Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ημέρα
Στες πρύμνες του και στες σκηνές εγύρισ' ο Πηλείδης
και οι σύντροφοί του οπίσω του με τον Μενοιτιάδη·
κι έριξ' ο Ατρείδης γρήγορο στην θάλασσαν καράβι
με κουπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην
310 προς τον θεόν και ανέβασε την κόρην Χρυσηίδα·
και αρχηγός ο συνετός ανέβηκε Οδυσσέας.
Κι ενώ στα πλάτη αρμένιζαν εκείνοι της θαλάσσης,
ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη·
315 κι εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ' αποπλύματ' όλα
έριχναν μες στην θάλασσαν, και τέλειες εκατόμβες
ταύρων κι ερίφων έκαιαν ακρόγιαλα του Φοίβου
και ανέβαιν' ως τον ουρανόν καπνός ευωδιασμένος.
Τούτα ενεργούσαν στον στρατόν, και ασάλευτος ο Ατρείδης
320 σ' ό,τι εφοβέρισε απ' αρχής να κάμει του Αχιλλέως
είπε προς τον Ταλθύβιον και προς τον Ευρυβάτην,
που ήσαν αυτοί κήρυκες και ακόλουθοι δικοί του:
«Εις του Πηλείδη την σκηνήν αμέτε, του Αχιλλέως,
και από το χέρι πάρετε την κόρην Βρισηίδα,
325 και αν δεν την δώσει, με πολλούς θα έλθω να την πάρω
εγώ· μ' αυτό χειρότερα θα ταραχθεί η ψυχή του».
Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες·
άθελα εκείνοι παίρνοντας την άκραν της θαλάσσης
στων Μυρμιδόνων τες σκηνές και τα καράβια φθάσαν.
330 Καθήμενον εις την σκηνήν σιμά και στο καράβι
τον ήβραν και να τους ιδεί δεν χάρηκε ο Πηλείδης.
Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα
εκείνοι εμέναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν·
τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε,
335 «αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων·
ελάτ' εμπρός, δεν φταίτε σεις, ο Αγαμέμνων φταίει
πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως.
Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε
και να την πάρουν δώσε την και ας είναι αυτοί μαρτύροι
340 προς τους θεούς, προς τους θνητούς και προς τον βασιλέα
εκείνον τον σκληρόψυχον, αν ποτέ φθάσει ανάγκη
από αχρείον όλεθρον να σώσω εγώ τους άλλους·
τωόντι αυτός λυσσομανεί με λογικά χαμένα
και δεν γνωρίζει τα εμπρός να ιδεί και τα κατόπι,
345 πώς να του μάχοντ' οι Αχαιοί γεροί σιμά στα πλοία».
Και απ' την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα
έβγαλε και την έδωκε στα χέρια των κηρύκων,
κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία,κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη·
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Ο Αχιλλέας ετοιμάζει την εκδίκησή του
● Το αίτημα του Αχιλλέα στη μητέρα του
● Η υπόσχεση της Θέτιδας
ΣΤΟΧΟΙ
Κατανόηση της αξίας της τιμής στην ομηρική κοινωνία και τη σχέση της με την ανδρεία.
Γνωριμία με τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα του έπους, του Αχιλλέα.
Κατανόηση ότι η συνάντηση του στρατιώτη-ήρωα (Αχιλλέα) με τη μητέρα του (Θέτιδα) εξυπηρετεί την εξέλιξη της πλοκής του μύθου και να χαρούν αυτή την πολύ ανθρώπινη και τρυφερή σκηνή που εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα καθαρά πολεμικό περιβάλλον.
Εμβάθυνση στο θέμα της θεολογίας του έπους (ανθρωπομορφισμός, σχέσεις μεταξύ θεών, προομηρικές τερατόμορφες θεότητες, σχέσεις θεών και ανθρώπων -προσευχή).
αλύτερη επισήμανση και κατανόηση των αφηγηματικών τεχνικών: α) επανάληψη (γεγονότων της δράσης που είναι ήδη γνωστά), β) προοικονομία, γ) επιβράδυνση, και τον λειτουργικό τους ρόλο.
«τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
ἐξαύδα, μη κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»
(Α στ. 363-364)
Η Θέτιδα παρηγορεί τον Αχιλλέα. Σχέδιο του Β. Genelli, 1840/1844
350 τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ' ακρογιάλι μόνος
καθήμενος εκοίταζε τ' απέραντα πελάγη
και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια:
«Μητέρ', αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον,
έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας
355 τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ' έχει αυτός τιμήσει
ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
ότι μου άρπαξεν αυτός το δώρο μου και το 'χει».
Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα
στα βάθη όπ' έμενε σιμά στον γέροντα γονέα
360 και σαν ομίχλη ανέβηκε μέσ' από τ' άσπρο κύμα.
Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,
τον χάιδεψε, κατ' όνομα τον έκραξε και του 'πε:
«Τι κλαις, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ' ήβρε; Ειπέ μου
ευθύς, μην το 'χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω»
365 Κι ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις,
τι απ' αρχής να σου τα ειπώ; Την πόλιν την αγίαν
την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων,
πατήσαμε, κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της·
κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα
370 και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα·
ο ιερέας έπειτα του μακροβόλου Φοίβου
ο Χρύσης ήλθε στα γοργά των Αχαιών καράβια
με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρην του να λύσει,
και του θεού στο χέρι του τα στέφανα κρατώντας
375 στο σκήπτρο επάνω το χρυσό επρόσπεσεν εις όλους
τους Αχαιούς, αλλ' έξοχα στους βασιλείς Ατρείδες·
τότ' είπαν όλοι οι Αχαιοί τον γέροντ' ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν·
αλλά τούτο δεν έστερξεν ο Ατρείδης Αγαμέμνων,
380 και τον απόδιωξε κακά με δυνατές φοβέρες·
έφυγε ο γέρος με χολήν και τες ευχές του ο Φοίβος
άκουσ' ευθύς, ότι ο θεός πολύ τον αγαπούσε·
και στους Αργείους έριξε βέλος κακό, κι επέφταν
σωρός τα πλήθη, ως του θεού τα βέλη ολού πετούσαν
385 στο απέραντο στρατόπεδο των Αχαιών, και ο μάντις
ο γνώστης μάς φανέρωσεν ό,τι του είπε ο Φοίβος·
τότε ο θεός να ιλεωθεί συμβούλευσα εγώ πρώτος·
με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κι εσηκώθη
και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος.
390 Κι οι Αχαιοί προβόδησαν με γρήγορο καράβι
και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις την Χρύσην,
αλλ' από τώρ' απ' την σκηνήν την κόρην του Βρισέως,
δώρο σ' εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν·
και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου·
395 ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία,
αν χάριν του 'καμες ποτέ με λόγον ή με έργον·
συχνά στο σπίτι του πατρός σ' άκουσα να καυχάσαι
ότι τον μαυροσύννεφον Κρονίδην εσύ μόνη
των αθανάτων έσωσες απ' όλεθρον αχρείον,
400 όταν οι άλλοι Ολύμπιοι επήγαν να τον δέσουν,
η Ήρα με την Αθηνάν και ο Ποσειδών ακόμη,
και συ, θεά, τον λύτρωσες που φώναξες αμέσως
τον μέγαν εκατόγχειρον στες κορυφές του Ολύμπου·
απ' τους θεούς Βριάρεως, και απ' τους θνητούς Αιγαίων
405 λέγεται και στην δύναμιν περνά και τον πατέρα·
μ' έπαρσιν κάθισεν αυτός στο πλάγι του Κρονίδη,
και από τον φόβον του οι θεοί δεν έδεσαν τον Δία.
Τα γόνατά του αγκάλιασε και τούτα ενθύμισέ του,
στους Τρώας ίσως βοηθός θελήσει αυτός να γίνει,
410 και ακρόγιαλα τους Αχαιούς να κλείσει προς τες πρύμνες
να σφάζονται για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι.
Να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων
Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις:
415 «Υιέ μου, τι σ' ανάσταινα τον πικρογεννημένον;
Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,
αφού δεν θέλ' η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσεις·
αλλ' είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος
σαν κανείς άλλος· άμοιρα στο σπίτι σ' εγεννούσα·
420 κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ του βροντοφόρου Δία,
στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ' ακούσει·
συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες
425 ησύχαζε, των Αχαιών να δείξεις τον θυμόν σου·
και ο Δίας στον Ωκεανόν, που τον καλούν οι θείοι
Αιθίοπες κατέβη χθες και όλ' οι θεοί μαζί του·
και μετά ημέρες δώδεκα στον Όλυμπον θα γύρει,
και τότε στα χαλκόστρωτα θ' ανέβω δώματά του,
430 να του προσπέσω ταπεινά κι ελπίζω να μ' ακούσει.
Είπε κι εκεί τον άφησε περίσσια χολωμένον,
οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα
Πηλεύς και Θέτις, του Ν. Εγγονόπουλου, 1976. Συλλογή Ε. Εγγονοπούλου.