ἐποίησεν: να γραφεί το α’ ενικό πρόσωπο όλων των χρόνων κι όλων των εγκλίσεων στην μέση φωνή

ΟριστικήΥποτακτικήΕυκτικήΠροστακτική
Ενεστώταςποι ποι ποι ποι
Παρατατικόςἐποι
Μέλλονταςποι ποι
Παθ. Μέλλονταςποιη ποιη
Αόριστοςἐποι ποι ποι ποί
Παθ. Αόριστοςἐποιή ποιη ποιη ποιή
Παρακείμενοςπεποί πεποιημένος πεποιημένος πεποί
Υπερσυντέλικοςἐπεποι