ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Οι απαρχές των ανθρωπιστικών αξιών του δυτικού πολιτισμού
● Η καταξίωση και η ηθική κάθαρση του Αχιλλέα και η αποκατάσταση του Έκτορα ή πώς η λύτρωση του θύματος οδηγεί στη λύτρωση του θύτη
ΣΤΟΧΟΙ
● Η συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα, μια από τις πιο δραματικές σκηνές του έπους, που ξεχειλίζει από ανθρωπιά και τραγικό μεγαλείο.
● Ο πόνος του πατέρα που χάνει το παιδί του στον πόλεμο και ο προβληματισμός σχετικά με την κοινή μοίρα των ανθρώπων, νικητών και ηττημένων, στο πλαίσιο μιας πολεμικής σύρραξης.
● Η «λύτρωση» του νεκρού Έκτορα λειτουργεί λυτρωτικά και εξυψωτικά και για τον ίδιο τον Αχιλλέα και οδηγεί στην ηθική του αποκατάσταση.
● Η κάθαρση, όταν ο Αχιλλέας, μετά την απάνθρωπη και σκληρή μεταχείριση του νεκρού Έκτορα, του αποδίδει ο ίδιος τις πρώτες νεκρικές τιμές.
● Η ηθογράφηση του κορυφαίου ήρωα των Αχαιών, του Αχιλλέα (ευγένεια, ανωτερότητα, ανθρωπιά, ηθικό μεγαλείο κτλ.).
● Ο ομηρικός ανθρωπισμός, μέσα από μια σκηνή που αποτελεί την υπέρτατη έκφρασή του.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την νύχτα της 41ης ημέρας
468 Είπεν ο Ερμής κι επέταξε στες κορυφές του Ολύμπου
και ξεπεζεύει ο Πρίαμος και αφήνει στον Ιδαίον
470 αυτού στον τόπον να φυλά τα δυο ζεμέν' αμάξια.
Και ίσια επήγε στην σκηνήν που έμενε ο Πηλείδης·
τον ήβρε αυτού και ανάμερα οι σύντροφοι εκαθίζαν·
μόνοι να τον υπηρετούν στεκόνταν ο Αυτομέδων
με τον γενναίον Άλκιμον, ότ' είχε αποδειπνήσει
475 κι ήταν ακόμη ασήκωτον εμπρός του το τραπέζι.
Εμπήκε ο μέγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει
αυτού κανείς, και άμ' έφθασε σιμά στον Αχιλλέα,
τα γόνατά του αγκάλιασε και τ' ανδροφόνα χέρια
εφίλησε, που του 'σφαξαν τόσα λαμπρά παιδιά του.
480 Και ως όταν ένας πάνερμος, που φόνον έχει κάμει
εις ξένον τόπον έρχεται, στο σπίτι ανδρός πλουσίου
θαυμάζουν όσοι τον ιδούν, ομοίως όταν είδε
εκείνον τον θείον Πρίαμον εθαύμαζε ο Πηλείδης,
θαύμαζαν και εκοιτάζονταν κι οι άλλοι ολόγυρά του.
«τούς δ' ἔλαθ’ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ’ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.»
(Ω 477-479)
Ετοιμασία του άρματος του Πρίαμου. Μελανόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πριάμου, περίπου 520-510 π.Χ.
Μαδρίτη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
485 Άρχισε τότε ο Πρίαμος να τον παρακαλέσει:
«Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Πηλείδη,
οπού και αυτόν, ωσάν εμέ το έρμο γήρας ήβρε.
Ίσως και τον στεναχωρούν οι γείτονες τριγύρω
και από τον όλεθρον κανείς δεν είναι να τον σώσει.
490 Αλλά εκείνος χαίρεται και από μακριά ν' ακούει
οπού του ζεις και ολοκαιρίς ελπίζει να 'λθ' η μέρα
να ιδεί τον ποθητόν του υιόν να φθάσει από τα ξένα·
αλλ' ο βαριόμοιρος εγώ, δεν μόμεινε κανένα
απ' όσα τέκνα εγέννησα κι εδόξασαν την Τροίαν.
495 Είχα πενήντα ότ' έφθασαν των Αχαιών τα πλήθη.
Τα δεκαννιά γεννήθηκαν όλ' από μια γαστέρα
τα επίλοιπ' από σπιτικές γυναίκες, και από τόσα
μόσφαξ' ο Άρης πάμπολλα και αυτόν που ακόμα μόνος
την πόλιν φύλαγε κι εμάς, τον φόνευσες προτώρα,
500 τον Έκτορα, μαχόμενον να σώσει την πατρίδα.
Γι' αυτόν τώρα κατέβηκα στων Αχαιών τα πλοία
με πλήθια λύτρα πόφερα, για να τον αποδώσεις.
