Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Σου απαγορεύω την είσοδο στο χώρο του σχολείου.
Ρήμα: απαγορεύω γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος απαγορεύω;)
Αντ. (τι απαγορεύω;)
Αντ. (σε ποιον απαγορεύω;)