Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα


Ραψωδία Α 307-349 Η Χρυσηίδα επιστρέφει στην πατρίδα της
Η Βρισηίδα οδηγείται στον Αγαμέμνονα


 

Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος

 

 

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ημέρα

Η ιστορία της Χρυσηίδας τελειώνει

Στ' αρμονικά καράβια τους και στις σκηνές τραβούσαν
Αχιλλέας, Πάτροκλος κι οι σύντροφοι των δυο τους.
Πλοίο γοργό στη θάλασσα έσυρε ο Ατρείδης
και κωπηλάτες είκοσι ξεχώρισε· θυσίας
310 βόδια πολλά του φόρτωσε και έβαλε επάνω
τη Χρυσηίδα· αρχηγός ήταν ο Οδυσσέας.

Καθαρμοί στο αχαϊκό στρατόπεδο

Μπήκαν αυτοί κι αρμένιζαν στης θάλασσας τους δρόμους.
Και ο Ατρείδης πρόσταξε εξαγνισμό στα πλήθη:
πλύνονταν, τ' απονίμματα στη θάλασσα πετούσαν,
315 πρόσφεραν στον Απόλλωνα ταύρων, γιδιών θυσίες
στης άκαρπης της θάλασσας μπροστά το ακρογιάλι·
στον ουρανό ανέβαινε με τον καπνό η κνίσα.

Η Βρισηίδα

Αχιλλέας Βρισηίδα
Αχιλλέας Βρισηίδα Βρισηίδα Βρισηίδα Ο Ευρυβάτης και ο Ταλθύβιος οδηγούν τη Βρισηίδα μακριά από τον Αχιλλέα Αχιλλέας Αχιλλέας Η απομάκρυνση της Βρισηίδας Βρισηίδα Βρισηίδα Απομάκρυνση της Βρισηίδας. Απομάκρυνση της Βρισηίδας Αγαμέμνονας και Αχιλλέας Βρισηίδα

Έτσι μοχθούσαν στον στρατό· ωστόσο ο Ατρείδης
δε σταματούσε την οργή, τι είχε φοβερίσει·
320 μίλησε στον Ταλθύβιο, μαζί στον Ευρυβάτη,
που κράχτες και ακόλουθοι πρόθυμοι πάντα ήταν:
«Στου Αχιλλέα τη σκηνή, γιου του Πηλέα, πάτε
και την ομορφομάγουλη τη Βρισηίδα φέρτε·
αν δεν τη δώσει με καλό, θα πάω να την πάρω
325 εγώ με περισσότερους,που πιο κακό θα είναι.»
Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες·
στης άκαρπης της θάλασσας μπροστά το ακρογιάλι
άθελα βάδιζαν αυτοί· στων Μυρμιδόνων πήγαν
τα πλοία, τις σκηνές· αυτόν κοντά στο πλοίο είδαν
330 και στη σκηνή να κάθεται· χωρίς χαρά τους είδε.
Με φόβο στάθηκαν αυτοί και με ντροπή μπροστά του·
χαιρετισμό δεν έδιναν και δεν τον ερωτούσαν.
Αυτός όμως κατάλαβε τι ήθελαν και είπε:
«Γεια σας, κράχτες, μαντάτορες του Δία, των ανθρώπων,
335 ζυγώστε· δε μου φταίτε σεις, ο γιος του Ατρέα μόνο,
που σας ξαπόστειλε εδώ γι' αυτή τη Βρισηίδα.
Πάτροκλε αρχοντογέννητε, την κόρη βγάλε έξω
και δώσε τους να του την παν ας είναι μάρτυρές μου
μπρος στους μακάριους θεούς και στους θνητούς ανθρώπους,
340 μπρος στον σκληρό τον βασιλιά, τη μέρα που θα μ' έχουν
ανάγκη απ' αταίριαστο χαμό να τους γλιτώσω·
γιατί αυτός λυσσομανά με λογικά χαμένα
και ούτε πίσω ούτε μπρος να δει για κάτι ξέρει,
πώς Αχαιοί θα πολεμούν γεροί στα πλοία δίπλα.»
345 Έτσι είπε· και ο Πάτροκλος ακούγοντας τον φίλο
τη Βρισηίδα έβγαλε κι έδωσε να την πάνε.
Στα πλοία πια των Αχαιών τραβούσαν πάλι εκείνοι·
κι αθέλητά της πήγαινε αυτή.



Ραψωδία Α 350-431α Η συνάντηση Αχιλλέα – Θέτιδας


Α' ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:

● Ο Αχιλλέας ετοιμάζει την εκδίκησή του

● Το αίτημα του Αχιλλέα στη μητέρα του

● Η υπόσχεση της Θέτιδας

ΣΤΟΧΟΙ

Κατανόηση της αξίας της τιμής στην ομηρική κοινωνία και τη σχέση της με την ανδρεία.

Γνωριμία με τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα του έπους, του Αχιλλέα.

Κατανόηση ότι η συνάντηση του στρατιώτη-ήρωα (Αχιλλέα) με τη μητέρα του (Θέτιδα) εξυπηρετεί την εξέλιξη της πλοκής του μύθου και να χαρούν αυτή την πολύ ανθρώπινη και τρυφερή σκηνή που εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα καθαρά πολεμικό περιβάλλον.

Εμβάθυνση στο θέμα της θεολογίας του έπους (ανθρωπομορφισμός, σχέσεις μεταξύ θεών, προομηρικές τερατόμορφες θεότητες, σχέσεις θεών και ανθρώπων -προσευχή).

