Ἡ παγίδα τῆς θρησκευτικότητας

Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι «ὁδὸς ζωῆς». Εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ συνεχίζεται ὅσο ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς στάσεις καὶ καθυστερήσεις. Εἶναι μία συνεχὴς κίνηση, παράλληλη μὲ τὴν καθημερινὴ ζωὴ καὶ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει ἕναν ἀνοιχτὸ κόσμο, γεμάτο ἀλλαγὲς καὶ μεταβολές, πλήρη ἀπὸ αἰφνιδιασμοὺς καὶ ἀπρόοπτα συμβάντα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὁρίζοντάς του πρέπει νὰ εἶναι πάντα ἀνοιχτὸς καὶ ἡ προοπτική του πάντα εὐρεία, μὲ ἀναπεπταμένο τὸ πνευματικὸ πεδίο ὁράσεως. Ποτὲ σχεδὸν δὲν ξέρει τί θὰ βρεθεῖ μπροστά του. Ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει ἀπὸ πρωτύτερα τί θὰ τοῦ τύχει στὸ ἑπόμενο βῆμα. Πάντα ἐλλοχεύει κάποιος νέος κίνδυνος, πάντα εἶναι δυνατὴ μία ἀλλαγή.

Αὐτὴ ἡ συνεχὴς πορεία ἔχει τὴν ὀμορφιά της. Γιατί κρατᾶ τὸν χριστιανὸ πάντα ξύπνιο καὶ ἕτοιμο γιὰ τὸ καινούριο, πάντα πρόθυμο νὰ συναντήσει τὸ ἀπροσδόκητο, τὸ ἀναπάντεχο. Ταιριάζει στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ συνέχεια ἀλλάζει. Ταιριάζει ἀκόμα καὶ στὰ πράγματα, ποὺ ἐπιφυλάσσουν πάντοτε νέες καταστάσεις. Ἔτσι ἡ «ὁδὸς ζωῆς» εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ζωή, ὅπως ὅμως τὴ φανέρωσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο μὲ τὴν παρουσία του ἀνάμεσά μας.

Ἡ συνεχὴς πορεία ὅμως εἶναι καὶ τὸ σημεῖο ποὺ παρουσιάζει τὴ μεγαλύτερη δυσκολία, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερία. Ξέρουμε ἀπὸ τὴν Ἔξοδο, πὼς οἱ Ἰσραηλίτες σύντομα βαρέθηκαν τὴν πορεία στὴν ἔρημό τοῦ Σινᾶ. Ἔφτασαν τότε στὸ σημεῖο νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ὑποδούλωση τῆς Αἰγύπτου, παρὰ νὰ συνεχίσουν τὸν κοπιαστικὸ δρόμο πρὸς τὴ γῆ Χαναᾶν. Ἡ συνεχὴς ἐγρήγορση τοὺς κούραζε, τὸ ἄγνωστο, ἔστω καὶ ἂν ἦταν ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, δὲν μποροῦσε νὰ ἰσοσταθμίσει μέσα τοὺς τὴν ἀπώλεια τῶν ἀγαθῶν της Αἰγύπτου, ἡ καθημερινὴ ἀλλαγὴ τόπου τοὺς ἔδινε τὸ αἴσθημα τῆς ἀνεστιότητας.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει συχνὰ καὶ μὲ τὸ χριστιανό. Ἡ ζωὴ μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀδιάκοπης πορείας πρὸς τὴν τελειότητα, τὸν φοβίζει, τὸν ἀποκαρδιώνει, τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται ψυχολογικὰ ἀνέστιος καὶ πάροικος. Ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια αὐτή, ποὺ ἔκανε τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πιστοὺς τῶν πρώτων αἰώνων νὰ αἰσθάνονται ἕτοιμοι γιὰ κάθε κίνδυνο καὶ διωγμό, ἔγινε σήμερα βάρος γιὰ τοὺς πολλούς. Προτιμοῦν πολλὲς φορὲς τὴ σιγουριὰ τῆς ἐπίγειας πόλης, παρὰ τὴν προσδοκία τῆς οὐράνιας. Δὲ μιλᾶμε βέβαια γιὰ ὅσους χάνονται μέσα στὸ πέλαγος τοῦ ὑλισμοῦ. Αὐτοὶ δὲ γνώρισαν ποτὲ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἀνοιχτοῦ οὐρανοῦ, γιατί βυθίστηκαν στὸ τέλμα ἀπὸ νωρίς. Μιλᾶμε γιὰ ὅσους ξεκίνησαν καὶ κάπου λιγοψύχησαν. Αὐτοὶ πιάστηκαν στὴν παγίδα τῆς θρησκευτικότητας. Διατηρώντας τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους μετέβαλαν τὴν «ὁδὸ ζωῆς» σὲ ἕνα τύπο, ποὺ μοναδικὸ σκοπὸ ἔχει νὰ διασφαλίσει τὴν πρόσκαιρη ζωή τους ἀπὸ ἀλλαγὲς ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν ἐπισφαλῆ ἐσωτερική τους ἰσορροπία. Ἔτσι ἡ πίστη γίνεται μέσο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀντὶ νὰ εἶναι ὁ τελικός του σκοπός. Τελικὰ ἡ παραποιημένη αὐτὴ πίστη, ποὺ καλύπτεται μὲ τὸ μανδύα τῆς θρησκευτικότητας, γίνεται μία παγίδα ποὺ κρατᾶ δέσμιο τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνίκανο νὰ συνεχίσει τὴν πορεία πρὸς τὴν «ἄνω Ἱερουσαλήμ».

