α. ῞Οσοι ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὅπλα
φερ (
φέρω,
παρατ.), οὗτοι
γυμνοὶ
γίγν (
γίγνομαι,
παρατ.) πρὸς τὰ τοξεύματα καὶ τἆλλα βέλη·
ἀνεχώρησαν οὖν καὶ αὐτοῦ
στρατοπευδεύ (
στρατοπεδεύομαι,
αόρ.) παρὰ τὸν ποταμόν.
β. Οἱ
μὲν῞Ελληνες παρσκευάζ (παρασκευάζομαι,
παρατ.) πρὸς τοὺς Πέρσας καὶ πρὸς τὸν κίνδυνον·
οἱ δὲ πολέμιοι
τόξευ (τοξεύω,
παρατ.) καὶ ἐσφενδόνων.
γ.
῾Ηριππίδας, ἐπεὶ ὑπέσχετο αὐτῷ,
θύ (
θύομαι,
παρατ.)
καὶ
πορεύ (
πορεύομαι,
παρατ.) σὺν ᾗ εἶχε δυνάμει.
δ.
Μετὰ δὲ τοῦτο
ρ (ἄρχομαι,
αόρ.) λόγου ὁ Φαρνάβαζος.