Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ως την 21η ημέρα
430 Ωστόσο ο Οδυσσέας
πήγε στη Χρύσα φέρνοντας άγια τρανή θυσία.
Σαν μπήκαν στο πολύβαθο λιμάνι εκείνοι τότε,
μάζεψαν όλα τα πανιά, τ' απόθεσαν στο πλοίο,
έλυσαν ξάρτια, πλάγιασαν στη θήκη το κατάρτι
435 γρήγορα, κωπηλατώντας στ' αραξοβόλι πήγαν.
Έριξαν αγκυρόπετρες, έδεσαν την πρυμάτσα
και βγήκαν έξω στη στεριά οι ίδιοι από το πλοίο.
Έβγαλαν και την προσφορά στον μακρορίχτη Φοίβο.
Και απ' το θαλασσόδρομο το πλοίο βγήκε η κόρη.
440 Ο Οδυσσέας ο σοφός προς τον βωμό την πήγε,
στα χέρια του πατέρα της την έδωσε και είπε:
«Χρύση, σ' εσένα μ' έστειλε ο άρχοντας Ατρείδης
να φέρω εδώ την κόρη σου, στον Φοίβο να προσφέρω
θυσία για τους Δαναούς, μήπως και μαλακώσει,
445 γιατί σε πολυστέναχτες μας έχει ρίξει πίκρες.»
Έτσι είπε και την έδωσε· τη δέχτηκε
εκείνος
όλο χαρά· τότε γοργά άγια τρανή θυσία
κει στον καλόχτιστο βωμό έστησαν στην αράδα.
Καλόπλυναν τα χέρια τους και πήραν τα κριθάρια.
450 Ψηλά τα χέρια σήκωσε κι ευχήθηκε ο Χρύσης:
«Άκου με, αργυρότοξε, που κυβερνάς τη Χρύσα,
που αφεντεύεις δυνατά Τένεδο κι άγια Κίλλα,
λίγο πιο πριν τιμώντας με άκουσες την ευχή μου
και τον στρατό των Αχαιών πολύ έχεις παιδέψει·
455 και τώρα πάλι άκουσε αυτή την πεθυμιά μου:
γλίτωσε πια τους Δαναούς απ' τον κακό χαμό τους.»
Έκαμε τέτοια δέηση· τον άκουσε ο Φοίβος.
Σαν έκαμαν τις προσευχές κι έριξαν τα κριθάρια,
έστρεψαν λαιμούς, έσφαξαν κι έγδαραν τα σφαχτά τους
460 και τα μεριά τους χώρισαν, τα σκέπασαν με λίπος,
τα δίπλωσαν και έβαλαν κομμάτια κρέας πάνω.
Τα έκαιγε ο γέροντας σε σκίζες και φλογάτο
έριχνε κρασί· δίπλα νιοι πεντόσουβλες κρατούσαν.
Αφού κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
465 λιάνισαν τα υπόλοιπα, τα πέρασαν στις σούβλες,
τα έψησαν περίτεχνα κι απ' τη φωτιά τα πήραν.
Σαν τέλειωσαν τον κόπο τους κι ετοίμασαν το γεύμα,
έτρωγαν και δεν έλειπε μερίδα στον καθένα.
Σαν χόρτασαν του φαγητού και του ποτού τον πόθο,
470 νιοι γέμισαν με το κρασί κροντήρια ως επάνω
και σ' όλους τα εμοίρασαν, να κάνουν τη σπονδή τους.
Χορεύοντας ολημερίς κι ομορφοτραγουδώντας
να μαλακώσουν τον θεό πάσχιζαν με
παιάνα·
κι ο μακρορίχτης στην ψυχή χαιρόταν να ακούει.
475 Ο ήλιος σαν βασίλεψε και ήρθε το σκοτάδι,
στου πλοίου τις πρυμάτσες πλάι το έστρωσαν για ύπνο.
