσο ἕνας ἀπὸ τοὺς στίχους ποὺ ἔχουν ἑλκύσει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας θὰ ζωοποιεῖ τὸ πνεῦμα μας. Θὰ ἐνεργεῖ ὡς εἴσοδος πρὸς τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Κύριος τόσο ἐπιποθεῖ γιὰ μᾶς (Ἰωάν. 10,10), καὶ θὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε ἀκριβῶς μὲ ἐκείνους τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς ποὺ μᾶς ἐνέπνευσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Σκιαγραφήσαμε διαδοχικά: τὶς προπαρασκευαστικὲς δοκιμασίες ποὺ ὑπομένουμε μὲ καρτερία, τὴν Πεντηκοστή τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Πεντηκοστή του λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο τελευταῖες συνίστανται στὴν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Ὀνόματός Του καὶ τοῦ λόγου Τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Ἀλλὰ ἐξίσου βιώνουμε τὴν Πεντηκοστὴ ὅταν κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς διαφυλάσσουν μέσα στοὺς ὅρους τῆς διαθήκης, τὴν ὁποία ἔχουμε συνάψει: Νὰ μὴ ζοῦμε πιὰ γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν Λυτρωτή μας, ὅπως λέμε σὲ κάποια ἀπὸ τὶς εὐχαριστήριες εὐχὲς μετὰ τὴ Θεία Μετάληψη.

Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, καγὼ ἐν αὐτῷ. Καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν Πατὴρ καγὼ ζῶ διὰ τὸν Πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κακεῖνος ζήσεται δι’ ἐμὲ» (Ἰωάν. 6,56-57). Σταδιακὰ συναισθανόμαστε ὅτι μὲ τὴ μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε στὴν καινοποιὸ ζωὴ τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. «Τὸ πνεῦμα ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν», λέει ὁ Κύριος (Ἰωάν. 6,63), καὶ μὲ τὸ ζωηφόρο αὐτὸ Πνεῦμα Του γεμίζει ὅλα ὅσα Τοῦ προσφέρουμε, γιὰ νὰ μᾶς τὰ ἐπιστρέψει ἀνακαινισμένα. Στὴ Λειτουργία ἀνταλλάσσεται ἡ δική μας πρόσκαιρη ζωὴ μὲ τὴ δική Του τὴν αἰώνια. Ἡ ἀνταλλαγὴ αὐτὴ εἶναι ἐπίσης ἡ Πεντηκοστή μας, στὴν ὁποία λαμβάνουμε Πνεῦμα ἐπουράνιο.

Οἱ φανερώσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς διδάσκουν ἀκόμη τὴ στάση ποὺ ὀφείλει νὰ τηρεῖ ἡ καρδιὰ γιὰ τὴν περιφρούρηση τοῦ δώρου τῆς Χάριτος. Ὅταν ὁ Κύριος ἀπονέμει στὸν ἄνθρωπο τὸ πολυτελὲς καὶ εὔθραυστο χάρισμα τοῦ ταπεινοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του, ἡ ὀρθὴ ἀνταπόκριση τοῦ εὐεργετημένου ἀνθρώπου εἶναι νὰ τὸ σφραγίσει καὶ νὰ τὸ ἀποθησαυρίζει μέσα στὴν καρδιά του. Ἂν προβεῖ σὲ ἐπίδειξη τοῦ δωρήματός του ὑποκινούμενος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ὄχι μόνο θὰ τὸ χάσει, ἀλλὰ θὰ προκαλέσει καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἡ προβολὴ τῶν χαρισμάτων μας συνιστᾶ ἀθέτηση τῆς δεύτερης ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, γιατί μὲ τὴν ἐνέργειά μας αὐτὴ σφετεριζόμαστε τὸν χῶρο ποὺ ἀνήκει στὸν ἀδελφό μας. Ὀφείλουμε πάντοτε νὰ παραχωροῦμε ὅλο τὸν χῶρο στὸν πλησίον μας καὶ νὰ κρατοῦμε μόνο ἐλάχιστο μέρος γιὰ τὸν ἑαυτό μας.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔχει βαθειὰ ἐπίγνωση ὅτι ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἀρχὴ διενεργεῖται τέλεια στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, δὲν εἶπε τίποτε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, μαρτυρώντας μόνο ὅσα τοῦ εἶχαν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα (Ἰωάν. 12,49). Παρομοίως, ὁ ἄλλος Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, δὲν προφέρει τίποτε δικό Του, ἀλλὰ προσκομίζει διηνεκῆ μαρτυρία γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ δική Του ἀγαλλίαση εἶναι ἡ ὑπόμνηση τῶν λόγων τοῦ Σωτήρα (Ἰωάν. 14,26). Ἐδῶ ἀναγνωρίζουμε τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν «κένωσή» τους σὲ αἰώνιο ἐπίπεδο, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τὸ ἐξέφραζε.

