Ὑπισχνεῖτο πέντε μνᾶς ἑκάστῳ.
Υποσχόταν πέντε μνες στον καθένα.
Ρήμα:
ὑπισχνεῖτο
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος ὑπισχνεῖτο;)
(σύ) (οὗτος)μνᾶς ἑκάστῳ
Αντ. (τι ὑπισχνεῖτο;)
γενική δοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (σε ποιον ὑπισχνεῖτο;)