Η ροδοδάχτυλη Αυγή η πρωινή σαν βγήκε,
προς το πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών κινούσαν·
πρίμο αέρα έστελνε σ' αυτούς ο μακρορίχτης·
480 όρθωσαν το κατάρτι αυτοί, σήκωσαν τα πανιά τους·
αέρας φούσκωνε πανιά, ηχούσε μαύρο κύμα
στην καρίνα του καραβιού, καθώς αυτό κινούσε·
έτρεχε αυτό στα κύματα και τέλειωνε τον δρόμο.
Πια στο πλατύ στρατόπεδο των Αχαιών σαν πήγαν.
485 προς τη στεριά ανάσυραν τ' ολόμαυρό τους πλοίο
ψηλά στον άμμο κι έβαλαν κάτω του αντιστύλια·
κι ύστερα όλοι σκόρπισαν στα πλοία, στις σκηνές τους.
Στα γοργά πλοία έμενε ωστόσο θυμωμένος
ο αρχοντογέννητος και γοργόποδος Πηλείδης·
490 δεν πήγαινε σε σύναξη, όπου δοξάζονται άντρες,
ούτε ποτέ στον πόλεμο, μα έλιωνε η ψυχή του,
κι ας λαχταρούσε τη βοή, την ταραχή της μάχης.
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Η Θέτιδα πραγματοποιεί την υπόσχεσή της
● Ο Δίας συγκατανεύει. Η «βουλή του Δία»
● Η αντίδραση της Ήρας
● Οι σχέσεις των θεών
Ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα
«Ἦ καί κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος
κρατός ἀπ’ ἀθανάτοιο· μέγαν δ’ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.»
(Α 528-530 )
ΣΤΟΧΟΙ
● Η «βουλή» του Δία, την οποία ανέφερε ο ποιητής στο προοίμιο.
● Ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται ο θυμός του Αχιλλέα με τη «βουλή» του Δία, ώστε να αποτελέσουν μαζί τον πυρήνα και τις κινητήριες δυνάμεις του ιλιαδικού έπους.
● Οργάνωση της κοινωνίας των θεών (ιεραρχία, παντοδυναμία του Δία κτλ.) και συσχέτιση με την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας της εποχής.
● Μετά τη φιλονικία Δία και Ήρας και την ανυποχώρητη στάση του «πρώτου τη τάξει» θεού, η «βουλή», για την οποία έγινε λόγος στο προοίμιο, θα πραγματοποιηθεί και ο Αχιλλέας θα δικαιωθεί.
● Καθημερινές οικογενειακές στιγμές από τον κόσμο των θεών, τις μεταξύ τους σχέσεις (έριδες, συγκρούσεις, αλλά και τρυφερές σκηνές· συμπόνια Ήφαιστου για τη μητέρα του, προσπάθεια προστασίας της).
● Η ποιητική τέχνη του Ομήρου (ρεαλιστική παρουσίαση της κοινωνίας-οικογένειας των θεών, χωρίς εξιδανικεύσεις, εναλλαγή του σοβαρού με το κωμικό στοιχείο κτλ.).
Όταν πια συμπληρώθηκαν οι δώδεκα ημέρες,
όλοι οι θεοί στον Όλυμπο ομαδικά γυρνούσαν
495 κι ο Δίας μπρος. Η Θέτιδα δεν ξέχασε του γιου της
την παράκληση· αμέσως από το κύμα βγήκε
κι ανέβηκε χαράματα στον Όλυμπο, στα ύψη.
Μόνος βρήκε να κάθεται ο βροντολάλος Δίας
στου πολύκορφου Όλυμπου την πιο ψηλή ραχούλα.
500 Μπροστά του πήγε, κάθισε, με το αριστερό της
τα γόνατά του έπιασε, με το δεξί τα γένια,
κι είπε, παρακαλώντας τον, στον γιο του Κρόνου Δία:
«Δία πατέρα, αν ποτέ με έργο ή με λόγο
σ' ωφέλησα μες στους θεούς, κάμε μου αυτή τη χάρη:
505 τον γιο μου τον
λιγόχρονο εσύ να τον τιμήσεις·
αυτόν ο Αγαμέμνονας έχει περιφρονήσει·
ο ίδιος πήγε, άρπαξε το δώρο το δικό του.
