Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο  

Ὁ πόλεμος ἁπάντων ἡμᾶς ἀπεστέρηκεν.

Ο πόλεμος μας έχει στερήσει τα πάντα.

Ρήμα:

ἀπεστέρηκενν

πτώση αντ.

άμεσο ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος ἀπεστέρηκεν)

Αντ. (τι ἀπεστέρηκεν)

Αντ. (ποιον ἀπεστέρηκεν)