Κάθε Ὑπόσταση –Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεύμα– δέχεται τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειάς Της ἀπὸ τὶς δύο ἄλλες Ὑποστάσεις. Καμία δὲν προτείνει τὸν Ἑαυτό Της, ἀλλὰ προσφέρει ὅλο τὸν χῶρο στὶς ἄλλες δύο. Στὸ βιβλίο τοῦ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, ὁ Γέροντας καταγράφει σὲ ὑποσημείωση τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἦθος ποὺ διασώζεται ἀκόμη σήμερα στὸ Ἅγιον Ὅρος. Οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ κρύψουν στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους ὁποιοδήποτε δώρημα τῆς χάριτος καὶ νὰ μὴ φανερώσουν τὴν ἐσωτερική τους κατάσταση. Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο θέμα προφυλάξεως τῶν ἴδιων ἀπὸ τὴν κενοδοξία ἢ τὴν αὐταρέσκεια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐπίσης ἱερὸ χρέος σεβασμοῦ πρὸς τὸν πνευματικὸ χῶρο τῶν ἄλλων. Ἡ σημείωση εἶναι συνοπτική, ἀλλὰ ἐκφράζει τὴν οὐσία τῆς παραδόσεως καὶ καταδεικνύει τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς, στὴν ὁποία ἀναπαύεται περισσότερο τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἄς ἐξετάσουμε τὴ μοναστικὴ ὁδό. Εἶναι ἴσως ἡ συντομότερη ὁδὸς πρὸς τὴ βαθειὰ καρδιά, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ὁ «συσσεισμός», ποὺ προετοιμάζει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς θείας Χάριτος, βιώνεται μὲ ἐντονότερο τρόπο στὸν μοναχισμό, παρὰ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλαίσιο ζωῆς. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπηχεῖ ὅλη τὴν παράδοση λέγοντας ὅτι πρῶτον καὶ κύριον ὁ συσσεισμὸς αὐτὸς συντελεῖται μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Ἀνθρωπίνως ἴσως νὰ φαίνεται παράλογη ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὴ θέληση καὶ τὴν καθοδήγηση κάποιου ἄλλου. Ἀλλὰ ἂν ὁ μοναχὸς ὑπακούει μὲ τὴν καρδιά του στὸν πνευματικό του πατέρα, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπό του καὶ ὄχι ἀπὸ κάποιου εἴδους μηχανικὴ πειθαρχία, τότε ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία τῆς μοναχικῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Γέροντα.

Ὑπακοὴ εἶναι ἡ τελείωση τῆς ὁδοῦ τῆς ταπεινώσεως κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος: θυσιάζουμε τὴν ἀνεξαρτησία μας παραδίδοντας τὴν ψυχή μας στὰ χέρια κάποιου, ποὺ ἐπωμίζεται τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τέτοια ταπείνωση δὲν θὰ βραδύνει νὰ φέρει τὴ βαθειὰ καρδιὰ στὴν ἐπιφάνεια. Ἂν ὅμως ὁ μοναχὸς δὲν καταθέτει τὴν ὑπακοή του καὶ ζεῖ αὐτόνομα –καὶ αὐτὸ εἶναι παγίδα, στὴν ὁποία εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσει, ἰδίως ὅταν δὲν προκαλεῖ κανένα σκάνδαλο καὶ περνᾶ ἀπαρατήρητος– ἡ βαθειὰ καρδιά του δὲν θὰ ἀναδυθεῖ ποτέ. Ὅταν ὅμως ἐξαρτοῦμε τὴ ζωὴ μας ὄχι ἀπὸ τὴ δική μας θέληση ἀλλὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράζει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπιστευθεῖ τὴν ὕπαρξή μας καὶ ποὺ «ἀγρυπνᾶ γιὰ τὴν ψυχὴ μας» (Ἑβρ. 13,17), τότε γινόμαστε ὡς πρόβατα ποὺ ὁδηγοῦνται στὴ σφαγή.

