Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Οι απαρχές των ανθρωπιστικών αξιών του δυτικού πολιτισμού
● Η καταξίωση και η ηθική κάθαρση του Αχιλλέα και η αποκατάσταση του Έκτορα ή πώς η λύτρωση του θύματος οδηγεί στη λύτρωση του θύτη
ΣΤΟΧΟΙ
● Η συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα, μια από τις πιο δραματικές σκηνές του έπους, που ξεχειλίζει από ανθρωπιά και τραγικό μεγαλείο.
● Ο πόνος του πατέρα που χάνει το παιδί του στον πόλεμο και ο προβληματισμός σχετικά με την κοινή μοίρα των ανθρώπων, νικητών και ηττημένων, στο πλαίσιο μιας πολεμικής σύρραξης.
● Η «λύτρωση» του νεκρού Έκτορα λειτουργεί λυτρωτικά και εξυψωτικά και για τον ίδιο τον Αχιλλέα και οδηγεί στην ηθική του αποκατάσταση.
● Η κάθαρση, όταν ο Αχιλλέας, μετά την απάνθρωπη και σκληρή μεταχείριση του νεκρού Έκτορα, του αποδίδει ο ίδιος τις πρώτες νεκρικές τιμές.
● Η ηθογράφηση του κορυφαίου ήρωα των Αχαιών, του Αχιλλέα (ευγένεια, ανωτερότητα, ανθρωπιά, ηθικό μεγαλείο κτλ.).
● Ο ομηρικός ανθρωπισμός, μέσα από μια σκηνή που αποτελεί την υπέρτατη έκφρασή του.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την νύχτα της 41ης ημέρας
Έτσι είπε και στον Όλυμπο ξεκίνησε να
φύγει
ο
Ερμής· και ο Πρίαμος πήδησε από τ' αμάξι,
470 μα ο Ιδαίος έμεινε· τ' άλογα, τα μουλάρια
να μην του φύγουν πρόσεχε. Ο γέροντας στο σπίτι
τράβηξε όπου έμενε ο Πηλείδης· τον ήβρε.
Οι σύντροφοί του κάθονταν απόμακρα· δυο μόνο,
Άλκιμος και Αυτομέδοντας, πολεμιστές αντρείοι,
475 από κοντά τον φρόντιζαν μόλις είχε τελειώσει
το φαγητό και το πιοτό· πλάι το τραπέζι ήταν.
Μπήκε μέσα ο Πρίαμος χωρίς κανείς να νιώσει
και έπιασε τα γόνατα του Πηλείδη, τα χέρια
τα φονικά του φίλησε, που γιους πολλούς του πήραν.
480 Όπως όταν κάποιος βρεθεί σε συμφορά μεγάλη,
που σκότωσε στη χώρα του και σ' άλλου χώρα φτάνει,
σε σπίτι άντρα πλούσιου, και βλέποντας τα χάνουν,
έτσι και με τον Πρίαμο τα έχασε ο Πηλείδης.
Τα έχασαν κι οι σύντροφοι κι έριχναν τις ματιές τους.
«τούς δ' ἔλαθ’ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ’ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.»
(Ω 477-479)
Ετοιμασία του άρματος του Πρίαμου. Μελανόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πριάμου, περίπου 520-510 π.Χ.
Μαδρίτη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
485 Παρακαλώντας άρχισε ο Πρίαμος να
λέγει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου,
θεόμορφε Αχιλλέα.
Έχει κι αυτός τα χρόνια μου, στο άχαρο κατώφλι
των γερατιών· ίσως κι αυτόν γείτονες βασανίζουν
κι απ' τ' άδικο και το κακό κανείς δεν τον γλιτώνει.
490 Ωστόσο αυτός ακούγοντας πως ζωντανός του είσαι
χαίρεται μέσα στην ψυχή κι ελπίζει κάθε μέρα
το γιο του να τον ξαναδεί να φτάνει από την Τροία.
