ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕYΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΝ 19o ΑΙΩΝΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 14. Οι ενοποιήσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας. Νέα εθνικά κράτη στα Βαλκάνια


Η ενότητα δεν διδάσκεται



Ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών ιδεών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εκφράστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τρόπο στις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας, καθώς και στην ίδρυση νέων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια.

Η ενοποίηση της Ιταλίας (1861-1870)

Τζουζέπε Γκαριμπάλντι Φωτογραφία του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, στην ιταλική χερσόνησο υπήρχαν πολλά διαφορετικά κράτη. Από αυτά, το μοναδικό στο οποίο βασίλευε Ιταλός μονάρχης ήταν το βασίλειο του Πεδεμοντίου (σημερινή ΒΔ Ιταλία) και της Σαρδηνίας. Σε αυτό βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και η προσπάθεια ενοποίησης.

Πρωτεργάτες υπήρξαν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ και ο μετριοπαθής φιλελεύθερος πρωθυπουργός Καμίλο Καβούρ. Παράλληλα, ο πολιτικός Τζουζέπε Ματσίνι ίδρυσε το κίνημα Νέα Ιταλία με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού ιταλικού κράτους. Στα 1859-1860 το Πεδεμόντιο απέσπασε από την Αυστρία περιοχές της βόρειας Ιταλίας, ενώ ο Ιταλός επαναστάτης Τζουζέπε Γκαριμπάλντι κήρυξε την επανάσταση στη νότια Ιταλία και την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο. Έτσι, το 1861 σχηματίστηκε το ενιαίο βασίλειο της Ιταλίας, που ως το 1870 είχε λάβει την εδαφική μορφή που έχει σήμερα η Ιταλία.

1
1. Η ενοποίηση της Ιταλίας.

1. Τα ρεύματα του ιταλικού εθνικού κινήματος

Κατά τους οπαδούς του αβά Τζιομπέρτι, η ενότητα θα έπρεπε να πάρει μορφή μιας ομοσπονδίας υπό την προεδρία του Πάπα. [...]
Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. [...]
Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 115.

Η ενοποίηση της Γερμανίας (1871)

Η πολιτική ενοποίηση του γερμανικού χώρου, στον οποίο συνυπήρχαν δύο ισχυρά κράτη, η Αυστρία και η Πρωσία, καθώς και πολλά μικρά κρατίδια, άρχισε να συζητείται στα χρόνια της ναπολεόντειας κατοχής.

Το 1815 ιδρύθηκε, με τη μορφή χαλαρής ένωσης, η Γερμανική Συνομοσπονδία (βλέπε χάρτη στην επόμενη σελίδα). Ακολούθησε, το 1834, με πρωτοβουλία της Πρωσίας, η γερμανική τελωνειακή ένωση, που ενοποίησε οικονομικά ένα μεγάλο τμήμα του γερμανικού χώρου, αποκλείοντας, ωστόσο, την Αυστρία, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Πρωσίας. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια ισχυρή οικονομική βάση στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ενοποίηση.

46



2. Η ενοποίηση της Γερμανίας.
2

2. Ο χαρακτήρας του γερμανικού εθνικού κινήματος

[Η ενοποίηση της Γερμανίας] σηματοδοτεί τον θρίαμβο μιας αντίληψης του έθνους που θεμελιώνεται περισσότερο στη δύναμη παρά στη λαϊκή συναίνεση. [...] Γεννημένο από την ορμή ενός λαού, το γερμανικό ενωτικό κίνημα ολοκληρώθηκε χάρη στον συνδυασμό της βούλησης ενός ανθρώπου –[του Μπίσμαρκ] με αντιλήψεις αριστοκράτη του Παλαιού Καθεστώτος που πάνω απ’ όλα λογαριάζει το μεγαλείο της βασιλεύουσας δυναστείας– και της ισχύος του πρωσικού στρατού, που νίκησε διαδοχικά τους Δανούς, τους Αυστριακούς και τους Γάλλους. [...] Ήδη στην τροχιά των εθνικών κινημάτων διαγράφεται το φάσμα ενός απόλυτου και κατακτητικού εθνικισμού [...] που δεν θα αργήσει να φέρει σε αντιπαράθεση τους λαούς της γηραιάς ηπείρου.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 141.


3
3. Α. φον Βέρνερ, Η στέψη του Γερμανού αυτοκράτορα στις Βερσαλίες, 18 Ιανουαρίου 1871. Στο κέντρο, με τη λευκή στολή, εικονίζεται ο Μπίσμαρκ.