αλύτερη επισήμανση και κατανόηση των αφηγηματικών τεχνικών: α) επανάληψη (γεγονότων της δράσης που είναι ήδη γνωστά), β) προοικονομία, γ) επιβράδυνση, και τον λειτουργικό τους ρόλο.

«τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
ἐξαύδα, μη κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»
(Α στ. 363-364)


Θέτις-Αχιλλέας
Η Θέτιδα παρηγορεί τον Αχιλλέα. Σχέδιο του Β. Genelli, 1840/1844

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ημέρα

 

Δέηση του Αχιλλέα και εμφάνιση της μητέρας του

Ο Αχιλλέας απ' τους συντρόφους μακριά κάθισε δακρυσμένος
350 στην ακτή, την απέραντη τη θάλασσα θωρώντας·    δεσμός
στη μάνα προσευχήθηκε απλώνοντας τα χέρια:    δεσμός
«Μάνα, αφού λιγόχρονο με γέννησες στον κόσμο,
ο Δίας ο Ολύμπιος, θεός αψηλοβρόντης,
τιμή καν ας μου έδινε· μα τώρα ούτε λίγο
355 μ' ετίμησε· κι ο Ατρείδης τόσο μ' έχει προσβάλει·
ήρθε ο ίδιος κι άρπαξε το δώρο που έχω πάρει.»
Έτσι έλεγε δακρύζοντας· η σεβαστή του μάνα
τον άκουσε· στον γέροντα πατέρα της καθόταν πλάι,
στης θάλασσας το βάθος· αμέσως σαν ομίχλη
360 από το κύμα πρόβαλε, του στάθηκε στο πλάι,
τα χέρια της τον χάιδεψαν, του μίλησε και είπε:
«Τι κλαις, παιδί μου, ποιος καημός σου τάραξε τη σκέψη;
Πες μου, μην τον κρατάς κρυφό, να ξέρουμε κι οι δυο μας.»

Ο Αχιλλέας παραπονείται

Αχιλλέας Θέτιδα
Αχιλλέας Θέτιδα Θέτιδα Η Θέτιδα παρηγορεί τον Αχιλλέα. Θεοί εναντίον του Δία Θέτιδα

Στέναξε ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας κι είπε:
365 «Ξέρεις. Δε βλέπω τι να πω σε μια που καλοξέρει.
Λοιπόν, στον Ηετίωνα την άγια πόλη Θήβα
πήγαμε, την κουρσέψαμε και φέραμε τη λεία.
Τα μοίρασαν οι Αχαιοί καλά ανάμεσά τους
και στον Ατρείδη χάρισαν την κόρη Χρυσηίδα.
370 Μα του μακροσαγιτάρη ο ιερέας Χρύσης
στα γρήγορα των Αχαιών των χαλκοθωρακάτων
πλοία έφτασε, την κόρη με λύτρα να λυτρώσει
άπειρα· του Απόλλωνα του μακροσαγιτάρη
στεφάνια σε χρυσό ραβδί είχε· παρακαλούσε
375 όλους και πιο πολύ τους δυο πολέμαρχους Ατρείδες.
Συμφώνησαν οι Αχαιοί όλοι τον ιερέα
να σεβαστούν και να δεχτούν τα λαμπρά λύτρα τότε·
όμως στον Αγαμέμνονα δεν άρεζε καθόλου·
άσχημα τον απόδιωχνε, λόγο βαρύ του είπε.
380 Θύμωσε ο γέρος κι έφυγε· άκουσε την ευχή του
ο Απόλλωνας, έτσι που πολύ τον αγαπούσε.
Τα βέλη τα φαρμακερά έριχνε στους Αργείους·
σκοτώνονταν οι άνθρωποι ένας πάνω στον άλλο
και στο πλατύ στρατόπεδο ξεχύνονταν τα βέλη.
385 Χρησμολογώντας μίλησε του μακρορίχτη ο μάντης.
Τους είπα να γλυκάνουμε τον θεό εγώ πρώτος·
μα ο Ατρείδης θύμωσε, σηκώθηκε αμέσως,
μια απειλή ξεστόμισε, που έχει γίνει κιόλας.
Οι λαμπρόματοι Αχαιοί με γοργό πλοίο τώρα
390 στη Χρύσα την ξεπροβοδούν και στον θεό παν δώρα·
κι απ' τη σκηνή μου λίγο πριν ήρθαν και πήραν κράχτες
τη Βρισηίδα, Αχαιοί που μου την είχαν δώσει.
Μα τώρα συ, αν το μπορείς, βοήθησε τον γιο σου·
πηγαίνοντας στον Όλυμπο ικέτευσε τον Δία,
395 αν κάποτε τον εύφρανες με λόγο ή με πράξη.
Στο σπίτι του πατέρα μου συχνά σ' έχω ακούσει
και να καυχιέσαι λέγοντας πως μόνη συ τον Δία, δεσμός
τον μαυροσύννεφο έσωσες απ' άπρεπη ζημιά του,
όταν οι άλλοι Ολύμπιοι ήθελαν να τον δέσουν,
400 η Ήρα, ο Ποσειδώνας κι η Αθηνά Παλλάδα·
μα πήγες συ, τον γλίτωσες, θεά, απ' τα δεσμά του·
πήρες τον εκατόχερο στις κορυφές του Ολύμπου,
που απ' τους θεούς Βριάρεως κι Αιγαίωνας απ' όλο
τον κόσμο ονομάζεται· η δύναμή του είναι
405 απ' τον πατέρα πιο τρανή· κάθισε με καμάρι,
τρόμαξαν οι αθάνατοι, δεν έδεσαν τον Δία.
Θύμισε αυτά, πλάι κάθισε, πιάσε τα γόνατά του,
τους Τρώες αν θα ήθελε να βοηθήσει τώρα, δεσμός
να σπρώξει προς τη θάλασσα τους Αχαιούς, στα πλοία
410 ματοκυλώντας τους, κι όλοι να καμαρώσουν ρήγα,
να νιώσει και την τύφλα του ο άρχοντας Ατρείδης,
που διόλου δε σεβάστηκε των Αχαιών τον πρώτο.» δεσμός