Παραδίδουμε τὴ ζωή μας, τὸ θέλημά μας, μιμούμενοι τὸ παράδειγμα Ἐκείνου ποὺ ὡς ἀμνὸς ἄμωμος, ἄφωνος, χωρὶς νὰ ἀνοίξει τὸ στόμα Του, ὁδηγήθηκε στὴ σφαγὴ (Ἡσ. 53,7). Ἄν, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐμμένουμε προσκολλημένοι στὴν ἀνεξαρτησία μας, κάποια ὕπουλη ματαιοδοξία, κάποια κρυφὴ ὑπερηφάνεια ὑποκρύπτεται μέσα μας φράσσοντας τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν ἀληθινὴ γνώση τῆς καρδιᾶς μας. Κανένας δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ἐντοπίσει τὴ βαθειὰ καρδιά του, ὅσο ἐμφωλεύει μέσα του ἡ αὐταρέσκεια. Μὲ τὸν ὄρο ἀνακάλυψη τῆς βαθειᾶς καρδιᾶς ἐννοοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου γίνεται καρδιά. Πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο μυστήριο ποὺ ἀνήκει στὸν χῶρο τοῦ Πνεύματος. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ἐνδεχομένως νὰ κλαίει καθημερινὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴ βαθειὰ καρδιά του. Ἡ εὕρεσή της εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν χορηγεῖται τὸ χάρισμα αὐτό, ὅλα μετουσιώνονται· ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται καὶ διαβαίνει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ (Ἰωάν. 5,24).

Ὑπάρχει ἕνα σημαντικὸ κεφάλαιο στὸ Εὐαγγέλιο συναφὲς μὲ αὐτὸ τὸ τράνταγμα, τὸν συσσεισμὸ ποὺ προμηνύει τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος λέει: «Ἀλλ’ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως. περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με· περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται.» (Ἰωάν. 16,7-11). Δηλαδή, ὅταν ἔλθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ ἐλέγξει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του, τὴ δικαιοσύνη του καὶ τὴν κρίση γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ὁ Κύριος προειδοποίησε: «Ἐὰν μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (Ἰωάν. 8,24). Ἡ ἁμαρτωλότητα τοῦ κόσμου παρακωλύει τὴν πεποίθηση στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πίστη ποὺ δωρίζεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Πνεῦμα κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν, καὶ ἡ πύρινη γλώσσα ἔχει δύο ἰδιότητες: φωτίζει καὶ θερμαίνει. Φωτίζει τὸν νοῦ μὲ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν πίστη πρὸς τὸ Πρόσωπό Του· καὶ θερμαίνει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Κατακαίει τὰ ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναζωογονεῖ τὴν καρδιά. Ἡ ἀπιστία, μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας.

Ἂν ὁ Παράκλητος δὲν βρεῖ χῶρο μέσα μας, γιὰ νὰ ἐνεργήσει, δὲν θὰ λάβουμε τὸν ὀρθὸ φωτισμὸ τῆς πίστεως, γιατί Ἐκεῖνος δὲν πρόκειται ποτὲ διὰ τῆς βίας νὰ καταφλέξει τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ὀρθώνονται ἐναντίον τῆς ἀλήθειάς Του. Ὅταν δὲν εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διὰ τῆς πίστεως, Τοῦ ἀρνούμαστε τὸ «δικαίωμα» νὰ διαλύσει τὸ νέφος τοῦ σκότους καὶ τῆς αὐταπάτης, στὸ ὁποῖο εἴμαστε βυθισμένοι. Ὥστε, ὅταν ὁ Παράκλητος ἔλθει, θὰ ἐλέγξει τὸν κόσμο περὶ ἁμαρτίας, δηλαδὴ θὰ βεβαιώσει ὅτι ἡ ἁμαρτία τῆς ἀπιστίας δὲν συγχωρεῖται.