Βαθύγνωμε Ολύμπιε Δία, συ τίμησέ τον·
στους Τρώες δίνε δύναμη, οι Αχαιοί ωσότου
510 πληρώσουν ό,τι έκαμαν,
τιμήσουν το παιδί μου.»
Έτσι είπε· δεν απάντησε ο νεφελοστοιβάχτης,
αλλά καθόταν σιωπηλός· η Θέτιδα ακόμη
τα γόνατά του έπιανε και του ζητούσε πάλι:
«Αλάνθαστη
υπόσχεση δώσε με ένα νεύμα
515 ή αρνήσου μου -κανένα δε φοβάσαι- να ξέρω
πόσο είμαι χωρίς τιμή ανάμεσα σε όλους.»
Μίλησε, συγχυσμένος πια, ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ποπό κακό! Να τα βάλω με κάνεις με την Ήρα,
καθώς με τα χροντρόλογα αυτή θα μ’ ερεθίζει·
520 κι αλλιώς μες στους θεούς αυτή μαζί μου όλο θυμώνει
και λέει πως τάχα βοηθώ στον πόλεμο τους Τρώες.
Μα τώρα φύγε συ ευθύς, η Ήρα μη σε νιώσει·
και για χάρη σου θα νοιαστώ, να γίνουν όπως θέλεις.
Και να,
με το κεφάλι μου θα γνέψω, να πιστέψεις·
525 αυτό μες στους αθάνατους το πιο μεγάλο είναι
σημάδι μου· όποιο νεύμα με το κεφάλι κάνω
πίσω δεν πάει, δεν ξεγελά, δεν είναι να μη γίνει.»
Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Δίας·
οι χαίτες οι αθάνατες ταράχτηκαν του αφέντη
530 απ' το κεφάλι· τράνταξε τον Όλυμπο τον μέγα.
Έτσι τα σκέφτηκαν οι δυο και χώρισαν· εκείνη
απ' τον λαμπρό τον Όλυμπο στη θάλασσα πηδούσε
κι ο Δίας στο παλάτι του πήγε· οι θεοί όλοι
μπροστά του προσηκώθηκαν δεν τόλμησε κανείς τους
535 να μείνει καθιστός· όλοι στάθηκαν αντίκρυ του.
Κάθισε αυτός στον θρόνο του. Μα είχε δει η Ήρα
ότι μαζί του μίλησε η Θέτιδα, η κόρη
η
ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
και με λόγια πειραχτικά στον γιο του Κρόνου είπε:
540 «Θεός ποιος πάλι, δολερέ, τα ταίριαξε μαζί σου;
Σου αρέσει πάντα μακριά από εμένα όντας
να διαλογίζεσαι κρυφά κι απόφαση να παίρνεις·
δε θέλεις πρόθυμα ποτέ ό,τι σκεφτείς να ξέρω.»
Κι είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων όλων:
545 «Ήρα, όλες τις σκέψεις μου να μάθεις μην ελπίζεις·
για σένα θα είναι δύσκολο, γυναίκα μου κι ας είσαι·
ό,τι ταιριάζει ν' ακουστεί κανείς πριν από σένα
αθάνατος ή και θνητός σίγουρα δε θα μάθει·
μα ό,τι χώρια απ' τους θεούς στον νου να βάλω θέλω,
550 γι' αυτά μη με ψιλορωτάς και μη ζητάς να μάθεις.»
Η μεγαλόματη θεά, αφέντρα Ήρα, είπε:
«Σκληρότατε του Κρόνου γιε, τι είναι αυτός ο λόγος;
Ούτε ποτέ ψιλορωτώ ούτε ζητώ να μάθω,
μα σκέφτεσαι ανέγνοιαστος ό,τι εσύ θελήσεις.
555 Μα τρέμω μη σε ξεγελά η Θέτιδα, η κόρη
η ασημοποδαράτη του γέρου του πελάγου·
χαράματα ήρθε κοντά, σου έπιασε τα πόδια·
νομίζω πως της έταξες τιμή στον Αχιλλέα
να δώσεις κι απ' τους Αχαιούς πολλούς να αφανίσεις.»
