Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα


Ραψωδία Ω 468-677 Η συνάντηση Πρίαμου και Αχιλλέα

Χ 247-394 Ω 468-677 Ω 678-805

 

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ

ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:

● Οι απαρχές των ανθρωπιστικών αξιών του δυτικού πολιτισμού

● Η καταξίωση και η ηθική κάθαρση του Αχιλλέα και η αποκατάσταση του Έκτορα ή πώς η λύτρωση του θύματος οδηγεί στη λύτρωση του θύτη

ΣΤΟΧΟΙ

● Η συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα, μια από τις πιο δραματικές σκηνές του έπους, που ξεχειλίζει από ανθρωπιά και τραγικό μεγαλείο.

● Ο πόνος του πατέρα που χάνει το παιδί του στον πόλεμο και ο προβληματισμός σχετικά με την κοινή μοίρα των ανθρώπων, νικητών και ηττημένων, στο πλαίσιο μιας πολεμικής σύρραξης.

● Η «λύτρωση» του νεκρού Έκτορα λειτουργεί λυτρωτικά και εξυψωτικά και για τον ίδιο τον Αχιλλέα και οδηγεί στην ηθική του αποκατάσταση.

● Η κάθαρση, όταν ο Αχιλλέας, μετά την απάνθρωπη και σκληρή μεταχείριση του νεκρού Έκτορα, του αποδίδει ο ίδιος τις πρώτες νεκρικές τιμές.

● Η ηθογράφηση του κορυφαίου ήρωα των Αχαιών, του Αχιλλέα (ευγένεια, ανωτερότητα, ανθρωπιά, ηθικό μεγαλείο κτλ.).

● Ο ομηρικός ανθρωπισμός, μέσα από μια σκηνή που αποτελεί την υπέρτατη έκφρασή του.

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την νύχτα της 41ης ημέρας

 

 

 

Ο Πρίαμος στη σκηνή του Αχιλλέα

Λύτρα Έκτορος
Πρίαμος-Αχιλλέας Λύτρα Έκτορος Λύτρα Έκτορος Λύτρα Έκτορος

468 Είπεν ο Ερμής κι επέταξε στες κορυφές του Ολύμπου

και ξεπεζεύει ο Πρίαμος και αφήνει στον Ιδαίον

470 αυτού στον τόπον να φυλά τα δυο ζεμέν' αμάξια.

Και ίσια επήγε στην σκηνήν που έμενε ο Πηλείδης·

τον ήβρε αυτού και ανάμερα οι σύντροφοι εκαθίζαν·

μόνοι να τον υπηρετούν στεκόνταν ο Αυτομέδων

με τον γενναίον Άλκιμον, ότ' είχε αποδειπνήσει δεσμός

475 κι ήταν ακόμη ασήκωτον εμπρός του το τραπέζι.

Εμπήκε ο μέγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει

αυτού κανείς, και άμ' έφθασε σιμά στον Αχιλλέα,

τα γόνατά του αγκάλιασε και τ' ανδροφόνα χέρια

εφίλησε, που του 'σφαξαν τόσα λαμπρά παιδιά του. δεσμός

480 Και ως όταν ένας πάνερμος, που φόνον έχει κάμει

εις ξένον τόπον έρχεται, στο σπίτι ανδρός πλουσίου

θαυμάζουν όσοι τον ιδούν, ομοίως όταν είδε

εκείνον τον θείον Πρίαμον εθαύμαζε ο Πηλείδης,

θαύμαζαν και εκοιτάζονταν κι οι άλλοι ολόγυρά του.






«τούς δ' ἔλαθ’ εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ’ ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.»

(Ω 477-479)

Έκτορος λύτρα
Ετοιμασία του άρματος του Πρίαμου. Μελανόμορφη υδρία του Ζωγράφου του Πριάμου, περίπου 520-510 π.Χ.
Μαδρίτη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο


Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα

Ικεσία Πριάμου Έκτορας Ικεσία Πριάμου Ικεσία Πριάμου Ικεσία Πριάμου Ικεσία Πριάμου

485 Άρχισε τότε ο Πρίαμος να τον παρακαλέσει:

«Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Πηλείδη,

οπού και αυτόν, ωσάν εμέ το έρμο γήρας ήβρε.

Ίσως και τον στεναχωρούν οι γείτονες τριγύρω

και από τον όλεθρον κανείς δεν είναι να τον σώσει.

490 Αλλά εκείνος χαίρεται και από μακριά ν' ακούει

οπού του ζεις και ολοκαιρίς ελπίζει να 'λθ' η μέρα

να ιδεί τον ποθητόν του υιόν να φθάσει από τα ξένα·

αλλ' ο βαριόμοιρος εγώ, δεν μόμεινε κανένα

απ' όσα τέκνα εγέννησα κι εδόξασαν την Τροίαν.

495 Είχα πενήντα ότ' έφθασαν των Αχαιών τα πλήθη.

Τα δεκαννιά γεννήθηκαν όλ' από μια γαστέρα

τα επίλοιπ' από σπιτικές γυναίκες, και από τόσα

μόσφαξ' ο Άρης πάμπολλα και αυτόν που ακόμα μόνος

την πόλιν φύλαγε κι εμάς, τον φόνευσες προτώρα,

500 τον Έκτορα, μαχόμενον να σώσει την πατρίδα.

Γι' αυτόν τώρα κατέβηκα στων Αχαιών τα πλοία

με πλήθια λύτρα πόφερα, για να τον αποδώσεις.

Σέβου, ω γενναίε, τους θεούς, λυπήσου με, θυμήσου

τον γέροντά σου· κι είμ' εγώ ελεεινότερός του,

505 πόπαθ' αυτό που άλλος θνητός δεν έχει πάθει ακόμη,

του ανδρός οπού μ' ορφάνεψε το χέρι να φιλήσω».

Ο Αχιλλέας αποδέχεται την ικεσία και παρηγορεί τον Πρίαμο

Τα λόγια τούτα ως άκουσε, λαχτάρισε ο Αχιλλέας

να κλάψει τον πατέρα του και πιάνοντας το χέρι

του γέροντος, τον άμπωσεν αγάλι από σιμά του.

510 Κι οι δύο, με τον πόνον του καθένας τους, εκλαίαν.