Όμως εγώ είμαι άμοιρος, που γέννησα αντρείους
γιους μες στην απλωτή Τροία και δε μου μένει ούτ' ένας!
495 Πενήντα γιοι μου βρίσκονταν, οι Αχαιοί σαν ήρθαν·
δεκαεννιά μου είχαν βγει απ' την κοιλιά την ίδια,
κι άλλες γυναίκες γέννησαν τους άλλους στο παλάτι.
Των πιο πολλών τα γόνατα τα τσάκισε
ο Άρης·
κι αυτόν που τον ξεχώριζα,
που έσωζε το κάστρο,
500 καθώς τη γη προστάτευε, σκότωσες συ πριν λίγο,
τον Έκτορα. Για χάρη του φτάνω στα πλοία τώρα,
να μου δώσεις το σώμα του· πολλά σου φέρνω λύτρα.
Σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε κι εμένα,
θυμήσου τον πατέρα σου· πιο δύστυχός του είμαι·
505 άντεξα αυτά που θνητός κανείς δεν έχει αντέξει,
άντρα που γιους μου σκότωσε τα χέρια να φιλήσω!»
Είπε· για τον πατέρα του τον έσπρωξε
σε θρήνο·
κι
απώθησε τον γέροντα το χέρι πιάνοντάς του.
Τότε κι οι δυο θυμήθηκαν, τον Έκτορα ο ένας
510 κι έκλαιγε, καθώς σερνόταν στα πόδια του Πηλείδη,
κι ο Αχιλλέας έκλαιγε τον πατέρα του, πότε
τον Πάτροκλο· και γέμιζαν οι θρήνοι τη σκηνή του.
Όταν το κλάμα χόρτασε ο άξιος Αχιλλέας
και έφυγε ο πόθος του από σπλάχνα και μέλη,
515 σηκώθηκε απ' το κάθισμα και σήκωσε απ' το χέρι
τον γέροντα, τ' άσπρα γένια, την κεφαλή πονώντας.
Και λόγια ανεμάρπαστα σ' αυτόν μιλώντας είπε:
«Άμοιρε, βάσταξες πολλά κακά μες στην ψυχή σου!
Πώς τόλμησες μόνος να 'ρθεις στων Αχαιών τα πλοία
520 μπρος σ' άντρα που σου σκότωσα πολλούς αντρειωμένους
γιους; Από σίδερο καρδιά μέσα στα στήθη κλείνεις!
Μα έλα τώρα κάθισε και όλους τους καημούς μας
να μείνουν ας αφήσουμε, αν κι είμαστε θλιμμένοι·
σε τίποτε δεν ωφελεί το όλο πίκρες κλάμα·
525 γιατί οι θεοί έτσι έκλωσαν τη μοίρα των ανθρώπων,
με καημούς να ζουν αλλ' αυτοί
έγνοια καμιά δεν έχουν.
Στην πόρτα του Δία μπροστά στέκονται δυο πιθάρια,
το ένα απ' αυτά με κακά και με καλά το άλλο.
Αν δώσει ο Δίας κι απ' τα δυο απ' τους θνητούς σε
κάποιο,
530 τη μια τον βρίσκει το κακό και το καλό την άλλη.
Μα αν του δώσει απ' τα κακά μόνο, ζημιές τον βρίσκουν
και μια πείνα αβάσταχτη στη γη τον κυνηγάει
και τριγυρνάει κι από θνητούς κι από θεούς διωγμένος.
Έτσι οι θεοί στον Πηλέα τρανά έδωσαν δώρα
535 απ' την αρχή· ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους
σε πλούτη κι αγαθά, ρήγας ήταν στους Μυρμιδόνες,
ήταν θνητός και του 'δωσαν θεοί θεά γυναίκα.
