Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Στο σπίτι της η γιαγιά μου κερνάει τους επισκέπτες κρασί.
Ρήμα: κερνάει γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος κερνάει;)
Αντ. (τι κερνάει;)
Αντ. (ποιον κερνάει;)