Εκείνος για τον Έκτορα στα πόδια του Αχιλλέως,

τούτος για τον πατέρα του και ακόμη για τον φίλον

Πάτροκλον, και απ' τα κλάυματα τα δώματ' αντηχούσαν.

Και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης,

515 ορθώθη απ' όπου εκάθονταν και σήκωσε απ' το χέρι

τον γέροντα λυπούμενος την άσπρην κεφαλήν του,

και προς αυτόν ομίλησε: «Ω δύστυχε, τωόντι δεσμός

πίκρες πολλές και βάσανα υπέφερε η καρδιά σου.

Πώς μπόρεσες στων Αχαιών τες πρύμνες να 'λθεις μόνος

520 τον άνδρα οπού σου εφόνευσε τόσα παιδιά γενναία

να ιδείς στα μάτια; Σίδερον έχ' η καρδιά σου, ω γέρε.

Αλλ' έλα τώρα κάθισε, και, αν και λυπημένοι,

τους πόνους τώρ' ας κλείσομεν στα βάθη της ψυχής μας·

και τίποτε δεν ωφελούν τα μαύρα κλάυματά μας·

525 ότι στους άμοιρους θνητούς οι αθάνατοι δωρήσαν

να ζουν στον πόνον και άλυποι μόνον εκείνοι μένουν.

Ότι απ' όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του

έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο.

Και σ' όποιον δώσει ανάμικτα ο βροντητής Κρονίδης,

530 εκείνος πότ’ έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες,

και σ' όποιον τα πικρά, τον κάμνει μαύρον κι έρμον

και στ' άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη

και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.

Και του Πηλέως οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα,

535 πανευτυχής και υπέρπλουτος να γίνει στους ανθρώπους,

των Μυρμιδόνων βασιλιάς και τον καταξιώσαν

θεάν να λάβει ομόκλινην, αν και θνητός εκείνος.

Αλλά του εδώσαν και κακόν στο σπίτι του δεν έχει

παιδιά να γίνουν βασιλείς, παρ' εν' αγόρι μόνον

540 ολιγοήμερον, κι εγώ να τον γηροκομήσω

δεν δύναμ' επειδή μακράν απ' την γλυκιάν πατρίδα

μένω στην Τροίαν, συμφορά σ' εσέ και στα παιδιά σου.

Και συ, ω γέρε, ακούομεν πανευτυχής πως ήσουν·

λέγουν που απ' όσους κατοικούν στου Μάκαρος την χώραν

545 στην Λέσβον, στον Ελλήσποντον κι επάνω στην Φρυγίαν

για πλούτη και λαμπρά παιδιά συ είχες τα πρωτεία.

Αλλ' αφού τούτο το κακόν οι αθάνατοι σου εφέραν,

ολόγυρα στην πόλιν σου μάχες και φόνους έχεις.

Υπόφερε, ας μην τήκεται στην λύπην η καρδιά σου·

550 το πεθαμένο σου παιδί με δάκρυα ν' αναστήσεις

δεν ημπορείς, και απ' τον καημόν και άλλο κακό μην πάθεις».

Η λύτρωση του Έκτορα

Και τότε ο θείος Πρίαμος απάντησε του κι είπε:

«Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου

ο Έκτωρ κείτεται άταφος· α! τώρα λύσε μου τον,

555 να τον ιδούν τα μάτια μου, και συ τα λύτρα λάβε

οπού σου εφέραμε πολλά· να τα χαρείς να φθάσεις

εις την πατρίδα σου, ω καλέ, που τόσο μ' ελυπήθης

και την ζωήν μου εχάρισες, του ηλιού το φως να βλέπω».

Με άγριο βλέμμ' απάντησε σ' εκείνον ο Πηλείδης:

560 «Μη μ' ερεθίζεις, γέροντα, και αφ' εαυτού μου θέλω

να λύσω εγώ τον Έκτορα· μου εμήνυσε και ο Δίας

με την θεάν μητέρα μου, την κόρην του Νηρέως.

Και ακόμη σε, ω Πρίαμε, το εννόησα, το είδα,

κάποιος θεός σε οδήγησε στων Αχαιών τα πλοία.

565 Πώς θα ερχόνταν στον στρατόν θνητός, κι αν νέος ήταν,

από τους φύλακες κρυφά, πώς θα ημπορούσε μόνος

της θύρας μου το μάνταλο το μέγα να σηκώσει;

Μη, ω γέρε, την κατάπικρην ψυχήν μου εξαγριώνεις

μήπως και σένα, ικέτης μου, ως είσαι στην σκηνήν μου,

570 δεν λυπηθώ και παραβώ την προσταγήν του Δία».

Είπε, φοβήθη ο γέροντας και υπάκουσε τον λόγον

και ωσάν λεοντάρι απ' την σκηνήν πετάχθηκε ο Πηλείδης,

ο Άλκιμος κατόπιν του και ο ήρως Αυτομέδων

ακολουθούσαν, σύντροφοι που επροτιμούσε απ' όλους

575 ύστερ' από τον θάνατον του ποθητού Πατρόκλου.

Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους

κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου

και τον εκάθισαν εκεί· και απ' το λαμπρόν αμάξι

τ' άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο

580 χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν κάλο χιτώνα

να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ' εκείνα σκεπασμένον.

Κι είπε στες δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν

ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του

μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει

585 και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως

τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία.

Και αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα

και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης δεσμός

ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι

590 και οι σύντροφοι τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι.

Τότ' είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκέ μου φίλε,

μην, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις

πως έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του,

επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα

595 ό,τι σου πρέπει, αγαπητέ, θα σου χαρίσω μέρος». δεσμός

 

Λύτρα Έκτορος

Η ικεσία του Πρίαμου. Ερυθρόμορφος σκύφος του Ζωγράφου του Βρύγου, γύρω στο 485-480 π.Χ.

Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης

 

Το μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης - Το κοινό δείπνο Αχιλλέα και Πρίαμου

Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης

και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον

κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες

ο υιός σου τώρα ελύθηκε και κείτεται στην κλίνην·

600 και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις.