Η Θέτιδα θα μεσολαβήσει στον Δία

Δακρύζοντας η Θέτιδα γύρισε και του είπε:
«Παιδί μου, τι σ' ανάθρεφα, τον πικρογεννημένο!
415 Ας έμενες αδάκρυτος, γερός στα πλοία δίπλα,
μια κι απ' τη μοίρα σου ζωή λίγη, πολλή δεν έχεις.
Όμως και γοργοθάνατος και πιο δυστυχισμένος
γεννήθηκες· κακόμοιρο στο σπίτι σε γεννούσα.
Στο χιονοσκέπαστο Όλυμπο θα πάω να μιλήσω
420 στον κεραυνόχαρο Δία, μήπως και με ακούσει.
Τώρα συ πάνε, κάθισε στα γοργά πλοία πλάι,
κράτα θυμό στους Αχαιούς, μην πολεμάς καθόλου.
Στους άψογους Αιθίοπες, στον Ωκεανό πήγε
ο Δίας χτες για φαγητό, κι όλοι οι θεοί μαζί του.
425 Τη μέρα τη δωδέκατη στον Όλυμπο θα πάει·
τότε στο χαλκοκάτωφλο παλάτι του θα πάω,
θα πέσω μπρος στα πόδια του· νομίζω, θα μ' ακούσει.»
Μίλησε έτσι κι έφυγε· τον άφησε οργισμένο
εκεί για την ωριόζωστη την κόρη που του πήραν
430 αθέλητά του και με βία.

 

εγγονόπουλος
Πηλεύς και Θέτις, του Ν. Εγγονόπουλου, 1976. Συλλογή Ε. Εγγονοπούλου.

 

 

 

 


 

στ. 350-352 Μετά την αποχώρηση της Βρισηίδας ο Αχιλλέας απομακρύνεται μόνος στην άκρη της θάλασσας, όπου θρηνώντας επικαλείται τη μητέρα του.

στ. 350-357 συμπληρωματικά σχόλια 1: Επισημαίνουμε ότι η προσευχή γίνεται στο ακρογιάλι και απευθύνεται στην κοντινότερη θεότητα αυτού που προσεύχεται. Το ίδιο παρατηρούμε στην προσευχή του Χρύση (Α στ. 35-46) ή του Τηλέμαχου στην Οδύσσεια (β 260-269, μτφρ. Ζ. Σίδερη). Το σκηνικό («μόνος στ' ακρογιάλι... εκοίταζε τ' απέραντα πελάγη») δικαιολογείται από την ιδιαίτερη σχέση του Έλληνα της ομηρικής (αλλά και κάθε) εποχής με τη θάλασσα, στην οποία απέδιδε διάφορες ιδιότητες (π.χ. καθαρτικές) και την οποία θεωρούσε κατοικία πολλών θεοτήτων. Το γεγονός μάλιστα ότι η προσευχή του ήρωα απευθύνεται σε θαλάσσια θεότητα είναι ένας ακόμη λόγος για να γίνει στην ακρογιαλιά. Αξίζει ακόμη να σημειώσουμε ότι και στις τρεις προσευχές που αναφέρθηκαν η θεότητα ανταποκρίνεται αμέσως, είτε υλοποιώντας το αίτημα που της υποβλήθηκε (Απόλλωνας -προσευχή Χρύση) είτε με την εμφάνισή της (Αθηνά στον Τηλέμαχο με ενανθρώπιση και Θέτιδα στον Αχιλλέα με επιφάνεια).

στ. 351  συμπληρωματικά σχόλια 2: Ο Αχιλλέας δε γνωρίζει ότι θα πεθάνει πριν από το τέλος του Τρωικού πολέμου. Ο ποιητής όμως διαμορφώνει τη μελλοντική εξέλιξη και υποβάλλει τη σχετική γνώση στον Αχιλλέα. Μόνο έτσι δικαιολογείται αυτή η προαίσθηση. Η βραχύτητα της ζωής, ωστόσο, έπρεπε να συνοδεύεται από μια τιμημένη ζωή. Η αντίληψη αυτή έχει συνδεθεί με μιαν άλλη, που υποστηρίζει ότι όποιον τον αγαπάει ο θεός πεθαίνει νέος (νέος ἀπόλλυται ὅντινα θεός φιλεῖ). Το θέμα του πρόωρου θανάτου του ήρωα θα επαναλαμβάνεται σ' όλη τη διάρκεια του έπους (πρβ. Α στ. 417). Στη ραψωδία Ι βέβαια, για λόγους που εξυπηρετούν τη σκηνή της «πρεσβείας», ο Αχιλλέας παρουσιάζεται να έχει το δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα σε μια ήσυχη και μακροχρόνια αλλά στερημένη από δόξα ζωή και σε έναν πρόωρο, ένδοξο και τιμημένο θάνατο (1410-416). Αυτόν τον θάνατο θα διαλέξει βέβαια στο Σ97 κ.εξ., θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του Πάτροκλου.

