Εἰσέπραξαν τοὺς συμμάχους πλήθος χρημάτων.
Εισέπραξαν από τους συμμάχους πλήθος χρημάτων.
Ρήμα:
εἰσέπραξαν
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιοι εἰσέπραξαν;)
(ἡμεῖς) (οὗτοι) πλῆθος τοὺς συμμάχους
Αντ. (τι εἰσέπραξαν;)
γενικήδοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (από ποιον εἰσέπραξαν;)