ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ |
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ |
|
|
Μονόγραμμα III Έτσι μιλώ για σένα και για μένα Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω Να μπαίνω σαν Πανσέληνος Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς Πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε» Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο Πάντα εμείς το φως και η σκιά Πάντα εσύ τα’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ το λιμάνι και εγώ το φανάρι το δεξιά Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Κάμαρα τ’ ουρανού με τα’ άστρα Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο Δεν τα’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου Να
μιλώ για σένα και για μένα
IV Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς Μαχαίρι Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς Είμ’ εγώ, μ’ ακούς Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ Το λευκό το νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες Θα έρθει μια μέρα, μ’ ακούς Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς Των ανθρώπων Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς Όπου κάποτε οι φιγούρες Των Αγίων Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς Οι καμπάνες ανοίγουν ψηλά, μ’ ακούς Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ ακούς Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς Της αγάπης Μια για πάντα το κόψαμε Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ΄ άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς Μες στη μέση της θάλασσας Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου, άκου Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς; Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς; Είμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη – Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου. Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας Μια που υπάρχει αλλού Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής Ένα θολό συναίσθημα Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν Κι απομακρύνονται Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου Το φως στον άσπιλο ουρανό Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη Που δε βλέπει τίποτε Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο Γιατί έγινε κιόλας Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα Και λόγια Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
|