Και τώρα να δειπνήσομεν, ω γέρε, ας στοχασθούμε· δεσμός

ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ' η δύστυχη σ' εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα,

605 έξι ανδρειωμέν' αγόρια της και έξι θυγατερες·

τ' αγόρια ο Φοίβος εφόνευσε με τ' αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ' η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δύο μόνον.

610 Και όμως οι δύο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί τους δέκα τους εθάψαν

αλλά στο δάκρ' απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

615 τροφήν να πάρ' η δύστυχη· και τώρα στου Σιπύλου

τα έρμα όρη τ' άγρια, κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που έστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ' τους θεούς και πετρά ως είναι τρέφει.

Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

620 Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου

κατόπιν· ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει».

Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι,

το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει,

με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες

625 και όμορφα αφού το 'ψησαν απ' την φωτιάν το σύραν·

και στο τραπέζι εμοίραζεν τον άρτον ο Αυτομέδων,

μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης·

και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν.

Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,

630 ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα δεσμός

την πλάση και τ' ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν

Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας

και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.

Ετοιμασίες για ύπνο - Ο Αχιλλέας υπόσχεται ανακωχή

Και αφού ν' αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο

635 πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε:

«Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω

και την γλυκιάν ανάπαυσιν είν' ώρα να χαρούμε·

και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα

που απέθανε απ' τα χέρια σου το αγαπητό παιδί μου,

640 αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω

ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμένος·

χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ' εις τούτο

το στόμα, ώσπου μ' έκαμες μαζί σου να δειπνήσω».

Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ' είπε και στους δούλους

645 κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν

με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω,

και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ' εκείνες.

Και οι δούλες απ' το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες

και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες·

650 και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ' είπε του Πριάμου:

«Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε,

των βουληφόρων Αχαιών μην κάποιος ξάφνου φθάσει,

ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούμε·

και αν κάποιος απ' αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα

655 μη δώσει ευθύς την είδησιν στον αρχηγόν Ατρείδην

και του νεκρού την λύτρωσιν μην τύχει ν' αντισκόψει·

ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ήμερες θέλεις

να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω

από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη».

660 Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις

να κάμ' ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου,

αυτήν την χάριν κάμε μου· γνωρίζεις οπού οι Τρώες

κλειστοί 'ναι και περίφοβοι στην πόλιν, και θα φέρνουν

πέρ' από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα·

665 εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε,

στες δέκα θα γινεί η ταφή και νεκρικό τραπέζι·

στες ένδεκα θα υψώσομεν επάνω του τον τάφον,

στες δώδεκα ο πόλεμος θ' αρχίσει αν είναι ανάγκη».

Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης:

670 «Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις·

τον πόλεμο, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω».

Αυτά 'πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην

απ' τον αρμόν, ότ' ήθελε να μη φοβείται ο γέρος.

Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι

675 ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση.

Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης δεσμός

677 κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρη του Βρισέως.

 

 

 


 

στ. 468 είπεν ο Ερμής: ο Ερμής συμβούλευσε τον Πρίαμο να προσπαθήσει να συγκινήσει τον Αχιλλέα θυμίζοντάς του τα αγαπημένα του πρόσωπα.

στ. 474 είχε αποδειπνήσει: μόλις είχε τελειώσει το δείπνο του. Ο Αχιλλέας, έπειτα από προτροπή της μητέρας του (Ω 126-132), είχε αποφασίσει να διακόψει τη νηστεία που είχε επιβάλει στον εαυτό του όσο θρηνούσε τον Πάτροκλο.

στ. 474 συμπληρωματικά σχόλια 1: Ο Αχιλλέας ακολουθώντας την προτροπή της μητέρας του αποφασίζει να φάει. Η Θέτιδα τον βρήκε και πάλι να θρηνεί μέσα στη σκηνή του και τον συμβούλευσε να απολαύσει, όσο ακόμη είναι καιρός, τις χαρές της ζωής (Ω 126-132). Η έμφαση που δίνεται στο φαγητό, σε συνδυασμό με την κατάπαυση του θρήνου, δηλώνει ότι ύστερα από μια περίοδο θλίψης και βιαιότητας αποκαθίσταται βαθμιαία η ηρεμία στη ζωή του Αχιλλέα.

στ. 479 συμπληρωματικά σχόλια 2: H ενέργεια του Πρίαμου, να φιλήσει τα χέρια του φονιά του γιου του, ξεχωρίζει αυτή τη σκηνή ικεσίας από οποιαδήποτε άλλη και την καθιστά μοναδική· της προσδίδει επίσης έντονη τραγικότητα. Να σημειωθεί ακόμη ότι η παράτολμη ενέργεια του γέροντα πατέρα μπορεί να χαρακτηριστεί «αριστεία», ανάλογη με αυτήν που οι νεότεροι πραγματοποιούσαν στο πεδίο της μάχης.

στ. 480 πάνερμος: χτυπημένος από βαριά συμφορά.

στ. 483 τον θείον: το επίθετο υπογραμμίζει την εντυπωσιακή παρουσία του Πρίαμου και δικαιολογεί την έντονη έκπληξη (πρβ. θαυμάζω = εκπλήσσομαι, στ. 482, 483, 484) που προκάλεσε σε όλους η εμφάνισή του.

στ. 486 ισόθεε Πηλείδη: ο τιμητικός χαρακτηρισμός πιέζει ψυχολογικά τον Αχιλλέα να αποδεχθεί την ικεσία. Εξάλλου, όπως έχετε μάθει από την Οδύσσεια (π.χ. ε 496-504, ν 236-241), οι θεοί ευσπλαχνίζονται τους ικέτες.

 στ. 498 ο Άρης: ίσως για να μην εξοργίσει τον Αχιλλέα, ο Πρίαμος αποδίδει την απώλεια των παιδιών του στον πόλεμο. Ο Αχιλλέας όμως παρακάτω (Ω 520) δεν αρνείται αυτή την ευθύνη.

στ. 498-499 μόνος την πόλη φύλαγε: τονίζεται η μοναδικότητα και η γενναιότητα του Έκτορα. Επίσης, γίνεται υπαινιγμός στην πτώση της Τροίας μετά τον δικό του θάνατο.