στ. 352 λιγόχρονο: σύμφωνα με τον μύθο, ο Αχιλλέας θα πέθαινε νέος, πριν από τη λήξη του Τρωικού πολέμου. Αντιστάθμισμα για τον πρόωρο θάνατο ήταν η τιμή που θα κέρδιζε ο ήρωας.

στ. 353  αψηλοβρόντης: παραδοσιακό επίθετο του Δία, του θεού που κρατούσε τον κεραυνό. Πρβ. Βροντοφόρος (στ. 590), όπου το επίθετο χρησιμοποιείται ουσιαστικοποιημένο.

στ. 359 Η Θέτιδα ήταν μια από τις Νηρηίδες, τις θυγατέρες του Νηρέα, του γέροντα της θάλασσας. Η θεά μετά τη γέννηση του Αχιλλέα εγκατέλειψε τον θνητό σύζυγό της, τον Πηλέα, και ζούσε με τη θεϊκή υπόστασή της στα βάθη της θάλασσας. Όταν όμως η ποιητική ανάγκη το απαιτεί (π.χ. στ. 397) ο ποιητής τοποθετεί τη Θέτιδα στο παλάτι του Πηλέα στη Φθία.

στ. 359 σαν ομίχλη: παραμυθικό μοτίβο. Οι μορφές των παραμυθιών έρχονται στον πραγματικό κόσμο σαν ομίχλη και σιγά σιγά παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Το ίδιο συμβαίνει και στα παραμύθια της Ανατολής (π.χ. στο λυχνάρι του Αλαντίν). Εδώ χρησιμοποιείται η ομίχλη για τον πρόσθετο λόγο ότι πρόκειται για θεότητα της θάλασσας και επειδή οι υδρατμοί που ανεβαίνουν από τη θάλασσα δίνουν την εντύπωση ανθρώπινης μορφής σε κάποιον που βρίσκεται σε απόσταση.

στ. 366  Θήβα: πόλη της Μυσίας κοντά στην Τροία. Βασιλιάς της ήταν ο Ηετίωνας, ο πατέρας της Ανδρομάχης, γυναίκας του Έκτορα. Την πόλη κυρίευσε ο Αχιλλέας, σκοτώνοντας τον βασιλιά και τους εφτά γιους του (βλ. Ζ 395 κ.εξ. και Ζ 413 κ.εξ.). Τότε αιχμαλωτίστηκε και η Χρυσηίδα, που ήταν σε επίσκεψη στη Θήβα (πρβ. σχόλ. στ. 185).

στ. 382 Ο λοιμός, που τον προκαλούσαν τα βέλη του θεού, απλωνόταν παντού, σε όλες τις κατευθύνσεις του στρατοπέδου.

στ. 385 μακρορίχτη ο μάντης: ο ομηρικός άνθρωπος πίστευε ότι ο θεός αποκάλυπτε στον μάντη το θέλημά του και εκείνος το εξηγούσε στη συνέχεια με τον χρησμό του.

στ. 397  συμπληρωματικά σχόλια 3: Ο στίχος συμπυκνώνει την οικογενειακή ατμόσφαιρα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο ποιητής σε όλη αυτήν τη σκηνή· εδώ ενώνονται τα τρία μέλη της οικογένειας που ζουν σε διαφορετικούς τόπους: ο πατέρας στη Φθία, η μητέρα στον βυθό της θάλασσας και ο γιος στην τρωική πεδιάδα.

στ. 398 μαυροσύννεφο: επίθετο του Δία (= αυτός που τον καλύπτουν μαύρα σύννεφα). Αλλού νεφελοσυνάκτης (στ. 512, 561 κ.α., πρβ. σχόλ. στ. 354).

στ. 399 κ.εξ. Η Ήρα, η Αθηνά και ο Ποσειδώνας, οι οποίοι είναι τώρα με το μέρος των Αχαιών, είχαν συνωμοτήσει κάποτε εναντίον του Δία. Ο μύθος αυτός δεν παραδίδεται από άλλη πηγή και μάλλον δημιουργείται εδώ από τον ποιητή, ώστε ο Δίας να χρωστά ευγνωμοσύνη στη Θέτιδα.

στ. 402 Οι εκατόγχειρες ήταν τρεις, ο Βριάρεως, ο Γύης και ο Κόττος. Συχνά αναφέρονται στο έπος διαφορές στα ονόματα που έδιναν οι θεοί και σε εκείνα που έδινε η γλώσσα των ανθρώπων: π.χ. τον ποταμό της τρωικής πεδιάδας οι θεοί τον ονόμαζαν Ξάνθο, ενώ οι άνθρωποι Σκάμανδρο (Υ 73-74). Ίσως η διαφοροποίηση αυτή δείχνει μια τάση διαχωρισμού του θεϊκού από τον ανθρώπινο κόσμο και τρόπο σκέψης.

στ. 407 πιάσε τα γόνατά του: στην τυπική στάση ικεσίας ο ικέτης με το ένα χέρι του άγγιζε το πιγούνι του προσώπου που ικέτευε και με το άλλο τού αγκάλιαζε τα γόνατα (πρβ. στ. 501 κ.εξ.).

στ. 408 συμπληρωματικά σχόλια 4: Η βοήθεια του Δία προς τον Αχιλλέα θα ήταν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι Τρώες να στριμώξουν τους Αχαιούς στην άκρη της θάλασσας, κολλητά στις πρύμνες των πλοίων· αυτό οι Αχαιοί θα το οφείλουν στο καταστροφικό πείσμα του Αγαμέμνονα. Ο ειρωνικός τόνος της φράσης «για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι» είναι έκδηλος, ενώ η ενοχοποίηση όλων των Αχαιών συνεχίζεται από τον Αχιλλέα.

