1 |
ἄγ
(ἄγω, α΄ πληθ. υποτ. ενεστώτα) ὦ νέοι... |
2 | Ὅταν
ἀναβλέ
(ἀναβλέπω, α΄ πληθ. υποτ.
αόριστου)... |
3 |
Ἴωμεν καὶ
ἀκού
(ἀκούω, α΄ πληθ. υποτ. αόριστου) τοῦ
ἀνδρός. |
4 |
δ.
παύ (παύω,
β΄ πληθ. υποτ. ενεστώτα) τῆς μάχης. |
5 |
Ἂν
αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ
πεί (πείθω,
β΄ εν. υποτ. ενεστώτα). |
6 |
Ἐὰν
τοὺς ἀγῶνας
κολά (κολάζω
β΄ πληθ. υποτ. ενεστώτα). |
7 |
Οὗτος ἀθυμεῖ φοβούμενος μὴ οὐκ
ἔ (ἔχω, γ΄
εν. υποτ. ενεστώτα) τὰ ἐπιτήδεια. |
8 |
Ὅρα
μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις
κινδυνεύ
(κινδυνεύω, β΄ πληθ. υποτ.
ενεστώτα). |
9 |
Εἰς
τὴν ἄλλην Σικελίαν
πέμ
(πέμπω, α' πληθ. υποτ. αόριστου)
πρέσβεις. |
10 |
Ἐὰν
(εἰμί, β' εν. υποτ. ενεστώτα)
φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής. |