στ. 509 τον άμπωσε αγάλι: τον έσπρωξε μαλακά. Η αντίδραση αυτή δηλώνει τη συναισθηματική ένταση και τη θλίψη που κατακλύζει τον Αχιλλέα. Κανονικά θα έπρεπε ο ήρωας να πιάσει το χέρι του γονατισμένου ικέτη, να τον σηκώσει αμέσως και να τον βάλει να καθίσει, όπως τελικά θα γίνει παρακάτω (στ. 515, 522).

στ. 517-551 συμπληρωματικά σχόλια 3: Στον παρηγορητικό λόγο του Αχιλλέα προς τον Πρίαμο βασικό ρόλο παίζει η καρτερία ως τρόπος αντίδρασης στα βάσανα, καθώς και η άποψη ότι ο πόνος είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους. Όσα λέει ο Αχιλλέας στον Πρίαμο θυμίζουν όσα είχε πει προηγουμένως ο Απόλλωνας (0 46-52), διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά του Πηλείδη προς τον νεκρό Έκτορα. Ο μύθος των δυο πιθαριών έχει γνωμικό χαρακτήρα, εκφράζει δηλαδή τη γενική άποψη ότι σε όλους τους θνητούς αναλογεί, σύμφωνα με τη θεϊκή βούληση, ένα αναπόφευκτο μερίδιο βασάνων. Όμως μερικοί άνθρωποι βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα, επειδή είναι συνεχώς δυστυχισμένοι, σε αντίθεση με άλλους που περνούν περιόδους δυστυχίας και ευτυχίας. Οι στοχασμοί του Αχιλλέα ταιριάζουν τόσο με τη ζωή του Πηλέα (535-542) και του Πρίαμου (543-548) όσο και με την τωρινή κατάσταση του ίδιου του ήρωα. Το γεγονός ότι ο Αχιλλέας ευσπλαχνίζεται τον Πρίαμο δηλώνει ότι έχει αποδεχθεί τον πόνο ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής (στ. 525-526) και επομένως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου του Πάτροκλου.

στ. 526 άλυποι: στον κόσμο των θεών οι λύπες δεν έχουν τις ίδιες σοβαρές συνέπειες που έχουν στον κόσμο των θνητών.

στ. 544 στου Μάκαρος την χώραν: ο Μάκαρ ήταν ο μυθικός οικιστής της Λέσβου.

στ. 545 στην Λέσβον... Φρυγίαν: το βασίλειο του Πρίαμου συνόρευε προς Νότο με τη Λέσβο, ανατολικά με τη Φρυγία και βορειοδυτικά με τον Ελλήσποντο.

στ. 559 με άγριο βλέμμα: η έκφραση, όπως και οι στ. 568-572 και 585-586, αποκαλύπτει ότι το κλίμα είναι ακόμη επισφαλές για τον Πρίαμο, εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισης του Αχιλλέα και των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων του (εκδικητική μανία, αλλά και επιθυμία να σεβαστεί τον ικέτη).

στ. 583-586 Οι στίχοι αυτοί δικαιολογούν την αιτία για την οποία ο Πρίαμος δεν πρέπει να δει τον Έκτορα (βλ. και το προηγούμενο σχόλιο).

στ. 588-589 συμπληρωματικά σχόλια 4: Εντύπωση προκαλεί η τρυφερότητα και η φροντίδα που δείχνει εδώ ο Αχιλλέας για τον νεκρό Έκτορα· είναι φανερή η διάθεση του ποιητή να αποκαταστήσει τον κορυφαίο ήρωα των Αχαιών και να μην τον αφήσει ηθικά γυμνό. Ο λόγος και η συμπεριφορά του Αχιλλέα οδηγούν στην κάθαρση μετά την απάνθρωπη και ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά του απέναντι στον νεκρό Έκτορα.

στ. 595 συμπληρωματικά σχόλια 5: Είναι σίγουρα πολύ πεζή η δικαιολογία του και παράξενη, αν συσχετιστεί με την περιφρόνησή του για τα υλικά αγαθά στο Ι 378 κ.ε. Η στάση του εκείνη όμως αντιστάθμιζε απόφαση που δεν του επέτρεπε το ήθος του να πάρει, ενώ τώρα τέτοιο θέμα δεν υπάρχει· αντίθετα, τιμώντας τον Έκτορα ο Αχιλλέας (και τον πατέρα του) τιμά πρώτ' από όλα τον εαυτό του, χωρίς βέβαια να το καταλαβαίνει (γι' αυτό και έχει μεγαλύτερη αξία), το καταλαβαίνει όμως ή μάλλον εκεί στοχεύει ο βαθύς ανθρωπισμός του ποιητή.

 Μη μπορώντας λοιπόν να εξηγήσει στον φίλο του άλλους λόγους της μεταστροφής του, πιάνεται απ' αυτή την πεζή δικαιολογία, που μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον Πάτροκλο (οι προσφορές στον τάφο του) και είναι σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής που δεν μπορεί ακόμα να δει την ηθική ικανοποίηση ανεξάρτητη από την υλική. (Μ. Σαμαρά, Ομήρου Ιλιάδα).

στ. 601 κ.εξ. συμπληρωματικά σχόλια 6: Το φαγητό, τυπικό στοιχείο φιλοξενίας, ενισχύει στην προκείμενη περίπτωση τους δεσμούς συμπάθειας και φιλίας ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πρίαμο. Επιπλέον, όπως φαίνεται και από το παράδειγμα της Νιόβης, το φαγητό εδώ δηλώνει ότι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να ζουν υπομένοντας τον πόνο τους.

στ. 608 ισώνετο: προσπαθούσε να εξισωθεί, περηφανευόταν. Η Νιόβη, γυναίκα του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα, τιμωρήθηκε για την αλαζονεία της απέναντι στη Λητώ.

στ. 615-617 στου Σίπυλου, του Αχελώου: Μετά τον θάνατο των παιδιών της η Νιόβη επέστρεψε στην πατρίδα της, τη Λυδία. Ο Σίπυλος ήταν βουνό της Λυδίας, ΒΑ της Σμύρνης, ενώ ο Αχελώος ήταν ποτάμι της ίδιας περιοχής και στις όχθες του χόρευαν οι νύμφες που κατοικούσαν στο Σίπυλο.

