Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο

Τῶν λόγων ἡμᾶς Λυσίας εἱστία.

Ο Λυσίας μας χόρτασε με λόγους.

Ρήμα:

εἱστία

πτώση αντ.

άμεσο ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος εἱστία;)

Αντ. (τι εἱστία;)

Αντ. (ποιον εἱστία;)