Μα κακό του 'δωσε θεός, ότι μες στο παλάτι
δεν του γεννήθηκαν παιδιά, του θρόνου κληρονόμοι,
540 μα ένα γιο λιγόχρονο, που τώρα που γερνάει
δεν τον φροντίζω, μα εδώ μακριά απ' την πατρίδα
στην Τροία τώρα τυραννώ σένα και τα παιδιά σου.
Για σένα πάλι ακούγαμε πως είχες ευτυχία·
όσο απλώνεται η Λέσβος, του
Μάκαρα η χώρα,
545
ο μεγάλος Ελλήσποντος και η Φρυγία πάνω,
τους ξεπερνούσες, γέροντα, σε γιους, σε πλούτο, λένε.
Όμως αφού τη συμφορά αυτή σου έχουν δώσει
οι θεοί, γύρω απ' την πόλη μάχες, θανάτους έχεις.
Άντεξε κι άπαυτα μην κλαις στα βάθη της ψυχής σου·
550 δε σ' ωφελεί η λύπη σου· τον γιο σου δε γυρίζεις
στη ζωή· μα περίμενε κι άλλο κακό να πάθεις.»
Ο θεόμορφος Πρίαμος, γύρισε και του
είπε:
«Μη μου ζητάς, αρχοντικέ, να καθίσω· ο γιος μου
κάπου ριγμένος κείτεται στη σκηνή· λύτρωσέ τον,
555 για να τον δουν τα μάτια μου· και δέξου πλούσια
λύτρα
που έχουμε φέρει τώρα. Να τα χαρείς, στη γη σου
να γυρίσεις με το καλό, γιατί κι εμένα τώρα
μ' άφησες να ζω, να βλέπω το φως του ήλιου ακόμη.»
Κι είπε
λοξοκοιτώντας τον ο γρήγορος Πηλείδης:
560 «Μη μ' ερεθίζεις, γέροντα! Σκέφτομαι και ο ίδιος
να λυτρώσω τον Έκτορα· μου ήρθε απ' τον Δία
μαντατοφόρα η μάνα μου, θαλασσογέρου κόρη.
Καταλαβαίνω, Πρίαμε, τον νου δε μου ξεφεύγει
πως σ' έφερε κάποιος θεός στων Αχαιών τα πλοία.
565 Δε θα τολμούσε ένας θνητός, και νιος ακόμη, να
'ρθει
εδώ· δε θα ξέφευγε αυτός τους φρουρούς μας, τον σύρτη
της πόρτας δε θα μπορούσε εύκολα να κουνήσει.
Γι' αυτό τον νου στον πόνο μου μην τον ταράζεις τώρα,
μη σε πετάξω, γέροντα, τον ίδιο απ' τη σκηνή μου
570 και παρακούσω τον Δία, ικέτης μου κι ας είσαι.»
Έτσι είπε· και ο γέροντας υπάκουσε στον λόγο.
Τότε ο Πηλείδης πήδησε και βγήκε σαν λιοντάρι
απ' την πόρτα, όχι μόνος, δυο τον ακολουθούσαν,
Άλκιμος κι Αυτομέδοντας, που πιο πολύ αγαπούσε,
575 σαν πέθανε ο Πάτροκλος, απ' τους συντρόφους όλους.
Οι τρεις τους τότε ξέζεψαν άλογα και μουλάρια
και έμπασαν του γέροντα τον βροντόφωνο κράχτη
και σε σκαμνί τον κάθισαν· κι από το στέριο αμάξι
ξεφόρτωναν του Έκτορα τα πλούσια τα λύτρα.
580 Μα καλοΰφαντο πανί άφησαν, δυο κιλίμια,
για να σκεπάσει τον νεκρό, στο σπίτι να τον πάει.
Μετά στις σκλάβες πρόσταξε να λούσουν,
να μυρώσουν
τον Έκτορα κάπου μακριά, ο Πρίαμος τον γιο του
μη δει και μες στον καημό του τότε δε συγκρατήσει
585 την οργή κι έτσι στην ψυχή θυμώσει ο Πηλείδης,
μη σκοτώσει τον Πρίαμο, τον Δία παρακούσει.
