Ύμνος
εις την Αθηνά
Τα
μάτια της
ψυχής μου
Ίαμβοι
και
Ανάπεστοι
Ο
ναός
Οι
Θεοί
Λόγος
ΙΒ΄ -Κόσμος
Η
Κασσιανή
|
|
Κωστής
Παλαμάς
Ύμνος
εις την Αθηνά
Χαρά σ' εσέ,
χώρα λευκή
και χώρα
ευτυχισμένη!
Καμιά χώρα σ'
όλη τη γη,
καμιά στην
οικουμένη
δεν ηύρε
τέτοιο
φυλαχτό σαν
το δικό μου
μάτι.
Απ' άλλες
χώρες πέρασα
γοργά - γοργά
τρεχάτη
και μ' είδαν
της Ελλάδας
μου τ'
αγαπημένα
μέρη
σαν άνεμο και
σαν αϊτό και
σύννεφο κι
αστέρι.
Όμως σ' εσέ το
θρόνο μου
αιώνια
θεμελιώνω
και ρίζωσ' η
αγάπη μου στα
χώματά σου
μόνο.
Επιστροφή
στην αρχή
Τα
μάτια της
ψυχής μου
Σου
φέρνω απ' τη
γαλάζια μου
πατρίδα
Κι απ' τα
φωτοσπαρμένα
της τα μέρη,
Μιας
μάγισσας
δουλειά, μιαν
αλυσίδα
Που ανθρώπου
δε μπορεί να
πλάσει χέρι.
Είδα τον ήλιο
κι είδα κάθε
αστέρι,
Μα να 'χουνε τη
λάμψη της δεν
είδα...
Μονάχα σε σου
πρέπει, αγνό
της ταίρι
Αγάπη μου
είσαι συ,
καμαροφρύδα!
Ρουμπίνια
εδώ κι εκεί
μαργαριτάρια
Την πλέκουν...από
δάκρυα έχουν
γίνει,
Όλο από
δάκρυα τα
μαργαριτάρια
Κι είναι από
αίμα κάθε της
ρουμπίνι...
Και το
διαμάντι που
σφιχτά τη
δένει
Ο έρωτάς
είναι,
πολυαγαπημένη.
Τα μάτια της
ψυχής μου , 1892 (απόσπασμα)
Επιστροφή
στην αρχή
Ίαμβοι
και
Ανάπεστοι
Καβάλλα
πάει ο
Χάροντας
το Διγενή
στον Άδη,
κι άλλους
μαζί... Κλαίει,
δέρνεται
τ' ανθρώπινο
κοπάδι.
Και τους
κρατεί στου
αλόγου του
δεμένους τα
καπούλια,
της
λεβεντιάς
τον άνεμο,
της ομορφιάς
την πούλια.
Και σα να μην
τον πάτησε
του Χάρου το
ποδάρι,
ο Ακρίτας
μόνο ατάραχα
κοιτάει τον
καβαλλάρη!
- Ο
Ακρίτας
είμαι,
Χάροντα,
δεν περνώ με
τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και
δε μ' ένοιωσες
στα
μαρμαρένια
αλώνια;
Ειμ' εγώ η
ακατάλυτη
ψυχή των
Σαλαμίνων.
Στην
Εφτάλοφην
έφερα
το σπαθί των
Ελλήνων.
Δε χάνομαι
στα Τάρταρα,
μονάχα
ξαποσταίνω.
Στη ζωή
ξαναφαίνομαι
και λαούς
ανασταίνω!
(απόσπασμα)
Επιστροφή
στην αρχή
Ο
ναός
Μου
πλήγιασαν τα
γόνατα στα
μάρμαρά σου,
ω της
αθώρητης
θεάς
ξεχωρισμένε
ναέ και
καταμόναχε,
της θεάς που
δείχνει
από του είναι
της την
άβυσσο
μονάχα
εν' άγαλμα, και
κείνο
ανθρωποκαμωμένο,
μ' ένα πέπλο
πυκνό και
κείνο
σκεπασμένο.
Και θαρρώ πως
ξανοίγω μέσ'
από τους
στύλους
και μέσ' από
τους
θησαυρούς
και τους
βωμούς σου
τον Ιωνά τον
δελφικό
ιερέα
ν' αλλάζη το
λευκό
λειτουργικό
χιτώνα
με το ραβδί το
ροζωτό του
στρατοκόπου.
Εγώ δεν είμαι
λειτουργός,
του
μυστηρίου
το φοβερό
κλειδί δεν
έπιασα, κι
ακόμα
δεν άγγιξα,
δειλά ή
απότολμα, την
πύλη
που φέρνει
στης ζωής τ'
αγνώριστα
Ελευσίνια.
Αμαρτωλός κ'
εγώ, ναέ, στα
πλήθη μέσα
τ' αμαρτωλά
που
προσκυνάν
εσέ, μα τώρα
μου
πλήγιασαν τα
γόνατα στα
μάρμαρά σου,
κ' αισθάνομαι
ένα πάγωμα
νύχτας ή
τάφου
αγάλια
αγάλια απάνω
μου να
σκαρφαλώνη
και να τινάξω
πολεμώ το
μολυντήρι
το κρύο από τα
πάνω μου, και
λαχταρώντας
έξω σέρνω τα
γόνατα τα
πληγιασμένα,
έξω απ' τους
σωριασμένους
πάγους
θησαυρούς
σου,
κι από τους
στύλους σου,
απ' τα δάση που
με πνίγουν,
στο φως του
ήλιου και στο
φέγγος της
σελήνης.