Σέβου, ω γενναίε, τους θεούς, λυπήσου με, θυμήσου
τον γέροντά σου· κι είμ' εγώ ελεεινότερός του,
505 πόπαθ' αυτό που άλλος θνητός δεν έχει πάθει ακόμη,
Τα λόγια τούτα ως άκουσε, λαχτάρισε ο Αχιλλέας
να κλάψει τον πατέρα του και πιάνοντας το χέρι
του γέροντος, τον άμπωσεν αγάλι από σιμά του.
510 Κι οι δύο, με τον πόνον του καθένας τους, εκλαίαν.
Εκείνος για τον Έκτορα στα πόδια του Αχιλλέως,
τούτος για τον πατέρα του και ακόμη για τον φίλον
Πάτροκλον, και απ' τα κλάυματα τα δώματ' αντηχούσαν.
Και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης,
515 ορθώθη απ' όπου εκάθονταν και σήκωσε απ' το χέρι
τον γέροντα λυπούμενος την άσπρην κεφαλήν του,
και προς αυτόν ομίλησε: «Ω δύστυχε, τωόντι
πίκρες πολλές και βάσανα υπέφερε η καρδιά σου.
Πώς μπόρεσες στων Αχαιών τες πρύμνες να 'λθεις μόνος
520 τον άνδρα οπού σου εφόνευσε τόσα παιδιά γενναία
να ιδείς στα μάτια; Σίδερον έχ' η καρδιά σου, ω γέρε.
Αλλ' έλα τώρα κάθισε, και, αν και λυπημένοι,
τους πόνους τώρ' ας κλείσομεν στα βάθη της ψυχής μας·
και τίποτε δεν ωφελούν τα μαύρα κλάυματά μας·
525 ότι στους άμοιρους θνητούς οι αθάνατοι δωρήσαν
να ζουν στον πόνον και άλυποι μόνον εκείνοι μένουν.
Ότι απ' όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του
έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο.
Και σ' όποιον δώσει ανάμικτα ο βροντητής Κρονίδης,
530 εκείνος πότ’ έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες,
και σ' όποιον τα πικρά, τον κάμνει μαύρον κι έρμον
και στ' άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη
και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.
Και του Πηλέως οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα,
535 πανευτυχής και υπέρπλουτος να γίνει στους ανθρώπους,
των Μυρμιδόνων βασιλιάς και τον καταξιώσαν
θεάν να λάβει ομόκλινην, αν και θνητός εκείνος.
Αλλά του εδώσαν και κακόν στο σπίτι του δεν έχει
παιδιά να γίνουν βασιλείς, παρ' εν' αγόρι μόνον
540 ολιγοήμερον, κι εγώ να τον γηροκομήσω
δεν δύναμ' επειδή μακράν απ' την γλυκιάν πατρίδα
μένω στην Τροίαν, συμφορά σ' εσέ και στα παιδιά σου.
Και συ, ω γέρε, ακούομεν πανευτυχής πως ήσουν·
λέγουν που απ' όσους κατοικούν στου Μάκαρος την χώραν
545 στην Λέσβον, στον Ελλήσποντον κι επάνω στην Φρυγίαν
για πλούτη και λαμπρά παιδιά συ είχες τα πρωτεία.
Αλλ' αφού τούτο το κακόν οι αθάνατοι σου εφέραν,
ολόγυρα στην πόλιν σου μάχες και φόνους έχεις.
Υπόφερε, ας μην τήκεται στην λύπην η καρδιά σου·
550 το πεθαμένο σου παιδί με δάκρυα ν' αναστήσεις
δεν ημπορείς, και απ' τον καημόν και άλλο κακό μην πάθεις».
Και τότε ο θείος Πρίαμος απάντησε του κι είπε:
«Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου
ο Έκτωρ κείτεται άταφος· α! τώρα λύσε μου τον,
555 να τον ιδούν τα μάτια μου, και συ τα λύτρα λάβε
οπού σου εφέραμε πολλά· να τα χαρείς να φθάσεις
εις την πατρίδα σου, ω καλέ, που τόσο μ' ελυπήθης
και την ζωήν μου εχάρισες, του ηλιού το φως να βλέπω».
Με άγριο βλέμμ' απάντησε σ' εκείνον ο Πηλείδης:
560 «Μη μ' ερεθίζεις, γέροντα, και αφ' εαυτού μου θέλω
να λύσω εγώ τον Έκτορα· μου εμήνυσε και ο Δίας
με την θεάν μητέρα μου, την κόρην του Νηρέως.
Και ακόμη σε, ω Πρίαμε, το εννόησα, το είδα,
κάποιος θεός σε οδήγησε στων Αχαιών τα πλοία.