Ο ρόλος της Θέτιδας σ' αυτόν τον μύθο δείχνει ότι αυτή είναι η καταλληλότερη θεότητα για να μεταφέρει το αίτημα του Αχιλλέα στον Δία· δεν είναι μόνο η μητέρα του αδικημένου ήρωα, αλλά και εκείνη που κάποτε έσωσε με τις ενέργειές της τον πατέρα των θεών από βέβαιο κίνδυνο. Υποβάλλοντας λοιπόν το αίτημά της δεν θα επικαλεστεί μόνο το δίκιο του γιου της, αλλά και τη χάρη που της χρωστά από παλιά ο Δίας (δίκαιο της προσφοράς - ανταπόδοσης). Ο Αχιλλέας υποδεικνύει επίσης στη μητέρα του να πάρει την τυπική στάση της ικεσίας (στ. 408· πρβ. στ. 395), ώστε η μεσολάβησή της να είναι αποτελεσματική.

στ. 412 συμπληρωματικά σχόλια 5: Διαπιστώνουμε επίσης ότι στην προσευχή του Πηλείδη κυριαρχεί η έννοια της τιμής (τιμήν, τιμήσει στ. 355· ατίμασεν στ. 356)· ο ήρωας μάλιστα παρουσιάζει την τιμή σαν κάτι που του το οφείλουν οι θεοί (ο Δίας, στ. 354), σαν αντιστάθμισμα στο γεγονός ότι θα πεθάνει νέος (κοντόχρονον, στ. 353). Εκείνο που θλίβει τον Αχιλλέα δεν είναι η σύντομη ζωή (μία μόνο αναφορά, στ. 353), αλλά η ηθική μείωση και η ατίμωση (τέσσερις αναφορές, στ. 355α, 355β, 356, 357) που υφίσταται με τη βίαιη αφαίρεση του δώρου του («άρπαξεν το δώρο», στ. 357). Το δώρο (γέρας) για τον ομηρικό ήρωα ήταν η ανταμοιβή και η αναγνώριση της ανδρείας του στη μάχη. Και η τιμή, αποτέλεσμα της ανδρείας του, δεν ήταν αξία ιδεατή, αλλά είχε και το υλικό της αντίκρισμα, που εκφραζόταν ως έμπρακτη αναγνώριση από την κοινωνία των συμπολεμιστών και ως υλικό όφελος (αριστείον, γέρας).

στ. 414 κ.εξ. Η Θέτιδα ως θεά γνωρίζει ότι για τον Αχιλλέα είναι δοσμένο από τη μοίρα του να ζήσει λίγο (βλ. σχόλ. στ. 353), γι' αυτό τον χαρακτηρίζει πικρογεννημένο (= γεννημένος για να δοκιμάζει πίκρες). Ως αντάλλαγμα, λοιπόν, για τη λίγη ζωή που του έχει δοθεί από την κακή μοίρα του (άμοιρα, στ. 419) θα έπρεπε να κάθεται στα καράβια του χωρίς λύπες και χωρίς δάκρυα.

στ. 420 κεραυνόχαρο: στο πρωτότυπο τερπικέραυνος = αυτός που τέρπεται, που χαίρεται με τους κεραυνούς (πρβ. σχόλ. στ. 354).

στ. 423 Αιθίοπες: οι Αιθίοπες ήταν μυθικός λαός που, όπως μαρτυρεί και το όνομά τους, ήταν μελαψοί. Κατοικούσαν στα δύο άκρα της γης (βλ. Οδύσσεια,α 27 κ.εξ.), κοντά στον Ωκεανό, αφού σύμφωνα με την ομηρική αντίληψη η γη ήταν επίπεδη και την περιέβαλλε ο ποταμός Ωκεανός. Οι Αιθίοπες ήταν ευσεβείς και αγαπητοί στους θεούς, γι' αυτό χαρακτηρίζονται θείοι (στ. 424).

στ. 425 Τη μέρα τη δωδέκατη: υπολογίζονται από τη μέρα που μιλάει η Θέτιδα. Ο αριθμός είναι τυπικός (βλ. σχόλ. στ. 54).

στ. 426 χαλκοκάτωφλο: στο παλάτι του Δία το πάτωμα είχε επένδυση από χαλκό, όπως και το ανάκτορο του Αλκίνοου (Οδύσσεια, η 38 κ.εξ.). Το επίθετο είναι κοσμητικό και θέλει να δηλώσει τον πλούτο και την πολύτιμη κατασκευή.

 

αρχή

 



 

Η προσευχή του Τηλέμαχου

 

«Τράβηξε κι ο Τηλέμαχος αλάργα στ' ακρογιάλι
κι αφού στο κύμα νίφτηκε στην Αθηνά δεόνταν ·
"Άκου με, αθάνατη θεά, που χτες στο σπίτι μου ήρθες
και μου 'πες στον θαμπό γιαλό να τρέξω με καράβι,
να μάθω του πατέρα μου τον γυρισμό, που λείπει
χρόνια στα ξένα. Κι οι Αχαιοί μου φέρνουν όλο εμπόδια
κι οι φαντασμένοι πιο πολύ μνηστήρες απ' τους άλλους".
Έτσι δεήθη κι ήρθε ευτύς η Αθηνά κοντά του
μοιάζοντας με τον Μέντορα σ' όλα, φωνή και σώμα,
κι έτσι με λόγια πεταχτά του 'δωσε θάρρος κι είπε».