στ. 630 κ.εξ. συμπληρωματικά σχόλια 7: Ο αλληλοθαυμασμός των δύο αντιπάλων προβάλλει έντονα το νόημα και το περιεχόμενο του ομηρικού ανθρωπισμού, ενώ παράλληλα καταδικάζει τον πόλεμο που χωρίζει τους ανθρώπους.

στ. 631 πλάση: σωματική διάπλαση.

στ. 641 στης αυλής την λάσπην κυλισμένος: ενέργεια ένδειξης πένθους. Και ο Αχιλλέας είχε ορκιστεί να μη λουστεί πριν από την ταφή του Πάτροκλου (Ψ 40-45).

στ. 647 χλαμύδες: (χλαίνας στο πρωτότυπο) μάλλινοι μανδύες που χρησίμευαν και ως σκεπάσματα ύπνου.

στ. 672-673 του έπιασε την δεξιάν παλάμην απ’ τον αρμόν: από την κλείδωση. Με την ενέργεια αυτή του Αχιλλέα επισφραγίζεται η συμφιλίωση με τον Πρίαμο.

στ. 676-677 συμπληρωματικά σχόλια 8: Ο Αχιλλέας για άλλη μια φορά ακολουθεί τη συμβουλή της μητέρας του. Ο ύπνος στο πλευρό της Βρισηίδας, της γυναίκας που υπήρξε η αφορμή της μήνιδος και της αναστάτωσης, είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η ζωή του ήρωα ξαναβρίσκει τον κανονικό της ρυθμό, ύστερα από μια περίοδο οργής και ανεξέλεγκτης θλίψης. Εξάλλου, με τον κοινό ύπνο Αχιλλέα και Πρίαμου κάτω από την ίδια στέγη ολοκληρώνονται οι σκηνές συμφιλίωσης των δύο αντρών και αναγνώρισης των δικαιωμάτων του νεκρού Έκτορα.

 

αρχή

 



 

Η ιστορία της Φλανδρώς

Στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Τ' αγνάντεμα» (1899) του Αλ. Παπαδιαμάντη, η ογδοντάχρονη γριά-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα, αφηγείται μια ιστορία για κάποιο βράχο στη Σκιάθο.

 

«- Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ' τον γιαλό; που φαίνεται σαν άνθρωπος, με κεφάλι και με στήθια [...] που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ.
- Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα ξέρεις καλύτερα, θεια-Φλωρού.
- Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού, η Συρραχίνα· μια φορά κι έναν καιρό ήτον άνθρωπος.
- Άνθρωπος;
- Άνθρωπος καθώς εμείς. Γυναίκα.
Αι άλλαι ήκουον με απορίαν. Η γριά-Συρραχίνα ήρχισε να διηγείται:

«Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μία κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ [...]. Οι παλιοί Έλληνες, που προσκυνούσαν τα είδωλα [...]. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ' αγαθά του κόσμου κ' έγινε πέτρα γι' αυτό. Τον καιρόν εκείνο ήτον ένας καραβοκύρης, όμορφο παλικάρι, κι αγάπησε το Φλανδρώ, και την εγύρεψε, και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι· και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος· και σαν έγινε ο γάμος, έριξε το καράβι στον γιαλό, κ' εμπαρκάρισε κ' επήγε να ταξιδέψει. 

Τότε το Φλανδρώ ήρθε ν' αγναντέψει, σαν καλή ώρα, σ' αυτόν τον έρμο τον γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξει, να στυλώσει την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ' έκλαψε πικρά κ' έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κ' εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν κ' εθέριεψαν [...] και στον δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κ' έγινε αγυρισιά του. [...] Και το Φλανδρώ ήρθε κ' εξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό κ' εκοίταζε κι αγνάντευε [...] κ' επερίμενε, κ' εκαρτερούσε, κι απάντεχε. [...] Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία [...] και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε [...] και το Φλανδρώ έκλαψε, και καταράστηκε την θάλασσα, και τα μάτια της εστέγνωσαν. Και δεν είχε πλια δάκρυ να χύσει [...] και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνει κι αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα [...] και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο ξέρα [...] με το σκήμα τ' ανθρωπινό, που τρίβηκε και φθάρηκε απ' τα κύματα ύστερ' από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα· και να ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογγά απάνω της το κύμα [...] κ' η φωνή της, το βογγητό της γίνεται ένα με το βογγητό της θάλασσας. [...] Να η ξέρα εκεί. Αυτή 'ναι η Φλανδρώ.[...]»

 

Αλ. Παπαδιαμάντης, «Τ' αγνάντεμα», Άπαντα,
τόμ. 3ος κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1981

 

Άλγος εν τη Ιλίω κι οιμωγή.

 Η γη

της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει

τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.

Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.

 Ψυχή

δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,

του Έκτορος την μνήμην αμελούσα.

Αλλ' είναι μάταιος, ανωφελής

 πολύς

θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·

η δυσμενης κωφεύει ειμαρμένη.

Τ' ανωφελή ο Πρίαμος μισών,

 χρυσόν

εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει

λέβητας, τάπητας, και χλαίνας·

κι έτι χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
 λαμπρόν,

και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,

κι επί του άρματος του τα στοιβάζει.

Θέλει με λύτρα από τον τρομερόν

 εχθρόν

του τέκνου του το σώμα ν' ανακτήσει,

και με σεπτήν κηδείαν να τιμήσει.

Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.

 Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει

ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχει.

Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.

 Οικτρώς

ο άνεμος οδύρεται κι οιμώζει.

[...]

Αλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·

φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχει.


(Κ.Π. Καβάφης, «Πριάμου νυκτοπορία»,
Άπαντα Ποιητικά
, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1999, σελ. 228-229)

 

 

αρχή

 



 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ

 

1. Με ποιες ενέργειες, επιχειρήματα ή άλλα μέσα ο Πρίαμος προσπαθεί να προδιαθέσει ευνοϊκά τον Αχιλλέα προτού εκθέσει την αιτία του ερχομού του στο στρατόπεδο των Αχαιών (στ. 476-506);

1 Κ. Π. Καβάφης, «Πριάμου Νυκτοπορία» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

2. Αφού επισημάνετε με ποιους τρόπους ο ποιητής υπαινίσσεται ή τονίζει πόσο επικίνδυνη και παράτολμη ήταν η απόφαση του Πρίαμου να επισκεφθεί και να ικετεύσει τον Αχιλλέα, να γράψετε πώς κρίνετε εσείς την ενέργεια του γηραιού βασιλιά.

