Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Η πεθερά μου φόρτωσε τη νύφη χρυσαφικά.
Ρήμα: φόρτωσε γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος φόρτωσε;)
Αντ. (τι φόρτωσε;)
Αντ. (σε ποιον φόρτωσε;)