(Οδύσσεια β 260-269, μτφρ. Ζ. Σίδερης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ.)

 

Η στέρηση του πολεμικού βραβείου είχε ως συνέπεια την ατίμωση του ήρωα


Αίας: Αι, αι - ποιος θα το πίστευε πως έτσι
βαλμένο στ' όνομά μου θα ταιριάζει
στα πάθη μου· τι δυο φορές μου πρέπει
και τρεις να κράζω αιαι, μια και με βρήκαν
χαλασμοί τέτοιοι, εμένα που ο γονιός μου
πήρε απ' αυτήν εδώ τη γη της Ίδης,
πρώτος μες σ' όλο τον στρατό, τα πρώτα
βραβεία και φορτωμένος λαμπρή δόξα
γύρισε στην πατρίδα του- κι ο γιος του
εγώ, στον ίδιο τόπο της Τρωάδας
φτασμένος ύστερα κι όχι πιο λίγη
δείχνοντας απ' αυτόν αντρεία κι έργα
μικρότερα καθόλου, ντροπιασμένος
χάνομαι απ' τους Αργείους. Όμως έχω
τη γνώμη πως καλά το ξέρω ετούτο.
Αν ζούσ' ο Αχιλλέας κι ήταν να κρίνει
ποιος θ' άξιζε για την παλικαριά του
τα όπλα του να λάβει, κανείς άλλος
εξόν εμένα δε θα τα 'παιρνε- μα τώρα
σ' έναν πανούργο τα 'δωσαν οι Ατρείδες,
καταφρονώντας τη δικιά μου αξία. [...]
Πίσω να φύγω στην πατρίδα μου, το Αιγαίο
πέλαγο να περάσω, τους Ατρείδες
μόνους και το καραβοστάσι παρατώντας;
Και με τι μάτια τον γονιό μου Τελαμώνα
θα δω; Πώς η καρδιά τον θα βαστάξει
να μ' αντικρίσει μπρος τον μ' άδεια χέρια
δίχως βραβεία παλικαριάς, που εκείνος
πήρε γι' αυτά λαμπρό στεφάνι δόξας;
Όχι, δεν το μπορώ.


(Σοφοκλής, Αίας, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, στ. 509-529, 545-554 [430-446, 460-466 στο πρωτότυπο], ΟΕΔΒ, Αθήνα 2000)

 

 

αρχή

 


 

1. Ποιο είναι το αίτημα του Αχιλλέα και γιατί η Θέτιδα είναι η πιο κατάλληλη θεότητα για να το μεταφέρει στον Δία; Πώς αντιδρά η Θέτιδα στο αίτημα του γιου της, τι του υπόσχεται και τι τον προτρέπει να κάνει; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με στοιχεία από το κείμενο.

2. Συγκρίνοντας την εικόνα που παρουσιάζει ο Αχιλλέας στη συνάντηση με τη μητέρα του (στ. 350-430) με την εικόνα που σχηματίσατε γι' αυτόν κατά τη φιλονικία του με τον Αγαμέμνονα στη συνέλευση των Αχαιών (στ. 122 κ.εξ.), ποιες διαφορές παρατηρείτε; Να στηρίξετε την απάντησή σας με χωρία του κειμένου.

3. Μελετώντας τους λόγους του Αχιλλέα (στ. 353-357 και 365-413), τι συμπεραίνετε για την αξία της τιμής στην ομηρική κοινωνία; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο.

Σοφοκλής, Αίας, απόσπασμα (δες στα Παράλληλα Κείμενα)

4. Προσέξτε την παρουσία της Θέτιδας στο πλαίσιο της αντίληψης περί ανθρωπομορφισμού των θεών (βλ. ερώτηση 4 στην προηγούμενη ενότητα) και σημειώστε ποια στοιχεία της συμπεριφοράς της είναι ανθρώπινα και ποιες ιδιότητές της παραμένουν θεϊκές. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

5. Σε ποια σημεία της ενότητας ο ποιητής χρησιμοποιεί τις αφηγηματικές τεχνικές της προοικονομίας (τι προοικονομείται κάθε φορά;) και της επιβράδυνσης; Τι πετυχαίνει με τη χρήση τους απέναντι στον Αχιλλέα και απέναντι στον ακροατή του έπους;

6. Να συγκρίνετε τις προσευχές του Αχιλλέα (στ. 353-357), του Χρύση (στ. 37-42) και του Τηλέμαχου (βλ. Παράλληλο κείμενο). Προσέξτε επίσης το σκηνικό χώρο όπου γίνονται οι προσευχές και τι ακολουθεί αμέσως μετά. Να σημειώσετε τις ομοιότητες και να δικαιολογήσετε τις διαφορές. Τι παρατηρείτε;

 

αρχή

 



 

1. Η εμφάνιση της Θέτιδας

 