3. Ποιοι στίχοι της ενότητας αποκαλύπτουν πως ο πόλεμος υπήρξε οδυνηρός όχι μόνο για τον Πρίαμο αλλά και για τον Αχιλλέα;

4. Με ποιους τρόπους ο Αχιλλέας προσπαθεί να παρηγορήσει τον Πρίαμο; Να επισημάνετε γενικότερα ποιες ενέργειες και ποια λόγια του Αχιλλέα δείχνουν τη συμφιλιωτική του διάθεση προς τον γέροντα επισκέπτη του.

5. Να δικαιολογήσετε την αναφορά του Αχιλλέα στο μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης (Ω 601-621). Ποια κοινά στοιχεία έχει η ιστορία της μυθικής βασίλισσας με την κατάσταση και τα προβλήματα του Πρίαμου;

6. Όταν ο Δίας στέλνει τη Θέτιδα να πείσει τον Αχιλλέα να δεχτεί λύτρα και να παραδώσει τον νεκρό Έκτορα στον πατέρα του, της λέει ότι, μολονότι οι υπόλοιποι θεοί προτρέπουν τον Ερμή να κλέψει το σώμα του νεκρού, ο ίδιος επιθυμεί να προσφέρει στον Αχιλλέα αυτήν τη «δόξα». Με βάση τα στοιχεία της ενότητας που διδαχθήκατε, μπορείτε να γράψετε ποια είναι η «δόξα» που ο Αχιλλέας θα έχανε, αν οι θεοί έκλεβαν το σώμα του νεκρού; Να δικαιολογήσετε τις απόψεις σας με λίγα λόγια.

7. Αφού διαβάσετε την ιστορία της Φλανδρώς (Παράλληλο κείμενο), να τη συγκρίνετε με το μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης και να επισημάνετε ομοιότητες και διαφορές.

Νιόβη Νιόβη
Νιόβη
[πηγή: Αριάδνη Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας]
2 Ο μύθος της θανάτωσης των Νιοβιδών [πηγή: Ιστορία Γ' Δημοτικού]

 

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ - ΣΧΕΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Η ικεσία είναι ένα τυπικό θέμα στην Ιλιάδα: Το έπος αρχίζει με την ικεσία του Χρύση και τελειώνει με την ικεσία του Πρίαμου (βλ. και εικόνα 44). Αφού συγκεντρώσετε τις σκηνές ικεσίας που συναντήσατε στις ενότητες που διδαχθήκατε αναλυτικά στην Ιλιάδα (μπορείτε να συμπεριλάβετε και άλλες ενότητες που γνωρίσατε από περίληψη, π.χ. την ικεσία του Άδραστου στο Ζ ή του Λυκάονα στο Φ ή ακόμη παρόμοιες σκηνές της Οδύσσειας), να χωριστείτε σε ομάδες και να τις μελετήσετε, επισημαίνοντας κυρίως τα εξής: τυπική διαδικασία, κινήσεις του ικέτη, αντιδράσεις αυτού στον οποίο απευθύνεται η ικεσία, επιτυχής ή ανεπιτυχής ικεσία, αντιλήψεις της εποχής σχετικά με την ικεσία, ικεσία και θεοί, ιερότητα του ικέτη, σκηνές ικεσίας ή παράκλησης σε κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, των Θρησκευτικών σας, σε άλλα διαβάσματά σας ή παρακλήσεις και τάματα στη σύγχρονη ζωή κτλ. Στη συνέχεια να παρουσιάσετε τα στοιχεία αυτά στην τάξη και να συζητήσετε σχετικά με τον τυπικό κώδικα της ικεσίας, τη θέση της στην ομηρική κοινωνία και τους λόγους (κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς κ.ά.) που επέβαλαν την ύπαρξη και την αποδοχή τέτοιων πρακτικών. Στο τέλος να συνθέσετε ένα κείμενο στο οποίο να καταγράψετε τις απόψεις και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξατε (μπορείτε να επενδύσετε εικαστικά το κείμενό σας με κάποιο δικό σας έργο ή φωτογραφικό υλικό της επιλογής σας). [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Χώρος - Χρόνος, Δράση - Αντίδραση, Κώδικας, Άτομο - Κοινωνία

3 Ο ιερός θεσμός της ικεσίας

 

αρχή

 



 

1. Η εταιρική ομιλία της συμφιλίωσης

 

Α. «Υπαινίχθηκα ήδη δύο φορές ότι η εξίσωση αυτή των αντιπάλων, μέσα στον αμοιβαίο και κοινό τους θάνατο, προοικονομεί την έκβαση του ιλιαδικού πολέμου. Τούτο δεν επιβεβαιώνεται μόνον από το αφηγηματικό γεγονός, με το οποίο η Ιλιάδα κλείνει τον δικό της πολεμικό κύκλο. Δύο ισόπαλοι φόνοι που μοιράζονται αντιστοίχως στα δύο στρατόπεδα: φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα· φόνος του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Σημαντικότερο ίσως είναι ότι ο ποιητής, με τα δρώμενα της εικοστής τέταρτης ραψωδίας, δίνει τη δυνατότητα να αναγνωριστεί και συμβολικά η φονική αυτή εξίσωση, η οποία οδηγεί, συμβολικά επίσης, στη συμφιλίωση των αντιπάλων. Γιατί η μακρά εταιρική ομιλία Αχιλλέα και Πριάμου, υποκινημένη από τους θεούς, πραγματοποιείται σε ηρωικό επίπεδο με τέτοιον τρόπο, ώστε οι δύο συνομιλούντες εταίροι (γέρος ο ένας, νέος ο άλλος, σπαραγμένοι από τον πόνο και οι δύο) μετατρέπονται από θανάσιμους εχθρούς σε φίλους, όταν συνειδητοποιούν την κοινή τους απώλεια μέσα στον ιλιαδικό πόλεμο και εξαιτίας του: ο πατέρας την απώλεια του πιο αγαπημένου του γιου· ο φίλος την απώλεια του πιο αγαπημένου του φίλου. Έτσι επιτυγχάνεται η επιστροφή του νεκρού Έκτορα στην Τροία και εξασφαλίζεται, μετά τον διασυρμό του, η έντιμη ταφή του, αναλόγως προς την προηγούμενη επιστροφή και ταφή του Πατρόκλου [...]. Η Ιλιάδα περατώνεται με έναν νεκρώσιμο νόστο, ο οποίος επιβάλλει δωδεκαήμερη αναστολή του τρωικού πολέμου, ενώ συγχρόνως, και τούτο είναι το σημαντικότερο, δηλώνει το συμφιλιωτικό τέλος του ιλιαδικού πολέμου.»

