Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο    

Τὰ τῶν Θετταλῶν πράγματα ἀθυμίαν παρεῖχε τῷ Φιλίππῳ.

Οι υποθέσεις των Θεσσαλών παρείχαν στον Φίλιππο στενοχώρια (στενοχωρούσαν τον Φίλιππο).

Ρήμα:

παρεῖχε

πτώση αντ.

άμεσο ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος παρεῖχε;)

Αντ. (τι παρεῖχε;)

Αντ. (σε ποιον παρεῖχε;)