Μία σαφῆ εἰκόνα τῆς παγίδας τῆς θρησκευτικότητας μᾶς δίνει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἀντιπαρατίθεται ἡ «ὁδὸς ζωῆς» τοῦ πραγματικοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ θρησκευτικότητα τῶν φαρισαίων. Ὁ Κύριος φέρνει τρία παραδείγματα, ποὺ δείχνουν καθαρὰ ποῦ βρίσκεται ἡ παγίδα τῆς θρησκευτικότητας, τῆς μεταβολῆς τῆς πορείας σὲ στασιμότητα.

Τὸ πρῶτο παράδειγμα εἶναι ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν προσφυγή του στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Λίγο πιὸ πρὶν ὁ Χριστὸς δίδαξε στοὺς μαθητὲς του τὴν Κυριακὴ προσευχή, τὸ «πάτερ ἠμῶν». Εἶναι ἕνα σύντομο καὶ περιεκτικὸ κείμενο, ποὺ συνειδητὰ ἀποφεύγει τὴ φλυαρία ποὺ ἐπικρατοῦσε μέχρι τότε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Καὶ δὲν εἶναι μόνο σύντομο, ἀλλὰ καὶ νέο ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό του: βασικὰ ὁ χριστιανὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ δύο πράγματα, τὸν ἐρχομὸ τῆς βασιλείας του καὶ τὴ συχώρεση τῶν ἀνομιῶν του. Εἶναι τὰ δύο αἰτήματα ποὺ συνοψίζονται καὶ στὴ σύντομη δέηση «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ συνοψίζει τὴν πατερικὴ ἀσκητικὴ παράδοση.

Ὁ κίνδυνος τῆς θρησκευτικότητας ἐλλοχεύει ὅμως παντοῦ, ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ἐμφανίζεται μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀποκοπῆς τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπισημαίνει ὁ Χριστός. Ἡ προσευχὴ εἶναι σωστὴ καὶ δραστικὴ τότε μόνον, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ συχώρεση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν. Φαίνεται ἁπλὸ καὶ ἐφαρμόσιμο αὐτὸ τὸ σημεῖο. Στὴν πράξη ὅμως εἶναι ἀρκετὰ δύσκολο, ἂν δὲν ἀποτελέσει ἀντικείμενο καθημερινῆς ἀσκήσεως. Ἡ προσευχὴ γίνεται πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ ὑποβληθοῦν στὸ Θεὸ μία σειρὰ ἀπὸ αἰτήματα, ἀπὸ τὰ πιὸ ἀνθρώπινα μέχρι τὰ πιὸ ἐξωφρενικὰ καὶ παράδοξα. Πολλὲς φορὲς εἶναι ὥρα ψυχικῆς εὐφορίας, μία πνευματικὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν πίκρα ποὺ μᾶς γεμίζει. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ δὲ μποροῦν νὰ μᾶς πειράξουν οἱ ἄλλοι. Ἔτσι τὴν ἀντιμετωπίζουμε συνήθως. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ παγίδα. Νὰ μεταβάλλουμε τὴν προσευχὴ σὲ πράξη ἐξωπραγματική, οὐτοπική, ἔξω ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀλλαγὲς τῆς ζωῆς μας καὶ κυρίως ἔξω ἀπὸ τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἄλλους. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸν κίνδυνο, τὴ μεταβολὴ τῆς ζωντανῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν καθημερινὴ πραγματικότητά μας σὲ μία θρησκευτικὴ πράξη ἀποκομμένη ἀπὸ τὴ ζωή, αὐτὴ τὴν παγίδα ἐπισημαίνει ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δὲν περιορίζεται στὸ νὰ δείξει τὸν κίνδυνο. Δείχνει καὶ πὼς μποροῦμε νὰ τὸν ἀποφύγουμε: μὲ τὴν αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ ὅσους βλάψαμε, ἀπὸ ὅσους πικράναμε, ἀπὸ ὅσους χωρίσαμε μὲ τὸ μίσος ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι σωστὴ καὶ δραστική, μόνο σὰν ἀποκαταστήσουμε τὴν κοινωνία μας μὲ τοὺς συνανθρώπους, χωρὶς μάλιστα νὰ ρωτοῦμε ἂν ἐκεῖνοι ἔχουν τὸ φταίξιμο. Ἀλλιῶς ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι φαρισαϊκή, θρησκευτικὸς τύπος…

Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι πιὸ ἐπίκαιρο, γιατί συνδέεται μὲ τὴ νηστεία. Ἡ νηστεία εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς θεσμός, ποὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει ἀφορμὴ γιὰ μία ἐξωτερικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωισμοῦ καὶ γιὰ μία ψεύτικη ὑπεροχὴ ἀπέναντι σ’ ὅσους δὲ νηστεύουν. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ φαρισαῖοι διακρίνονταν ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν τήρηση τῆς νηστείας ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους. Καὶ ὄχι μόνο δὲν ἔκρυβαν, ἀλλὰ διατυμπάνιζαν τὴ νηστεία τους, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσουν τὴν ὑπεροχή τους, τὴ θρησκευτική τους ἀνωτερότητα. Ὁ Χριστὸς καταδικάζει αὐτὴ τὴ μεταβολὴ τῆς νηστείας ἀπὸ μέσο ἀνανήψεως σὲ αὐτοσκοπό, σὲ αὐτοπροβολὴ τοῦ θρησκευόμενου καὶ σὲ τονισμὸ τῆς ἀτομικότητάς του. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνα μέσο ἐγκράτειας καὶ συγχρόνως μία δυνατότητα γιὰ κοινωνικὸ ἔργο. Εἶναι ἀνάμνηση τῆς παραδείσιας κοινωνίας καὶ πρόσκληση γιὰ φιλανθρωπικὴ δράση. Ἡ ἀνθρώπινη ματαιοδοξία ὅμως τὴ μετέβαλε σὲ τύπο καὶ μέσο γιὰ αὐτοπροβολὴ καὶ αὐτοδικαίωση. Ὅποιος ὑποκύψει στὴν παγίδα τῆς θρησκευτικότητας, μεταβάλλει τὴ νηστεία σὲ ἐγωιστικὴ προβολή, σὲ διαχωριστικὸ διάφραγμα ποὺ ξεχωρίζει τὴ δική του εὐσέβεια ἀπὸ τὴν ἀσέβεια τῶν πολλῶν. Ἔτσι ἀντὶ νὰ ἑνώνει, χωρίζει τοὺς χριστιανούς. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει τὸν κίνδυνο. Κιόλας στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ τὸν ἀντιμετωπίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ λόγοι του βρίσκονται στὴ συνέχεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ· «ὅσοι νηστεύουν ἂς μὴ κρίνουν αὐτοὺς ποὺ δὲ νηστεύουν. Κι ὅσοι δὲ νηστεύουν ἂς μὴ περιφρονοῦν αὐτοὺς ποὺ νηστεύουν».

Ὁ Χριστὸς φέρνει κι ἕνα τρίτο παράδειγμα ποὺ δείχνει πόσο εὔκολα ξεγελιέται ὁ ἄνθρωπος καὶ μεταβάλλει τὴ συνεχῆ πορεία σὲ στάση καὶ ἀδιέξοδο. Εἶναι τὸ ἐρώτημα: ποῦ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου; Ἐδῶ φαίνεται πόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένος ὁ χριστιανισμός του. Γιατί ἡ καρδιὰ μας βρίσκεται ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεται καὶ ὁ θησαυρός μας, τονίζει ὁ Κύριος.

Ἡ ἀπόκλιση ἐδῶ γίνεται πιὸ εὔκολα, γιατί συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν καθημερινή μας πράξη. Ὁ θησαυρὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε πολύτιμο, αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσει, αὐτὸ ποὺ κυνηγοῦμε μὲ τὸ μόχθο μας καὶ τὸν κόπο μας. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι πολλὲς φορὲς ἡ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ», ἀλλὰ κάποιο καθαρὰ ἐγκόσμιο ἀγαθό. Τὶς περισσότερες φορὲς ὑποτάσσαμε σ’ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Τὰ πρόσωπα ὑπηρετοῦν τὰ πράγματα, κι ὄχι τὰ πράγματα τὰ πρόσωπα, ὅπως θὰ ἦταν πιὸ σωστό, ἀκόμα καὶ ἀπὸ καθαρὰ ἀνθρώπινη ἄποψη…