 

(Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομηρικά μεγαθέματα, σελ. 43-44)

 

Β. «Τέλος, η σημαντικότερη ικεσία στο ιλιαδικό έπος είναι εκείνη του Πριάμου στη σκηνή του Αχιλλέα με τα Έκτορος λύτρα Ω 468-676. Αρχικά ο Αχιλλέας είναι πολύ σκληρός, στη συνέχεια παρατηρείται αλλαγή. Η ψυχογράφηση του Αχιλλέα παρουσιάζει έντονες μεταπτώσεις, κινδυνεύει να αποτύχει η ικεσία για την επιτυχία της οποίας υπάρχει και θεϊκή παρέμβαση (οργή, θυμό, αλλά και πόνο και σεβασμό στον νεκρό Έκτορα και τον γέροντα πατέρα του). Ο πόνος του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο και τον μη νόστο έστω και νεκρού τον έχει εξαγριώσει, αλλά και η σκέψη του γέροντα πατέρα του, τον οποίο ο ίδιος ως ολιγόζωος δε θα γεροκομήσει, τον ευαισθητοποιούν σε σχέση με τον Πρίαμο. Έτσι, μέσα σ' ένα πολεμικό έπος δίνονται στάσεις και πράξεις που συγκροτούν αξίες και απαξίες. Εκείνο που προέχει είναι η ανθρωπιά και οι αξίες που αναδεικνύονται από ένα πολεμικό, όπως είναι το ιλιαδικό, έπος: σεβασμός στον γέροντα, στον πατέρα, ευαισθησία στον ανθρώπινο πόνο, έμμεση αναγνώριση της αξίας του νεκρού εχθρού (νεκρόδειπνα, εκεχειρία και φίλιωμα με τον Πρίαμο για να αποδοθούν οι νεκρικές τιμές στον Έκτορα). Ο Πρίαμος κατά την ικεσία φιλάει τα ανδροφόνα χέρια του Αχιλλέα, αναφερόμενος στον θάνατο των παιδιών του και κυρίως του Έκτορα, προβάλλει τον δικό του πόνο, ενώ συγχρόνως απευθύνεται στην ευαισθησία του Αχιλλέα σε σχέση με την πατρική αγάπη και το γήρας. Αξίζει να προσεχθούν η στάση και τα λόγια του γερο-Πρίαμου, η αναγνώριση της αξίας του αντιπάλου και η δημιουργία της συγκινησιακής ατμόσφαιρας, που οδηγεί σε επιτυχία την ικεσία. Είναι αξιοσημείωτο για τον αναγνώστη ότι μπορεί να εμπλακεί συναισθηματικά συμμετέχοντας στον πόνο και το κλάμα και των δύο δρώντων προσώπων της σκηνής της ικεσίας, καθώς κλαίνε ο καθένας για δικό του λόγο, ο μεν Πρίαμος για τον Έκτορα, ο δε Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και ενθυμούμενος τον γέροντα πατέρα του. Έτσι αναδεικνύεται ως αξία ο σεβασμός στο γήρας, στα καλά γεράματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα Έκτορος λύτρα ανυψώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη ο Αχιλλέας που συμπεριφέρεται με υιική φροντίδα στον Πρίαμο. Σημαντικό στοιχείο είναι η τιμή που αποδίδει ο Αχιλλέας στον νεκρό Έκτορα, καθώς μόνος του τον βάζει στο νεκρικό κρεβάτι αναγνωρίζοντας έτσι την ανδρεία και τη φιλοπατρία του. Έχοντας, όμως, στο προσκήνιο την εκδίκηση του εχθρού για τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου, νιώθει ενοχές, τον παρακαλεί να μη θυμώσει για την απόδοση του νεκρού και την αποδοχή των λύτρων εξευμενίζοντάς τον με προσφορές από τα καλύτερα λύτρα του Έκτορα. Ακολουθεί το μικρό νεκρόδειπνο κι ο αμοιβαίος αλληλοσεβασμός που μεγιστοποιείται με τη φροντίδα για τον ύπνο του Πριάμου (ετερότητα). Τα όρια ανάμεσα σε εχθρό και φίλο έχουν αμβλυνθεί μπροστά στην πατρική αγάπη και τον σεβασμό στον νεκρό, που συγκροτούν απόδειξη ανθρωπιάς εκ μέρους του Αχιλλέα, η οποία ολοκληρώνεται με την προσφερόμενη εκεχειρία για να τιμηθεί επάξια ο νεκρός Έκτορας.

Έτσι, η ικεσία του Πριάμου και η στάση του Αχιλλέα είναι μάθηση και αγωγή ψυχής για κάθε άνθρωπο πέρα από χρόνο, φύλο, φυλή και ιστορικές συγκυρίες, καθώς η φιλία και ο σεβασμός στον γέροντα και τον νεκρό είναι ως σήμερα αξίες πανανθρώπινες.»

