Κεράννυμι ὕδωρ τῷ οἴνῳ.
Ανακατεύω το κρασί με νερό.
Ρήμα:
κεράννυμι
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος κεράννυμι;)
(ἐγὼ)(σύ) τῷ οἴνῳὕδωρ
Αντ. (τι κεράννυμι;)
γενική δοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (με τι κεράννυμι;)