Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 10η ως την 21η ημέρα
Αλλ' έφθανεν ο ισόθεος Οδυσσέας
στην Χρύσην όπου έφερνε την θείαν εκατόμβην·
κι όταν εμπήκε στο βαθύ λιμάνι το καράβι,
μάζωξαν όλα τα πανιά και τ' αποθέσαν κάτω,
435 τα ξάρτια λύσαν κι έβαλαν στην θήκην το κατάρτι,
έφεραν μέσα στ' άρασμα με τα κουπιά το πλοίον,
και τα πρυμνόσχοιν' έδεσαν κι ερίξαν τες αγκύρες,
και εβγήκαν έξω στην στεριά και μέσ' απ' το καράβι
την εκατόμβην έβγαλαν του μακροβόλου Φοίβου,
440 και απ' όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα.
Την κόρην ο πολύγνωμος οδήγησε Οδυσσέας
εις τον βωμόν και του πατρός την έδωσε και του 'πε:
«Ω Χρύση, ο μέγας μ' έστειλεν Ατρείδης Αγαμέμνων
την κόρην να σου φέρω εδώ και θείαν εκατόμβην,
445 να τον εξιλεώσομε, του Φοίβου να προσφέρω,πο 'βαλε εις πολυστένακτες οδύνες τους Αργείους».
Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην·
εδέχθη αυτός και χάρηκε· κι ευθύς την εκατόμβην
εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ' αραδιάσαν
450 και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι,
ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου,
ως έδωκας ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
455 κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν' η επιθυμία,
απ' το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!».
Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του.
Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι,
460 των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν,
τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν
κι επάνω τους ωμά 'βαλαν κομμάτια και στες σχίζες
λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα 'καιεν ο γέρος
και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια τού κρατούσαν·
465 και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα,
ελιάνισαν τα επίλοιπα, τα πέρασαν στες σούβλες,
και αφού με τέχνην τα 'ψησαν, απ' την φωτιά τα επήραν
και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,
ετρώγαν κι όλ' ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι·
470 και άμα εφάγαν κι έπϊαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ' αγόρια στους κρατήρες
κι έδωκαν σ' όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια,
κι εξελεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα
καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ' αγόρια
475 και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του·
και ο ήλιος άμα εβύθισε και ήλθε το σκοτάδι,
στου πλοίου τα πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον·
και άμα ερόδιζ' η αυγή, αφήκαν το λιμάνι
στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο να γύρουν·
480 και πρίμον τους απόστειλε ο μακροβόλος Φοίβος·
τότ' άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι,
κι ο άνεμος τα φούσκωνε, κι ως πήγαινε το πλοίον
εις την καρίνα ολόγυρα το μαύρο κύμα ηχούσε
κι έκοβε δρόμον γρήγορο στο κύμα το καράβι·
485 στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο άμα εφθάσαν,
ετράβηξαν εις την στεριά τ' ολόμαυρο καράβι
ψηλά στην άμμον κι έβαλαν στυλώματα αποκάτω
και στες σκηνές εσκόρπισαν εκείθε και στες πρύμνες.
Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία
490 ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας·
δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ' άνδρες,
ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ' η καρδιά του
ελαχταρούσε την βοήν, την φλόγα του πολέμου.
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Η Θέτιδα πραγματοποιεί την υπόσχεσή της
● Ο Δίας συγκατανεύει. Η «βουλή του Δία»
● Η αντίδραση της Ήρας
● Οι σχέσεις των θεών
Ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα
«Ἦ καί κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος
κρατός ἀπ’ ἀθανάτοιο· μέγαν δ’ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.»
(Α 528-530 )
ΣΤΟΧΟΙ
● Η «βουλή» του Δία, την οποία ανέφερε ο ποιητής στο προοίμιο.
● Ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται ο θυμός του Αχιλλέα με τη «βουλή» του Δία, ώστε να αποτελέσουν μαζί τον πυρήνα και τις κινητήριες δυνάμεις του ιλιαδικού έπους.
● Οργάνωση της κοινωνίας των θεών (ιεραρχία, παντοδυναμία του Δία κτλ.) και συσχέτιση με την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας της εποχής.
● Μετά τη φιλονικία Δία και Ήρας και την ανυποχώρητη στάση του «πρώτου τη τάξει» θεού, η «βουλή», για την οποία έγινε λόγος στο προοίμιο, θα πραγματοποιηθεί και ο Αχιλλέας θα δικαιωθεί.
