Κλίνε στα α.ε. τον αόριστο του ρ. πλέκω, συγκρίνοντάς τον με τα ν.ε.

νέααρχαία
έπλεξα ἔπλεξ
έπλεξεςἔπλεξ
έπλεξεἔπλεξ
πλέξαμεἐπλέξ
πλέξατεἐπλέξ
έπλεξανἔπλεξ