|
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ | ΑΟΡΙΣΤΟΣ | ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ |
τοξεύω: α΄
πληθυντικό |
| | τετοξευκότες, -υῖαι, -ότα
|
τειχίζω: γ΄ ενικό |
| | τετειχικώς, -υῖα, -ός |
ἐκδιώκω: γ΄ ενικό |
| | ἐκδεδιωχώς, -υῖα, -ός |
προμηνύω: β΄ πληθυντικό |
| | προμεμηνυκότες, -υῖαι, -ότα |
ὀνομάζω: α΄ πληθυντικό |
| | ὠνομακότες, υῖαι, -ότα |