Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο    

ἐφοβούμην μή τίς με κακὸν ἐργάσαιτο.

φοβόμουνα μήπως κάποιος μου κάνει κακό.

Ρήμα:

ἐργάσαιτο

πτώση αντ.

άμεσο ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος ἐργάσαιτο;)

Αντ. (τι ἐργάσαιτο;)

Αντ. (σε ποιον ἐργάσαιτο;)