Πάει το
λιβάνι πια
της
προσευχής,
και πάει
τ' ολόχρυσο
μαχαίρι της
θυσίας, και
πάνε
κ' οι
μεγαλόφωνοι
χοροί και
λευκοφόροι
των ύμνων
γύρω στους
βωμούς τους
φλογισμένους
και
παρατώντας
σε, ω ναέ,
ξαναγυρίζω
στων καιρών
το καλύβι των
πρωτανθισμένων.
Επιστροφή
στην αρχή
Οι
Θεοί
Και
πρωτοείδε ο
πρώτος
άνθρωπος
του ήλιου την
ανατολή,
και να της
γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μια
μουσική,
χίλια λόγια,
χίλια
εγκώμια
προς της
μέρας την
πηγή.
Κι όλα, ω θάμα,
κι όλα, κ' οι
ύμνοι,
και τα λόγια
και τα
εγκώμια,
σκορπιστήκανε
στα
τετραπέρατα,
και τα
σάρκωσαν οι
αιώνες,
και γινήκανε
φωτοθεοί
και αρμονίας
τέρατα.
Επιστροφή
στην αρχή
Λόγος
ΙΒ΄ -Κόσμος-
(απόσπασμα
από το
Δωδεκάλογο
του Γύφτου)
Και
παράτησε τα
ονείρατα,
γύρε βάλε αυτά
στη φύση,
παραμάντεμα
το ρόδο
Σίβυλλα το
κυπαρίσσι.
Σκληρά χτύπα
τη Χίμαιρα,
τ΄ όνειρο είν΄
η ζωή,
στο βιολί σου
ας αρμονίσει
την αλήθεια η
μουσική.
Πού είν΄ η
αλήθεια; Μην
πλανάν εσέ
βαθιονόητα
λόγια τάχα,
την πηγή δεν
την βρίσκεις
μέσα σου,
άνθρωπε,
μοναχά.
Θα τη βρεις
παντού στο
ταίριασμα
-ω αρραβώνας
λυτρωτής-
της καρδιάς
σου και του
νου σου
με τα πάντα
της ζωής.
Ύψωσε
εσύ τον τρίτο
Όλυμπο,
βάλε εκεί την
επιστήμη,
μόνη υπάρχει,
αγέλαστη
είναι!
Ποιο
χαμόγελο, ποιο
ασήμι,
Ποιο χρυσάφι
σαν την όψη
της;
Γιούχα
Όλυμποι απ΄
αχνούς!
Η καρδιά το
θάμα αν είναι,
της καρδιάς το
μάτι ο νους.
'Αναρχος
ο κόσμος κι
άσωτος.
Κι ο ήλιος μες
στη λαμπεράδα
του τεράστιου
γαλαξία
μια λιγνή κι
αυτός λαμπάδα.
Κι απ΄ τον
ήλιο αργά
ξεχώρισε
φλόγα μες στο
χάος, και να!
Στους αιώνες
των αιώνων
φλόγα η γη κι
όλο γυρνά.
Κάτου
απ΄ τους
δυσκολοξήγητους
κι
ολοσιδερένιους
Νόμους
η
γη τρέχει με
τις ώρες,
μες στους
κύκλους, μες
στους δρόμους,
και χορεύει
τον αστέρινο
το χορό
στοχαστική,
και γνωρίζει
αυτή πώς ήρθε
και πού πάει
το ξέρει αυτή.
Και θα ζήσει ο
λόγος, τ΄
άλογα,
κι οι άνθρωποι
κι αγρίμια, η
πλάση,
σαν τ΄ αγνά
και σαν τα
ωραία
δέντρα στα
μεγάλα δάση.
Κι εμάς πρώτος
τη μελλούμενη
μοίρα
μοίρα
υπέρτατη
στερνή,
Γύφτε, ζήσε
την απάνου
στο προφητικό
βιολί!
Επιστροφή
στην αρχή
Η
Κασσιανή
Κύριε,
γυναίκα
αμαρτωλή,
πολλά,
πολλά, θολά,
βαριά τα
κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς
η θεότης Σου
μιλά
μέσ΄ στην
καρδιά μου!
Κύριε,
προτού Σε
κρύψ΄ η
εντάφια γη
από τη
δροσαυγή
λουλούδια
πήρα
κι απ΄ της
λατρείας την
τρίσβαθη πηγή
Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος
με σέρνει
ακολασίας... Νυχτιά,
σκοτάδι
αφέγγαρο,
άναστρο με
ζώνει,
το σκοτάδι της
αμαρτίας
φωτιά
με καίει, με
λιώνει.
Εσύ
που από τα
πέλαα τα νερά
τα υψώνεις
νέφη, πάρε τα,
Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι
ποτάμια
φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γύρε
σ΄ εμέ. Η ψυχή
πώς πονεί!
Δέξου με Εσύ
που δέχτηκες
και γείραν
άφραστα ως εδώ
κάτου οι
ουρανοί.
και σάρκα
επήραν.
Στ΄
άχραντά Σου τα
πόδια, βασιλιά
μου Εσύ θα πέσω
και θα στα
φιλήσω,
και με της
κεφαλής μου τα
μαλλιά
θα στα
σφουγγίσω.
Τ΄
άκουσεν η Εύα
μέσ΄ στο
αποσπερνό
της
παράδεισος
φως ν΄
αντιχτυπάνε,
κι
αλαφιασμένη
κρύφτηκε... Πονώ,
σώσε, έλεος
κάνε.
Ψυχοσώστ΄,
οι αμαρτίες
μου λαός,
Τα αξεδιάλυτα
ποιος θα
ξεδιαλύση;
Αμέτρητό Σου
το έλεος, ο Θεός!
'Αβυσσο η κρίση.
Επιστροφή
στην αρχή
|