Ὅσο γιὰ τὸν πιστό, αὐτὸς ἀξιώνεται τέτοιων δωρεῶν τῆς χάριτος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει ὁ Κύριος, ὅποιος ἀπορρίπτει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημεῖ ἐναντίον Του, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ συγχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ (Ματθ. 12,31). Πῶς μποροῦν νὰ ἀνήκουν στὸν Θεὸ ὅσοι ἀποδίδουν τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ στὸν Βεελζεβούλ; Ἀκόμη καὶ ἂν κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τῶν θεϊκῶν ἔργων Του, χάθηκαν ὄχι μόνο μέσα στὴν ἀπιστία ἀλλὰ σὲ ἀπερίφραστη βλασφημία (Ματθ. 12, 24-27).

Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δικαιοσύνη, ἡ κατάσταση εἶναι παρόμοια. Ἡ τέλεια, θεόπνευστη δικαιοσύνη ἢ ἀρετὴ καταλύει τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἱκανοὺς νὰ λάβουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τέτοια ἦταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου καθ’ ὅλο τό πάθος Του πάνω στὸν Σταυρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ἡ ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη· ἀγάπη ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς. Πράγματι, ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὸν καθένα μας εἶναι αὐτὴ τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἐχθροί Του. Ἀκόμη καὶ ὅταν συγκεντρωνόμαστε ὡς λαός Του, δὲν εἴμαστε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ σύναξη ἐχθρῶν Του, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι δὲν Τὸν ἀγαπᾶμε, ὅπως ἔχουμε χρέος, οὔτε ἀντικατοπτρίζουμε τὴ δόξα Του, ὅπως Ἐκεῖνος θὰ ἤθελε ἀπό μᾶς. Καὶ ὅμως, σὲ αὐτὴ τὴ σύναξη προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν, χορηγώντας μας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διατείνεται ὅτι, ἂν ὁ Κύριος δὲν εἶχε προφέρει τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν Σταυρό: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι», κανένας μας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λάβει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Οἱ λόγοι Του ἔχουν αἰώνια ἰσχύ, γιατί ἐπισφραγίσθηκαν ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἐνεργοῦν λυσιτελῶς ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ στὸ ἐπέκεινα ἀκόμη. Μποροῦμε νὰ οἰκοδομήσουμε πάνω τους ὁλόκληρη τὴ ζωὴ μας δεόμενοι: «Ἀντιπαράθεσε τὴν ἄβυσσο τῶν οἰκτιρμῶν Σου ἀπέναντι στὸ πλῆθος τῶν πλημμελημάτων μου», ὅπως διαβάζουμε στὴν πρώτη εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Πράγματι, οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι μηδενικὲς συγκρινόμενες μὲ τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συμπάθειάς Του.

Συνεπῶς, θὰ ἐλέγξει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς δικαιοσύνης Του, τῆς ἀγάπης Του γιὰ τοὺς ἐχθρούς, τῆς ἀγάπης ἐκείνης ποὺ ἐξαλείφει τὴν ἁμαρτία. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου ρωτήθηκε κάποτε ἀπὸ ἕναν εἰδωλολάτρη φιλόσοφο: «Πιστεύεις στὸν Ἐσταυρωμένο;» Καὶ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ναί, πιστεύω σὲ Ἐκεῖνον ποὺ κατάργησε τὴν ἁμαρτία πάνω στὸν Σταυρό». Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς βεβαιώνει ὅτι, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ἡ σωτηρία μᾶς εἶναι ἀβέβαιη. Ὄντως, ἡ δικαιοσύνη ποὺ διακηρύχθηκε πάνω στὸν Σταυρὸ αἴρει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ ὑπερνικᾶ τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐλέγξει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα.