Σαν έλουσαν και μύρωσαν τον Έκτορα οι σκλάβες
και το χιτώνα του 'βαλαν και τ' όμορφο κιλίμι,
στο στρώμα του απίθωσε ο ίδιος ο Πηλείδης
590 κι οι σύντροφοι τον σήκωσαν στο τορνευτό αμάξι.
Έπειτα θρήνησε, τον φίλο θυμήθηκε και είπε:
«Μη μου θυμώσεις, Πάτροκλε, αν μάθεις μες στον Άδη
ότι έδωσα τον Έκτορα στον πατέρα του τώρα·
τα λύτρα που μου έδωσε αταίριαστα δεν είναι.
595 Θα σου χωρίσω απ' αυτά μερίδιο που σου πρέπει.»
Η ικεσία του Πρίαμου. Ερυθρόμορφος σκύφος του Ζωγράφου του Βρύγου, γύρω στο 485-480 π.Χ.
Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
Είπε και πήγε στη σκηνή ο άξιος
Πηλείδης,
σε πλουμισμένο κάθισμα, όπου και πριν καθόταν,
στον τοίχο αντίκρυ, κάθισε και στον Πρίαμο είπε:
«Όπως ζητούσες, γέροντα, λυτρώθηκε ο γιος σου,
600 σε στρώμα πάνω κείτεται· η αυγή μόλις έρθει,
θα τον δεις κουβαλώντας τον ας δειπνήσουμε τώρα.
Κι η ωριοπλέξουδη Νιόβη θυμήθηκε να φάει·
έχασε δώδεκα παιδιά στ' αρχοντικό της μέσα,
έξι κορίτσια κι έξι γιους στη νιότη τους επάνω·
605 τους γιους ο Φοίβος σκότωσε με τ' αργυρό του τόξο,
τα κορίτσια η Άρτεμη θυμώνοντας της Νιόβης,
γιατί την ωριομάγουλη Λητώ
συνεριζόταν,
πως γέννησε πολλά παιδιά, ενώ εκείνη δύο·
κι αυτοί, κι ας ήταν μόνο δυο, της τα σκοτώσαν όλα.
610 Για μέρες εννιά κείτονταν εκείνα σκοτωμένα
και δεν τα έθαβε κανείς, γιατί είχε πετρώσει
τον κόσμο ο Δίας· θεοί τη δέκατη πια μέρα
τα έθαψαν. Μα έφαγε τα δάκρυα σταματώντας.
Τώρα σ' απάτητα βουνά, κάπου μέσα στα βράχια,
615
στο Σίπυλο, οι νεράιδες πως έχουν τις φωλιές τους
λεν και τους χορούς τους στήνουν γύρω στον Αχελώο
κι εκεί, αν κι είναι πέτρα πια, τους πόνους της κλωσάει.
Έλα, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς ας φάμε τώρα
κι έπειτα πια μπορείς και συ να κλάψεις μες στην Τροία
620 το παιδί σου πηγαίνοντας· για κλάματα αξίζει!»
Είπε και πηδώντας αρνί έσφαξε τότε άσπρο·
το έγδαραν οι σύντροφοι, φρόντισαν όπως πρέπει,
το λιάνισαν και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια,
κι αφού με τέχνη τα 'ψησαν, τ' αποτράβηξαν όλα.
625 Τότε ο Αυτομέδοντας μοίρασε στο τραπέζι
σ' όμορφα πανέρια ψωμί, το κρέας ο Πηλείδης.
Στα έτοιμα τα φαγητά άπλωσαν χέρια εκείνοι.
Του φαγητού και του ποτού σαν χόρτασαν τον πόθο,
ο Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζε τον Πηλείδη,
630 που ήταν τρανός κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος.