560 Γύρισε και της μίλησε ο νεφελοστοιβάχτης:
«Πάντα με υποπτεύεσαι, άθλια, δεν ξεφεύγω!
Δεν κάνεις τίποτε μ' αυτά και μόνο που μακραίνεις
απ' την καρδιά μου· κι είναι αυτό χειρότερο για σένα.
Αν έτσι είναι όπως λες, έτσι σ' εμένα αρέσει!
565 Να κάθεσαι σιωπηλή, τα λόγια μου ν' ακούεις,
μη δε σε σώσουν οι θεοί, οι κάτοικοι του Ολύμπου,
αν έρθω, ρίξω πάνω σου τ' ανίκητα μου χέρια.»
Είπε· και τρόμαξε η θεά, η μεγαλόματη Ήρα·
κάθισε κει σιωπηλή σφίγγοντας την καρδιά της.
570 Όλοι οι θεοί πικράθηκαν στου
Δία το παλάτι.
Τότε ο τεχνίτης Ήφαιστος άρχισε να
μιλάει
για χάρη της μητέρας του, της ασπροχέρας Ήρας:
«Ποπό, κακό θα έχουμε κι αβάσταχτο θα είναι,
αν για θνητούς θα πιάνεστε οι δυο σας εδώ πέρα,
575 αν ταραχή σηκώνετε μες στους θεούς· θα φύγει
η νοστιμιά του φαγητού, αν
το κακό κερδίζει.
Στη μάνα μου θα έλεγα, αν και το νιώθει μόνη,
το Δία να καλόπιανε, τον πατέρα μας, μήπως
δε σταματήσει τον θυμό, το φαγητό χαλάσει.
580 Αν θέλει ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
να μας
πετάξει απ' εδώ... Τρανότερός μας είναι.
Μα έλα γλυκομιλώντας καλόπιασέ τον τώρα·
κι ο Ολύμπιος καλόβολος με μας θα είναι τότε.»
Έτσι είπε· πήδησε μεμιάς και
585 στα χέρια της μητέρας του έβαλε και της είπε:
«Κάμε, μητέρα, υπομονή· αν κι έχεις πίκρα, βάστα,
μήπως, μόλο που σ' αγαπώ, να δέρνεσαι μπροστά μου
δω και δεν μπορέσω διόλου, κι ας σε πονεί η ψυχή μου,
να σε συντρέξω· δύσκολο με Δία να τα βάλεις!
590 Άλλη φορά που θέλησα βοήθεια να σου δώσω,
από το πόδι μ' άρπαξε κι απ' το θείο κατώφλι
με πέταξε· ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
γυρνώντας τέλος έπεσα στη Λήμνο πεθαμένος
σχεδόν· οι Σίντιες τότε με φρόντισαν πεσμένο.»
595 Έτσι είπε· γέλασε η θεά, η ασπροχέρα Ήρα
κι απ' το παιδί της δέχτηκε στα χέρια της την κούπα·
αρχίζοντας από δεξιά νέκταρ γλυκό κερνούσε
από κροντήρι παίρνοντας σ' όλους εκείνος τότε.
Γέλιο άσβηστο σηκώθηκε στους αθάνατους όλους,
600 που έβλεπαν τον Ήφαιστο τα πόδια του να σέρνει.
Έτσι έτρωγαν ολημερίς, ώσπου να δύσει ο ήλιος·
κανένας δε στερήθηκε του φαγητού μερίδιο
ούτε και του
Απόλλωνα την όμορφη κιθάρα
ούτε τις Μούσες· με σειρά όμορφα τραγουδούσαν.
605 Μα όταν πια βασίλεψε το λαμπρό φως του ήλιου,
ξεκίνησε να κοιμηθεί στο σπίτι του καθένας,
που είχε χτίσει ο Ήφαιστος χώρια για τον καθένα,
ο κουτσοπόδαρος θεός, με τη σοφή του τέχνη.
Πήγαινε κι ο Ολύμπιος που κεραυνούς πετάει
610 στην κλίνη του, όπως και πριν, ο ύπνος σαν ερχόταν·
κι η Ήρα η χρυσόθρονη δίπλα του κει κοιμόταν.