«Η ακόλουθη σκηνή ανάμεσα στον Αχιλλέα και τη μητέρα του τη Θέτιδα έχει μεγάλη σημασία για την πλοκή του ποιήματος, καθώς οδηγεί κατευθείαν στην ήττα των Ελλήνων και στον θάνατο του Πατρόκλου. Η σημασία της έγκειται επίσης στο ότι παρουσιάζει για πρώτη φορά ένα από τα σπουδαιότερα θέματα του ποιήματος, την αγανάκτηση και τη θλίψη που νιώθει ο άνθρωπος απέναντι στο απώτατο για το ανθρώπινο γένος όριο, τον θάνατο. Ο Αχιλλέας, θλιμμένος, πηγαίνει στην έρημη ακρογιαλιά και καλεί τη μάνα του, τη θαλασσινή θεά. Στην προσευχή του η συνήθης διεκδίκηση της θείας εύνοιας προσλαμβάνει (περίπτωση μοναδική σ' όλο το ποίημα) τη μορφή μιας επίκλησης βασισμένης στο γεγονός ότι η ζωή του θα είναι τόσο σύντομη. Η Θέτις αναδύεται από τα ύδατα σαν αχλή, σε μια δραστικά αόριστη σύμφυρση παρομοίωσης και μεταμόρφωσης — δεν πρέπει να φαντασθούμε μιαν ανθρωπόμορφη οντότητα να ξεπετιέται από τα κύματα, αλλά μια θαλασσινή αχλή που βαθμιαία συμπυκνώνεται σε ανθρώπινη μορφή πλάι στον δακρυσμένο ήρωα. Μιλεί για τα πάθη του ώρα πολλή, αφού πρέπει να νιώσομε το μέγεθος του πόνου του, προτού να εξαφανισθεί στα παρασκήνια για πάρα πολλές ραψωδίες- στο ανθρώπινο επίπεδο, εξάλλου, είναι απόλυτα δικαιολογημένο, από ψυχολογική άποψη, να ιστορήσει τα πάθη του στη στοργική του μητέρα. Τέλος, της ζητεί να εξασφαλίσει τη βοήθεια του Διός, προκειμένου να ηττηθούν οι Έλληνες όσο εκείνος θα λείπει. Εκείνη συμφωνεί, και τα πρώτα-πρώτα λόγια της επιτείνουν την τραγικότητα της κατάστασής του, καθώς επαναλαμβάνει ότι ο γιος της δεν είναι μονάχα θνητός σαν όλους τους ανθρώπους, αλλά και σημαδεμένος από τη μοίρα να πεθάνει νέος (στ. 417-418). Εκείνη φεύγει- μα τα λόγια του ποιητή δεν μας οδηγούν να την ακολουθήσομε στον δρόμο της επιστροφής της, όπως συνήθως συμβαίνει στο τέλος των πιο πολλών από τις επισκέψεις θεοτήτων, αλλά μας κρατούν εκεί, στην ακρογιαλιά, πλάι στον θλιμμένο Αχιλλέα» (Edwards M.W., σελ. 251-252).

 

2. Ο θρήνος του Αχιλλέα

 

«[...] Στην ομηρική Ιλιάδα οι ήρωες θρηνούν και δεν νιώθουν καθόλου την ανάγκη να δικαιολογηθούν γι' αυτό. Η χειρότερη βρισιά για έναν ομηρικό ήρωα ήταν να τον αποκαλέσουν γυναίκα· συμβαίνει μάλιστα σε κάποια σκηνή τον ιλιαδικού έπους ένας Αχαιός να επιπλήξει τους συμπολεμιστές του για τη συμπεριφορά τους, αποκαλώντας τους "Αχαΐδες" (για παράδειγμα ο Μενέλαος στο Η 96- πρβ. Β 235 και Θ 163), ποτέ όμως η μομφή αυτή δεν οφείλεται στα δάκρυά τους.

Όταν ο Αχιλλέας παρομοιάζει τον Πάτροκλο, που κλαίει, με μικρό κοριτσάκι που τρέχει πίσω από τη μητέρα του (Π 7 κ.εξ.), ο φίλος του ήρωα δεν αντιδρά αρνητικά σ' αυτά τα λόγια και τα προσπερνά χωρίς καν να τα σχολιάσει, γεγονός που δείχνει ότι τα αντιλαμβάνεται σαν έκφραση στοργής και τρυφερότητας. Όταν πάλι στη συνέλευση των Αχαιών ο Αγαμέμνονας, «χύνοντας δάκρυα σα βρύση», προτείνει να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής άπρακτοι, δέχεται την επίθεση του Διομήδη που τον κατηγορεί για δειλία, όχι όμως εξαιτίας των θρήνων του, αλλά για την ηττοπάθεια που δείχνει η πρότασή του (19 κ.εξ.).

Φαίνεται λοιπόν πως το κλάμα δεν είναι υποτιμητικό για τον ομηρικό ήρωα – αυτός μπορεί να αφήσει τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα είτε σε μια ιδιωτική σκηνή μ' ένα φίλο είτε μπροστά στους συντρόφους στη μάχη, ακόμη και στη συνέλευση του στρατού, έστω και αν είναι ο αρχιστράτηγος, χωρίς να φοβάται ότι θα του προσάψουν γι' αυτό δειλία και έλλειψη ανδρείας. Στην Ιλιάδα τα δάκρυα ρέουν άφθονα· η ίδια η ομηρική μάχη εξάλλου δεν είναι μόνο κυδιάνειρα αλλά και δακρυόεσσα (Ν 765), αφού κλείνει μέσα της τόσο κλέος όσους και θρήνους· και ο πόλεμος, είτε λέγεται με τ' όνομά του είτε μετωνυμικά "Άρης", χαρακτηρίζεται δακρυόεις και πολύδακρυς δηλαδή πρόξενος πολλών δακρύων (π.χ. Ε 737, Θ 388 και Τ 318).