● Καθημερινές οικογενειακές στιγμές από τον κόσμο των θεών, τις μεταξύ τους σχέσεις (έριδες, συγκρούσεις, αλλά και τρυφερές σκηνές· συμπόνια Ήφαιστου για τη μητέρα του, προσπάθεια προστασίας της).
● Η ποιητική τέχνη του Ομήρου (ρεαλιστική παρουσίαση της κοινωνίας-οικογένειας των θεών, χωρίς εξιδανικεύσεις, εναλλαγή του σοβαρού με το κωμικό στοιχείο κτλ.).
Έφεξε η δωδέκατη αυγή, και οι θεοί γυρίζουν
495 στον Όλυμπον κι εβάδιζεν εμπρός τους ο Κρονίδης
και η Θέτις το παράγγελμα δεν ξέχανε του υιού της
και της θαλάσσης έσχισε τα κύματα κι εβγήκε
και ανέβη τα χαράματα στ' Ολύμπου τον αιθέρα.
Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον
500 μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου,
εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ' αριστερό της
του έπιασε τα γόνατα, με τ' άλλο το πιγούνι,
κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστον Κρονίδην:
«Δία πατέρ', αν κάποτε με λόγον ή με έργον
505 σ' έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ' αυτό να με εισακούσεις·
τον ολιγοημερότατον υιόν, αχ! τίμησέ μου·
ιδέ πώς τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το 'χει.
Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία,
510 στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου,
να δικαιώσουν οι Αχαιοί να τον υπερδοξάσουν».
Και απάντησιν δεν έδωκεν ο νεφελοσυνάκτης
κι ώραν πολλήν εσώπαινε· και η Θέτις του κρατούσε
ως απ' αρχής τα γόνατα και πάλιν τον ερώτα:
515 «Άσφαλτην δώσ' μου υπόσχεσιν μ' εκείνο σου το νεύμα
ή αρνήσου· τι θα φοβηθείς; Θέλω να μάθω μόνον,
αν είμαι το εξουθένωμα των αθανάτων όλων».
Με βάρος της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Ω! τι κακό! να οργισθώ της Ήρας θα με βάλεις,
520 όταν με λόγια υβριστικά πικρά θα με κεντήσει·
και χωρίς λόγον πάντοτε μου κλαίεται και λέγει
εμπρός εις όλους τους θεούς πως βοηθώ τους Τρώας,
αλλά συ φύγε ευθύς μη σε νοήσ' η Ήρα
και άφες σ' εμέ την μέριμναν σ' αυτό να δώσω τέλος·
525 και ιδού, για να βεβαιωθείς την κεφαλήν θα σκύψω·
σημάδι τούτο αλάθευτο στους αθανάτους έχω·
τι ό,τι με της κεφαλής το σκύψιμο κηρύξω
δεν απατά, δεν παίρνεται οπίσω και θα γίνει».
Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης·
530 έκλινε από τ' αθάνατο κεφάλι του κυρίου
η θεία κόμη και ο μανός ο Όλυμπος εσείσθη.
Αυτά 'παν κι εχωρίσθηκαν· απ' τον ακτινοβόλον
Όλυμπον κείνη επήδησε στης θάλασσας τα βάθη,
και ο Δίας προς το δώμα του· κι εμπρός εις τον πατέρα
κι εκάθισε στον θρόνον του· και ότι πρώτα η Θέτις
η κόρ' η αργυρόποδη του γέρου της θαλάσσης,
είχε μ' αυτόν συνακουσθεί, δεν ξέφυγε της Ήρας,
540 και άρχισε πειραχτικά να λέγει προς τον Δία:
«Ποια θεά πάλι, ω δολερέ, με σένα εσυνακούσθη;
Σ' αρέσει πάντοτε μακράν από εμέ να κρίνεις
ν' αποφασίζεις μυστικά· δεν σου 'δωσε η καρδιά σου
τίποτε απ' όσα σκέπτεσαι σ' εμέ να φανερώσεις».
545 Σ' αυτήν αντείπε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας:
«Ήρα, μη ελπίσεις όλους μου τους στοχασμούς να μάθεις,
δεν θα τους έβρεις εύκολα, και ας είσαι ομόκλινή μου,
αλλ' ό,τι αρμόζει ν' ακουσθεί, κανείς δεν θα γνωρίσει
ή των θεών ή των θνητών, πριν συ το μάθεις πρώτα·
550 αλλ' ό,τι εγώ ανάμερα των αθανάτων θέλω
να στοχασθώ, μη το ερωτάς, μη θέλεις να εξετάζεις».
Και η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν, η Ήρα:
«Οποίον λόγον, πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη;
Έχω καιρόν π' ούτε ρωτώ, ούτ' εξετάζω πλέον,
555 αλλ' όσα θέλεις ήσυχος ο νους σου κρίνει μόνος·
αλλά φοβούμαι τώρα μη του γέρου της θαλάσσης
η κόρη σε ξεπλάνεσε, ότι πρωί την είδα
σιμά σου εκεί τα γόνατα κλιτή να σου αγκαλιάζει,
και θα της έστερξες τιμήν να δώσεις του Αχιλλέως
560 και ν' αφανίσεις Αχαιούς πολλούς εκεί στα πλοία».
Και ο Δίας της απάντησε ο νεφελοσυνάκτης:
«Στιγμή δεν παύεις, ω κακή, να με παραμονεύεις·
αλλά δεν βγάζεις τίποτε και πλέον μισητή μου
θα γίνεις και θα λυπηθείς χειρότερα· κι αν είναι
565 το πράγμα ως έλεγες, θα πει που αυτό σ' εμένα αρέσει.
Αλλά κάθου και σώπαινε, στον λόγον μου υποτάξου,
δεν θα σε σώσουν, πίστευσε, όλ' οι θεοί του Ολύμπου,
αν τούτ' απλώσω εγώ σ' εσέ τ' ανίκητά μου χέρια».
Είπε και η μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν η Ήρα
570 και την καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη εβουβάθη·
κι όλ' οι θεοί λυπήθηκαν στο δώμα του Κρονίδη·
τότε βοηθός εις την γλυκιά μητέρα του την Ήραν
ο Ήφαιστος, ο ένδοξος τεχνίτης, σ' όλους είπε:
«Κακό θα είναι αβάστακτο τωόντι σεις οι δύο
575 να ερίζετε για τους θνητούς και μες στους αθανάτους
να οχλοβοείτε φοβερά· και της καλής τραπέζης
όλ' η ευφροσύνη εχάθηκεν, αφού νικάν τ' αχρεία,
και της μητρός μου θα 'λεγα, που το εννοεί και μόνη,
εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν
580 θυμώσει και την τράπεζαν μας βάλει επάνω-κάτω·
να θέλει μας κατρακυλά απ' το θρονί μας όλους
ο Βροντητής, στην δύναμιν περίσσι' ανώτερός μας.
Αλλά με λόγια μαλακά να τον καταπραΰνεις
κι ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ' εμάς θα γίνει».
585 Είπ' επετάχθη κι έβαλε το δίκουπο ποτήρι,
στο χέρι της αγαπητής μητρός του και της είπε:
«Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη,
μήπως εμπρός στα μάτια μου δαρθείς, γλυκιά μητέρα·
και τότε δεν θα δυνηθώ ποσώς να σε βοηθήσω
590 ο θλιβερός· αντίσταση δεν έχει ο Βροντοφόρος·
άλλη φορά το ετόλμησα, και αυτός από τον πόδα
μ' έπιασε και μ' απόλυσε του Ολύμπου απ' το κατώφλι.
Ολημερίς εγύριζα, και ο ήλιος είχε δύσει
όταν στην Λήμνον έπεσα κοντά να βγει η ψυχή μου·
Και χαμογέλασε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα
και απ' το παιδί της έλαβε γελώντας το ποτήρι
και γλυκό νέκταρ παίρνοντας απ' τον κρατήρα εκείνος
δεξιά κερνούσε ολόγυρα τους άλλους αθανάτους·
600 τότε οι μακάριοι θεοί τα γέλια δεν κρατούσαν
να βλέπουν κει τον Ήφαιστον να υπηρετεί το δώμα·
αυτού ετρώγαν κι έπιναν ολήμερα ως το δείλι,
κι όλες χαρήκαν οι καρδιές το ισόμοιρο τραπέζι,
του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες
605 ως έψαλναν καλόφωνα με την σειράν τους όλες·
κι άμα του ήλιου βύθισε το φως, καθείς επήγε
να κοιμηθεί στο δώμα του, που ο ξακουστός τεχνίτης
του εποίησεν ο Ήφαιστος με την σοφήν του γνώση.
Εκίνησε και ο βροντητής Ολύμπιος κι ανέβη
610 στην κλίνην που αναπαύονταν όσες φορές ο ύπνος
τον εκυρίευε ο γλυκός· αυτού κοιμήθη ο Δίας
και η χρυσόθρονη θεά, η Ήρα στο πλευρό του.