μοι ὁ πατὴρ οἰκήματα καλὰ κατέλιπεν.
σε μένα ο πατέρας άφησε σπίτια καλά.
Ρήμα:
κατέλιπεν
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος κατέλιπεν)
(ἐγώ) μοι οἰκήματα ὁ πατὴρ
Αντ. (τι κατέλιπεν)
γενική δοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (σε ποιον κατέλιπεν)