[...] Παράδειγμα ο Αχιλλέας, ο αντιπροσωπευτικότερος ομηρικός ήρωας, πρότυπο ηρωισμού και ανδρείας, του οποίου τα δάκρυα μνημονεύονται από την αρχή ως το τέλος της Ιλιάδας πλάι στα κατορθώματά του, έτσι που ο λόγος της μητέρας του στην αρχή του έπους (Α 415), ότι ο γιος της, αν και "λιγόζωος , ωκύμορος, δεν μένει ποτέ αδάκρυτος και απήμων, να ηχεί σαν τραγική προσήμανση που βγαίνει αληθινή. Πράγματι, αν η Ιλιάδα είναι το έπος της οργής του Αχιλλέα, είναι ταυτόχρονα και το έπος του πόνου του, που εκφράζεται με θρήνους. Όταν ο Αγαμέμνονας του αφαιρεί βίαια το τιμητικό γέρας του, τη Βρισηίδα, ο ήρωας κλαίει στην άκρη της θάλασσας (Α 349 κ.εξ.). [...] Στον κόσμο του Ομήρου, λοιπόν, τα δάκρυα δεν "ανατίθενται" στους "κατώτερους ανθρώπους" ούτε στις λιγότερο "σπουδαίες" γυναίκες, αλλά ο ποιητής τα δίνει απλόχερα στους εξοχότερους και ευγενέστερους, και μάλιστα στους πιο ανδρείους. [...]

 

Ο σκηνικός χώρος του ηρωικού θρήνου.

[...] Οι άνδρες, όπως είναι φυσικό, κλαίνε έξω, στον χώρο δράσης του αρσενικού. Βρέχουν με τα δάκρυά τους το πεδίο της μάχης, το οποίο κάποια άλλη στιγμή θα το ποτίσουν με το αίμα τους· είναι και αυτό ακόμη μια ένδειξη ότι οι ήρωες δεν ντρέπονται για τα δάκρυά τους. Ο Αχιλλέας, όταν χάνει το αγαπημένο του τιμητικό δώρο, τη Βρισηίδα, κλαίει θίν' ἐφ' ἁλός πολιῆς, ὁρόων ἐπ' ἀπείρονα πόντον, και όταν ο αγαπημένος του εταίρος κείτεται στο νεκροκρέβατο, ο ίδιος ο ήρωας και οι σύντροφοί του βρέχουν με τα δάκρυά τους την άμμο (Ψ 15-16). Ο πολεμιστής πρέπει να κλάψει έξω, πάνω στα όπλα του (Ψ 15-16), δίπλα σ' αυτούς που τον συντροφεύουν στη μάχη, πλησιάζοντας τον νεκρό με τα άλογα και τα άρματα της μάχης (Ψ 8)· και αυτή η εικόνα δημιουργεί την εντύπωση ότι θρήνος και μάχη συγγενεύουν για τον ομηρικό ήρωα. Ακόμη και όταν ο θρήνος γίνεται στον εσωτερικό χώρο μιας σκηνής (Τ 303 κ.εξ.), αυτό το εσωτερικό αποτελεί μέρος του ευρύτερου εξωτερικού ανοικτού χώρου του στρατοπέδου, που αποτελεί πεδίο δράσης του ήρωα. Στο παλάτι του Πριάμου, το οποίο βρίσκεται έξω από τα όρια του στρατοπέδου, στον περίκλειστο χώρο της πόλεως, ο γέροντας βασιλιάς και οι γιοι του θρηνούν τον Έκτορα έξω στον αυλόγυρο (Ω 161 κ.εξ.), ενώ οι κόρες και οι νύφες του θρηνούσαν μέσα στο παλάτι (Ω 166). Ο ομηρικός ήρωας εκθέτει τον θρήνο του στο φως, στον γνώριμο χώρο της δράσης του, σε αντίθεση με τη γυναίκα που κλαίει στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού. [...]

[...] Τα δάκρυα των ομηρικών ηρώων είναι πολλά, χωρίς όμως να είναι ένδειξη αδυναμίας ή μικροψυχίας· αντίθετα, εκφράζουν δυναμισμό και ζωντάνια και μάλιστα υπαγορεύονται από τις ίδιες αξίες που αποτελούν την καύσιμη ύλη του "ηρωικώς δραν". Στον θρήνο, όπως και στον πόλεμο, η συμπεριφορά του ήρωα ρυθμίζεται από τους κανόνες και τις αξίες του επικού ηρωικού κώδικα, στον οποίο την πρωτοκαθεδρία κατέχει η τιμή. Ο τρόπος, εξάλλου, με τον οποίο παριστάνει ο ποιητής τον ηρωικό θρήνο, χαρακτηρίζεται από την ενεργητικότητα και την αρρενωπότητα που ταιριάζει στο ηρωικό επικό πρότυπο. Ο πολεμιστής που κλαίει είναι σαν να διπλασιάζεται: η δύναμη και η ενέργεια που απελευθερώνονται και εξωτερικεύονται μέσω των δακρύων του εγγράφονται στο κορμί του, εκφράζονται σωματικά, όπως η πολεμική ορμή που δείχνει στη μάχη. Τέτοιους θρήνους και οδύνες μόνο ήρωες μπορούν να υποφέρουν και να εκφράσουν· και μάλιστα οι ομηρικοί ήρωες, οι οποίοι δεν είναι μέσες μορφές, αλλά, κατά την αριστοτελική έκφραση, ακρότητες ως προς την τελειότητα: ακρότητες τόσο ως προς την αρετή-ανδρεία, όσο και ως προς την έκφραση των συναισθημάτων τους.»

(Πανούσης Γ.Α., «Θρήνοι ηρώων...., σελ. 43-51)

 

αρ