Το Δαρδανίδη Πρίαμο θαύμαζε κι ο Πηλείδης
βλέποντας την καλή μορφή, ακούγοντας τον λόγο.
Αφού ευχαριστήθηκαν να βλέπονται
αμοιβαία,
ο θεόμορφος Πρίαμος μιλώντας πρώτος είπε:
635 «Βάλε με τώρα, αρχοντικέ, να γείρω σε μια κλίνη
γρήγορα, τον γλυκό ύπνο κι οι δυο να τον χαρούμε·
τα μάτια μου δεν έκλεισαν κάτω απ' τα βλέφαρά μου,
αφότου ο γιος μου πέθανε απ' τα δικά σου χέρια,
μα στενάζω αδιάκοπα, χωνεύω μύριους πόνους
640 μες στη φραγμένη μου αυλή
στη λάσπη κυλισμένος.
Τώρα και γεύτηκα τροφή κι απ' τον λαιμό φλογάτο
κρασί κατέβασα· πιο πριν τροφή δεν είχα αγγίξει.»
Έτσι είπε· κι ο Αχιλλέας πρόσταξε ευθύς τις δούλες
και στους συντρόφους να στρώσουν στην αίθουσα,
645 να βάλουν στρωσίδια κόκκινα, πάνω ν' απλώσουν αντρομίδες
κι ακόμη σγουρές φλοκάτες, σκέπασμα να τις έχει.
Αυτές βγήκαν γρήγορα με τα δαδιά στα χέρια
και βιαστικά δουλεύοντας έστρωσαν δυο κρεβάτια.
Πειράζοντάς τον ο γοργός ο Αχιλλέας είπε:
650 «Έξω κοιμήσου, γέροντα, μη κάποιος εδώ έλθει
απ' τους Αργείους άρχοντες, που φτάνουν κάθε τόσο
και μαζί μου συσκέπτονται, όπως αυτό ταιριάζει·
αν κάποιος τους σε έβλεπε μέσα στη μαύρη νύχτα,
ευθύς στον Αγαμέμνονα θα το 'λεγε, τον ρήγα,
655 για του νεκρού τη λύτρωση αναβολή θα ήταν.
Μα έλα πες μου το κι αυτό και με αλήθεια πες το:
Πόσες μέρες θα ήθελες τον Έκτορα να θάψεις,
κι εγώ για μάχη να μη βγω και να κρατώ τους άλλους;»
Ο θεόμορφος Πρίαμος γύρισε και του είπε:
660 «Αν την ταφή του Έκτορα θελήσεις να αφήσεις,
Πηλείδη, έτσι κάνοντας χάρη θα είχες κάμει:
Ξέρεις πως έχουμε κλειστεί στην πόλη, πως τα ξύλα
θα φέρουμε από μακριά κι οι Τρώες πως φοβούνται.
Μέρες εννιά θα κλάψουμε αυτόν μες στο παλάτι,
665 στις δέκα θα τον θάψουμε, θα γίνει η μακαριά του,
στις ένδεκα θα στήσουμε πάνω του ένα μνήμα
και θα μπούμε στις δώδεκα σε μάχη, αν είναι ανάγκη.
Ο Αχιλλέας ο γοργός του είπε απαντώντας:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντα Πρίαμε, όπως θέλεις·
670 όσον καιρό τον πόλεμο γυρεύεις θ' αναβάλω.»
Είπε
κι έπιασε το δεξί του γέροντα το χέρι
πάνω στον καρπό, μη τυχόν τρομάξει η ψυχή του.
Και έτσι στον αυλόγυρο κοιμήθηκαν εκείνοι,
ο κράχτης και ο Πρίαμος, κι οι δυο τους μυαλωμένοι.
Στο βάθος της στέριας σκηνής κοιμόταν ο Πηλείδης·
κι η όμορφη Βρισηίδα ξάπλωσε σ' αυτόν δίπλα.