Τὰ τέκνα τοῦ παρόντος αἰῶνος, ποὺ ἐφαρμόζουν τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, θὰ βρεθοῦν ἀναπολόγητα. Ἀλλὰ ὅσοι ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο θὰ διατρανώσουν τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ στὴν ἴδια τὴ ζωή τους, ἀναδεικνύοντάς Τον Νικητὴ καὶ Κατακτητὴ τοῦ κόσμου αὐτοῦ. «Μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτε με», εἶπε ὁ Κύριος (Ἰωάν. 16,16). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὄχι πιὰ Ἐκεῖνος, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος θὰ ἐπικυρώσει τὴν αἰώνια νίκη μας μὲ τὴ νέα πραγματικότητα τῆς θεϊκῆς Του δικαιοσύνης.

Τέλος, ὁ Λυτρωτὴς θὰ ἐλέγξει τὸν κόσμο σύμφωνα μὲ πῶς κρίνει ὁ ἴδιος (ὁ κόσμος) τὸν ἑαυτό του. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀναφέρει στὰ γραπτά του ὅτι ὅλοι ὅσοι ἄγονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν παύουν ποτὲ νὰ μέμφονται τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ πορεύονται πρὸς τὰ κάτω μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Παραθέτοντας τὸν λόγο τοῦ πρώην ἡγουμένου του, ἀρχιμανδρίτου Μισαήλ, «ὁ Θεὸς δὲν κρίνει δύο φορές», ὁ Γέροντας Σωφρόνιος διαβεβαιώνει ὅτι ἡ κρίση μας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτομεμψία μας, προλαμβάνει καὶ ἐξαλείφει τὴ μέλλουσα κρίση γιὰ μᾶς. Μετὰ τὸν Χριστό, ἄριστος διδάσκαλος τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εἶναι ὁ καλὸς ληστής, ποὺ ἀνέλαβε ἑκούσια κατάκριση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀποδεχόμενος ὡς δίκαιο τὸν βασανισμὸ καὶ τὸν θάνατό του καὶ ἀποδίδοντας δικαιοσύνη στὸν συσταυρωμένο μαζί του δίκαιο Χριστό.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἀμέσως ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κρίση, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὸν Παράδεισο τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν κρίνει γιὰ δεύτερη φορά. Ἀληθινὴ κρίση εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν ταπεινώνουμε κατὰ τὸ πνεῦμα τὸν ἑαυτὸ μᾶς ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ὁμολογοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἡ μέλλουσα κρίση ἀποδεικνύεται περιττή. Καὶ τότε ὁ Θεὸς μᾶς προσφέρει ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο. Στὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο διαβάζουμε: «Πρὸ δὲ τούτων πάντων ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον. θέσθε οὖν εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν μὴ προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι· ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν» (Λουκ. 21,12-15).

Τὸ νόημα εἶναι προφανές, ἂν ἑρμηνεύσουμε τὸν στίχο σὲ σχέση μὲ τὴ δίωξη ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἰσχύει, ὅταν ἑκούσια κρίνουμε τὸν ἑαυτὸ μας στρέφοντας ὅλη τὴ μομφὴ ἐναντίον μας. Τότε μᾶς δίδεται σοφία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ποὺ γεννᾶ μέσα μας προσευχὴ μετάνοιας, ἡ ὁποία θὰ μᾶς δικαιώσει προλαμβάνοντας τὴ μέλλουσα κρίση τοῦ Κυρίου.

Ὅπως καὶ οἱ ἄλλες μορφὲς τοῦ «συσσεισμοῦ» τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά μας, οἱ ἔλεγχοι αὐτοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν χαρισμάτων Του. Ὅταν ὁμολογοῦμε τὴν ἁμαρτία μας, ὅταν μιμούμαστε τὸν Κύριο στὴν ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του, καὶ ὅταν ἐθελούσια διατυπώνουμε κρίση ἐναντίον τῆς ἐκπεσμένης φύσεώς μας, ὁ συσσεισμὸς ποὺ προξενεῖται «ἔνδον» φέρνει στὴν ἐπιφάνεια τὴ βαθειὰ καρδιά μας, εὐπρεπίζοντάς μας κατάλληλα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ δωρεὰ τῆς αἰώνιας Βασιλείας, μὲ τὴν ὁποία πλατύνεται ἡ καρδιὰ τόσο, ὥστε νὰ περιπτύσσεται καὶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ.

Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου)