«
Θεωρία
Ασκήσεις
»
Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο
Η μητέρα μου μας φόρεσε στρατιωτικά ρούχα.
Ρήμα:
φόρεσε
γεν., αιτ.
ή εμπρόθετο
άμεσο
ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος φόρεσε;)
Η μητέρα
στρατιωτικά
μας
ρούχα
Αντ. (τι φόρεσε;)
Η μητέρα
στρατιωτικά
μας
ρούχα
γενική
αιτιατική
εμπρόθετο
άμεσο
έμμεσο
Αντ. (σε ποιον φόρεσε;)
Η μητέρα
στρατιωτικά
μας
ρούχα
αιτιατική
γενική
εμπρόθετο
άμεσο
έμμεσο
Έλεγχος
ΕΝΤΑΞΕΙ
© Ελληνικός Πολιτισμός