Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Η μητέρα μου μας φόρεσε στρατιωτικά ρούχα.
Ρήμα:φόρεσε γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος φόρεσε;)
Αντ. (τι φόρεσε;)
Αντ. (σε ποιον φόρεσε;)