565 Πώς θα ερχόνταν στον στρατόν θνητός, κι αν νέος ήταν,
από τους φύλακες κρυφά, πώς θα ημπορούσε μόνος
της θύρας μου το μάνταλο το μέγα να σηκώσει;
Μη, ω γέρε, την κατάπικρην ψυχήν μου εξαγριώνεις
μήπως και σένα, ικέτης μου, ως είσαι στην σκηνήν μου,
570 δεν λυπηθώ και παραβώ την προσταγήν του Δία».
Είπε, φοβήθη ο γέροντας και υπάκουσε τον λόγον
και ωσάν λεοντάρι απ' την σκηνήν πετάχθηκε ο Πηλείδης,
ο Άλκιμος κατόπιν του και ο ήρως Αυτομέδων
ακολουθούσαν, σύντροφοι που επροτιμούσε απ' όλους
575 ύστερ' από τον θάνατον του ποθητού Πατρόκλου.
Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους
κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου
και τον εκάθισαν εκεί· και απ' το λαμπρόν αμάξι
τ' άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο
580 χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν κάλο χιτώνα
να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ' εκείνα σκεπασμένον.
Κι είπε στες δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν
ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του
μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει
585 και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως
τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία.
Και αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα
και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης
ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι
590 και οι σύντροφοι τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι.
Τότ' είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκέ μου φίλε,
μην, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις
πως έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του,
επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα
Η ικεσία του Πρίαμου. Ερυθρόμορφος σκύφος του Ζωγράφου του Βρύγου, γύρω στο 485-480 π.Χ.
Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης
και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον
κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες
ο υιός σου τώρα ελύθηκε και κείτεται στην κλίνην·
600 και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις.
Και τώρα να δειπνήσομεν, ω γέρε, ας στοχασθούμε·
ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη
τροφήν να πάρ' η δύστυχη σ' εκείνην την ημέραν
που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα,
605 έξι ανδρειωμέν' αγόρια της και έξι θυγατερες·
τ' αγόρια ο Φοίβος εφόνευσε με τ' αργυρό του τόξο,
τες κόρες πάλ' η Άρτεμις από χολήν που επήραν,
ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,
πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δύο μόνον.
610 Και όμως οι δύο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα
στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει
δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.
Κι οι επουράνιοι θεοί τους δέκα τους εθάψαν
αλλά στο δάκρ' απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη
615 τροφήν να πάρ' η δύστυχη· και τώρα στου Σιπύλου
τα έρμα όρη τ' άγρια, κει που ησυχάζουν νύμφες
από χορούς που έστησαν στες άκρες του Αχελώου,
τον πόνον πόχει απ' τους θεούς και πετρά ως είναι τρέφει.
Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.
620 Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου
κατόπιν· ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει».
Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι,
το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει,
με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες
625 και όμορφα αφού το 'ψησαν απ' την φωτιάν το σύραν·
και στο τραπέζι εμοίραζεν τον άρτον ο Αυτομέδων,
μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης·
και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν.
Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,
630 ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα
την πλάση και τ' ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν
Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας
και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.
Και αφού ν' αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο
635 πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε:
«Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω
και την γλυκιάν ανάπαυσιν είν' ώρα να χαρούμε·
και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα
που απέθανε απ' τα χέρια σου το αγαπητό παιδί μου,
640 αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω
ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμένος·
χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ' εις τούτο
το στόμα, ώσπου μ' έκαμες μαζί σου να δειπνήσω».
Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ' είπε και στους δούλους
645 κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν
με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω,
και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ' εκείνες.
Και οι δούλες απ' το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες
και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες·
650 και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ' είπε του Πριάμου:
«Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε,
των βουληφόρων Αχαιών μην κάποιος ξάφνου φθάσει,
ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούμε·
και αν κάποιος απ' αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα
655 μη δώσει ευθύς την είδησιν στον αρχηγόν Ατρείδην
και του νεκρού την λύτρωσιν μην τύχει ν' αντισκόψει·
ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ήμερες θέλεις
να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω
από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη».
660 Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις
να κάμ' ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου,
αυτήν την χάριν κάμε μου· γνωρίζεις οπού οι Τρώες
κλειστοί 'ναι και περίφοβοι στην πόλιν, και θα φέρνουν
πέρ' από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα·
665 εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε,
στες δέκα θα γινεί η ταφή και νεκρικό τραπέζι·
στες ένδεκα θα υψώσομεν επάνω του τον τάφον,
στες δώδεκα ο πόλεμος θ' αρχίσει αν είναι ανάγκη».
Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης:
670 «Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις·
τον πόλεμο, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω».
Αυτά 'πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην
απ' τον αρμόν, ότ' ήθελε να μη φοβείται ο γέρος.
Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι
675 ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση.
Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης
677 κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρη του Βρισέως.