Ἡ θρησκευτικότητα δὲ φαίνεται νὰ παίζει κάποιο ρόλο ἐδῶ. Ἡ προσκόλληση στὰ ἐπίγεια φαίνεται νὰ μὴ μπορεῖ νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὴ θρησκευτικότητα, ἔστω τῶν τύπων. Κι ὅμως φαίνεται πὼς κι αὐτὸ εἶναι δυνατό. Γιατί στὴν πράξη ὅλα τὰ κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος, ἀρκεῖ νὰ μὴ θιγεῖ ὁ θησαυρός του. Ἔτσι ἔκανε θεωρίες γιὰ τὴ χρησιμότητα τοῦ πλούτου, γιὰ τὴν ἐπιβράβευση τῶν καλῶν χριστιανῶν μὲ ἐπίγεια ἀγαθά, γιὰ τὴ χριστιανικὴ διαχείρισή τους κλπ. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μὴ χάσει ἀπὸ τὰ χέρια του αὐτὸ ποὺ ὑποκαθιστᾶ τὸ Θεό, τὸν ἐπίγειο θησαυρό του. Κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατὰ γιὰ νὰ συνδυάσει τὴν ἀναιμικὴ πίστη του μὲ τὴν εἰδωλολατρία του. Ἀρκεῖται σὲ μία ψεύτικη καὶ ὑποτονικὴ θρησκευτικότητα, ἀρκεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα τοῦ θησαυροῦ του.

Καὶ τὰ τρία παραδείγματα ἔχουν κοινὰ γνωρίσματα. Δείχνουν πόσο εὔκολα λησμονεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν πορεία καὶ παραμένει σ’ ἕνα ψεύτικο καὶ πρόσκαιρο παρόν, νομίζοντας πὼς ἔτσι ἀποκτᾶ ἀσφάλεια. Μὰ καὶ συνάμα δείχνουν πόσο αἰσθάνεται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὴν ἀνάγκη νὰ μείνει σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς ὁ ἐσωτερικὸς διχασμὸς του ἐκφράζεται μὲ τὴ δημιουργία μίας ρηχῆς θρησκευτικότητας, ποὺ ὄχι μόνο δὲ λύνει, ἀλλὰ ἐπιτείνει τὸ πρόβλημα. Εἶναι ἡ ἀνώφελη καὶ μάταιη προσπάθεια νὰ δουλέψει συγχρόνως δύο κυρίους, παρὰ τὴ ρητὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ πὼς κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο. Ἡ ψεύτικη θρησκευτικότητά του τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ καθαρὰ τὰ πράγματα καὶ τὸν δένει σὲ μία γωνία μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀσφάλειας. Ἔτσι ὅμως ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς ξεμακραίνει ἀπὸ τὸν πορευμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μένει μόνος μέσα στὴν ἔρημο, ἀδύναμος καὶ ἀνασφαλής.

Σ’ ἕνα του λόγο ὁ Χριστὸς λέγει: «κανένας ἄνθρωπος ποὺ πιάνει τὸ ἀλέτρι καὶ βλέπει πίσω του, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὸς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τὸ νόημα τοῦ λογίου εἶναι ἁπλό. Ὅταν ἀκούσει κανεὶς τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ πάψει νὰ ἐρωτοτροπεῖ μὲ ἄλλα πράγματα. Εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ συνεχίσει τὴν πορεία μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς κανέναν ἐνδοιασμὸ καὶ χωρὶς καμιὰν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἀλλιῶς σύντομα θὰ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Οὔτε μπορεῖ νὰ σταματήσει. Γιατί ἔτσι θὰ ξεμοναχιαστεῖ καὶ θὰ γίνει εὔκολη λεία τῶν ἐχθρῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑποταγῆς στὰ πάθη, τῆς ματαιότητας τῶν ὑλικῶν θησαυρῶν καὶ τῆς ψεύτικης θρησκευτικότητας. Κι ἡ ψεύτικη θρησκευτικότητα ὄχι μόνο δὲ σώζει, ἀλλὰ καὶ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ σωτηρία.

Ἡ παγίδα τῆς θρησκευτικότητας τῶν τύπων καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ δὲν εἶναι ἕνα γνώρισμα τοῦ φαρισαϊσμοῦ μονάχα. Κουρνιάζει δίπλα μας κάθε στιγμή, ἕτοιμη νὰ μᾶς κατασπαράξει πνευματικά. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ συνεχῆ ἐγρήγορση. Σὲ πνευματικὴ νήψη, ποὺ κρατᾶ τὸ πνεῦμα ξύπνιο καὶ τὴν καρδιὰ ἕτοιμη γιὰ ἔγκαιρη ἀντίδραση.