 

(Αργυροπούλου Χρ., «Οι ανθρωπιστικές αξίες...», σελ. 72-73)

 

2. Η παράδοση της Νιόβης

 

«Ο Αχιλλέας προτρέπει τον Πρίαμο να φάει, όσο μεγάλος να είναι ο πόνος του για τον Έχτορα που σκοτώθηκε. Έτσι έφαγε και η Νιόβη, όταν πια απόκαμε κλαίγοντας τον χαμό των δώδεκα παιδιών της. Ας φάει κι αυτός λοιπόν τώρα· τον γιο του έχει καιρό να τον κλάψει ξανά ύστερα, όταν τον φέρει μέσα στην Τροία· γιατί αλήθεια πολλά δάκρυα έχουν να χυθούν γι' αυτόν. Την ίδια συμβουλή ακριβώς είχε δώσει λίγο πιο πριν στον Αχιλλέα η Θέτιδα βλέποντάς τον να θρηνεί αδιάκοπα τον Πάτροκλο, δίχως να χαίρεται τις χαρές της ζωής αυτής τον λίγο καιρό που του μένει ακόμα να ζήσει [Ω 128-132]. Και του Αχιλλέα και του Πρίαμου ο πόνος είναι μεγάλος· και όμως και οι δύο θα υποκύψουν στις ανάγκες του κορμιού: μαζί θα φάνε και θα πιουν, έπειτα θα κοιμηθούν, ο Πρίαμος στη στοά, έξω από τη σκηνή του Αχιλλέα, αυτός στο βάθος της σκηνής μαζί με τη Βρισηίδα. Ποιος άνθρωπος δεν έζησε κάποτε μέσα του αυτόν τον σκληρό αγώνα ανάμεσα στην ψυχή, που την πνίγει ο πόνος, και στις ανάγκες της ύλης, που όλο και πιο απαιτητικά ζητούν την ικανοποίησή τους — για να νικήσουν στο τέλος;

Για τη Νιόβη, που προσάγει ο Αχιλλέας σαν παράδειγμα ανάλογης υποταγής της ψυχής στην ωμή ύλη, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι στην ίδια μέσα διήγηση παρουσιαζόταν στο τέλος να πετρώνεται. Η απολίθωση είναι βέβαια ένα στοιχείο σταθερό στην υστερότερη παράδοση της ηρωίδας αυτής. Μια Νιόβη όμως, που αφού έθαψε τα δώδεκα παιδιά της "θυμάται να φάει", δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη Νιόβη, που μαρμαρωμένη στο Σίπυλο εξακολουθεί, και βράχος που έγινε, να θυμάται τις συμφορές της και να βασανίζεται. Η δεύτερη είναι σύμβολο της πονεμένης μητέρας, η πρώτη βασικά διαφορετική, κι όμως όχι λιγότερο αληθινό σύμβολο: τον ανθρώπου που και στον πιο βαθύ τον πόνο αναγκάζεται κάποτε να στεγνώσει τα δάκρυά του και να υποταχτεί στις απαίτησες τον κορμιού. [...]

Η Νιόβη του Ω τρώει μόνο και μόνο γιατί πρέπει να φάει ο Πρίαμος. Μια Νιόβη που "θυμάται να φάει" δεν την εγνώρισε ποτέ η γνήσια παράδοση, ούτε πριν ούτε ύστερα από τον Όμηρο· εγνώρισε μόνο τη μητέρα που την πετρώνει η θλίψη για τον χαμό των παιδιών της. Φυσικά στην εποχή του Ομήρου η Νιόβη δεν είχε ακόμα γίνει το τυπικό σύμβολο της mater dolorosa, όπως είναι για μας σήμερα, αμετάκλητα καθιερωμένο μέσα στους αιώνες. Η παράδοση είναι πολύ ρευστή ακόμα τότε και έτσι ο ποιητής είχε όλη την ελευθερία να δοκιμάσει ν' αλλάξει ριζικά την υπόσταση ενός ήρωα δίνοντάς του εντελώς άλλο νόημα. Είναι αλήθεια πως η Νιόβη που τρώει ξεχάστηκε αμέσως· οι μεταγενέστεροι όλοι ξαναγύρισαν στην ιστορία της απολίθωσης. Άλλη μια φορά η απρόσωπη λαϊκή παράδοση αποδείχτηκε πιο δυνατή από την ατομική δημιουργία, κι ενός Ομήρου ακόμα. Όμως άσχετα με αυτό, και της ομηρικής Νιόβης η μορφή υψώνεται μπροστά μας το ίδιο αληθινή και μεγάλη, τραγική έκφραση της ανθρώπινης μοίρας, όπως —από την άλλη πλευρά— και της λαϊκής Νιόβης, που μαρμαρώνεται από τον μεγάλο πόνο. [...]

Μια παρατήρηση ακόμα: στο Ψ, μετά τη μάχη ο Αχιλλέας τρώει, είδαμε (48). Έπειτα, την ώρα που οι άλλοι βασιλιάδες κοιμούνται, εκείνος πηγαίνει και ξαπλώνει στην ακρογιαλιά βαρύ στενάχων· εκεί, καθώς έχει κουραστεί όλη μέρα πολεμώντας και κυνηγώντας τον Έχτορα, τον παίρνει ο ύπνος νήδυμος αμφιχυθείς, ολόγλυκος. Και τότε έρχεται η ψυχή του Πάτροκλου κοντά του με το παράπονο στο στόμα [στ. 69-70]. Μετά το φαγητό ο ύπνος, η δεύτερη νίκη του κορμιού πάνω στην ψυχή την πονεμένη, για να ξεχάσει λίγο τα μελεδήματά της. Την ίδιαν ακριβώς διαδοχή βρίσκουμε στο Ω: ο Πρίαμος τρώει μαζί με τον Αχιλλέα· κι αφού έπειτα θαύμασε την ομορφιά του, όπως και κείνος τη δική του αρχοντιά, λέει ο Πρίαμος: "λέξον νυν μεν τάχιστα, διοτρεφές, όφρα και ήδη..." [στ. 635-642]. Η σάρκα δάμασε την ψυχή πέρα για πέρα. Ο Πρίαμος έφαγε και ήπιε ύστερα από τόσες μέρες. Και τώρα είναι ο ίδιος που παρακαλεί τον Αχιλλέα να του στρώσει να κοιμηθεί. Θα εμπιστευτεί στον εχτρό του και θα πλαγιάσει στη σκηνή του. Για λίγες ώρες οι δύο εχτροί θα χαρούν κοινό το δώρο του ύπνου, ο ένας κοντά στον άλλον, συμφιλιωμένοι, δίχως πάθη και έγνοιες — ύστερα από δώδεκα μέρες θα ξεσπάσει πάλι ο πόλεμος άγριος, ώσπου να πέσει η Τροία, ώσπου να έρθει ο θάνατος, του Αχιλλέα από τον γιο του Πρίαμου, του Πρίαμου από τον γιο του Αχιλλέα.»

 

(Κακριδής Ι.Θ., Ομηρικές έρευνες, σελ. 128-142)

 

αρ