Άσκηση στην α' κλίση (Αισώπου μύθοι, Ερμής και Τειρεσίας) 

Ἑρμῆς βουλόμενος τὴν Τειρεσί (Τειρεσίας, γεν. εν.) μαντικ (μαντική, αιτ. εν.) εἰ ἀληθής ἐστι γνῶναι, κλέψας τὰς αὐτοῦ βοῦς ἐξ ἀγροικί, (ἀγροικία, γεν. εν.) ἧκεν ὡς αὐτὸν εἰς ἄστυ, ὁμοιωθεὶς ἀνθρώπῳ, καὶ παρ᾿ αὐτῷ κατήχθη. Τῆς δὲ τῶν βοῶν ἀπωλεί (ἀπώλεια, γεν. εν.) ἀγγελθείσ (ἀγγελθεῖσα, γεν. εν.) τῷ Τειρεσί, (Τειρεσίας, δοτ. εν.) ἐκεῖνος παραλαβὼν τὸν Ἑρμῆν ἐξῆλθεν, οἰωνόν τινα περὶ τοῦ κλέπτου σκεψόμενος καὶ τούτῳ παρῄνει φράζειν αὐτῷ ὅντινα ἂν τῶν ὀρνίθων θεάσηται. Ὁ δὲ Ἑρμῆς τὸ μὲν πρῶτον θεασάμενος ἀετὸν ἐξ ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιὰ διιπτάμενον, ἔφρασε. Τοῦ δὲ φήσαντος μὴ πρὸς αὐτοὺς εἶναι τοῦτον, ἐκ δευτέρου κορών (κορώνη, αιτ. εν.) εἶδεν ἐπί τινος δένδρου καθημέν, (καθημένη, αιτ. εν.) καὶ ποτὲ μὲν ἄνω βλέπουσ, (βλέπουσα, αιτ. εν.) ποτὲ δὲ πρὸς τὴν γῆν κατακύπτουσ, (κατακύπτουσα, αιτ. εν.) καὶ τῷ μάντει φράζει. Καὶ ὃς ὑποτυχὼν εἶπεν· Ἀλλ᾿ αὕτη γε ἡ κορώνη διόμνυται τόν τε Οὐρανὸν καὶ τὴν Γῆν ὡς, ἐὰν σὺ θέλῃς, τὰς ἐμὰς ἀπολήψομαι βοῦς.

Θέλοντας ο Ερμής να μάθει αν ο μάντης Τειρεσίας ξέρει να μαντεύει, αφού έκλεψε τα βόδια του από το εξοχικό του, πήρε μορφή ανθρώπου και πήγε στην πόλη, στο σπίτι του Τειρεσία. Όταν ανακοινώθηκε στον Τειρεσία ότι του έκλεψαν τα βόδια, εκείνος πήρε τον Ερμή και βγήκε, να δει κανένα οιωνό για τον κλέπτη και παρακινούσε τον Ερμή να του λέει αν βλέπει κάποιο πουλί. Κι ο Ερμής βλέποντας στην αρχή έναν αετό να πετάει από τα αριστερά προς τα δεξιά, το λέει στον Τειρεσία. Κι ο Τειρεσίας του απάντησε ότι αυτό δεν προοριζόταν γι' αυτούς. Έπειτα ο Ερμής είπε ότι είδε μια κουρούνα να κάθεται πάνω σε ένα κλαδί και να κοιτάζει μια πάνω και μια κάτω. Και τότε ο Τειρεσίας του είπε ότι αυτή η κουρούνα ορκίζεται στον ουρανό και στη γη ότι θα βρω τα χαμένα βόδια μου αν κι εσύ το θέλεις.