Η ανάδειξη του Όττο φον Μπίσμαρκ ως καγκελάριου (πρωθυπουργού) της Πρωσίας επιτάχυνε τις εξελίξεις. Θέτοντας ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας τη γερμανική ενοποίηση υπό πρωσική ηγεμονία, ο Μπίσμαρκ επιδίωξε τη σύγκρουση με την Αυστρία. Πράγματι, το 1866 τα πρωσικά στρατεύματα συνέτριψαν τους Αυστριακούς. Τότε ιδρύθηκε η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία δέσποζε η Πρωσία. Τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση πολέμου, οι στρατοί τους θα διοικούνταν από τον βασιλιά της Πρωσίας.

47



Εκτιμώντας ότι ένας πόλεμος στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Γερμανοί θα σφυρηλατούσε την εθνική τους ενότητα, ο Μπίσμαρκ προκάλεσε σύγκρουση με τη Γαλλία (1870). Στις αρχές του 1871 και ενώ οι γερμανικές δυνάμεις πολιορκούσαν το Παρίσι, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν αυτοκράτορα της Γερμανίας τον βασιλιά της Πρωσίας, γεγονός που σήμανε τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού κράτους και επισφραγίστηκε με την επικράτηση επί της Γαλλίας.

α νέα έθνη-κράτη στα Βαλκάνια

Το πρώτο, χρονικά, εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα ήταν η Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τα μέσα του, διατυπώθηκαν εθνικές διεκδικήσεις και από άλλους βαλκανικούς λαούς. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιξε η όλο και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτισμική σύνδεση των Βαλκανίων με τη δυτική Ευρώπη, που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση νέων αστικών στρωμάτων, τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και τη διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων. Συνέβαλαν, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην περιοχή και η γενικότερη ανάδυση των εθνικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.

Οι Σέρβοι είχαν, και λόγω της θέσης της χώρας τους, στενή επαφή με τη Δύση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν ακόμη από τους Έλληνες, οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον Μίλος Ομπρένοβιτς, εξεγέρθηκαν εναντίον του σουλτάνου και εξασφάλισαν περιορισμένη αυτονομία (1812-1815). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το σερβικό κράτος, υπό διάφορους ηγεμόνες, οργανώθηκε, απέκτησε σύνταγμα, διοικητικούς θεσμούς και εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, η σερβική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).

3. Τα πρώτα βήματα διαμόρφωσης της βουλγαρικής εθνικής ιδέας

Οι προσπάθειες διάδοσης και ανάδειξης της βουλγαρικής εθνικής γλώσσας και κουλτούρας συνέβαλαν στη σταδιακή αφύπνιση του αισθήματος της κοινής γενιάς του λαού εμπνέοντάς τον περηφάνια για την καταγωγή του. [...] Στο εξωτερικό, Βούλγαροι, συνήθως έμποροι που είχαν εγκατασταθεί στη Ρουμανία ή στη Ρωσία [...] ενθάρρυναν αυτή την κίνηση. [...] Στο Βουκουρέστι βρισκόταν μια βουλγαρική παροικία σχετικά πολυάριθμη και οικονομικά ισχυρή˙ το ίδιο και στην Οδησσό της Ρωσίας. Και οι δυο ονειρεύονταν την πολιτική χειραφέτηση. [...] Το 1835 [...] με οικονομική ενίσχυση που στάλθηκε από την Οδησσό [...] άνοιγε με 120 μαθητές [...] το πρώτο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που παρείχε διδασκαλία στην εθνική βουλγαρική γλώσσα. [...] Το ίδιο με την τυπογραφία. Το 1839 ιδρύθηκε το πρώτο τυπογραφείο που χρησιμοποιούσε βουλγαρικούς χαρακτήρες. [...] Το 1844 εμφανιζόταν η πρώτη βουλγαρική εφημερίδα.
R. Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, γ‘ έκδοση, μτφρ. Α. Μεθενίτη, Α. Στεφανής, Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σ. 171-172.

Οι Βούλγαροι επιδίωξαν την εθνική τους ανεξαρτησία στρεφόμενοι, ταυτοχρόνως, εναντίον τόσο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας όσο και της ελληνικής πνευματικής ηγεμονίας, που θεωρούσαν ότι ασκούνταν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο ελεγχόταν από Έλληνες.

Μετά από πολύχρονες προσπάθειες πέτυχαν, το 1870, την αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας, της Εξαρχίας. Μάλιστα, προβλεπόταν ότι, αν τα δύο τρίτα των ορθόδοξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας επιθυμούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε η περιφέρεια εντασσόταν σ’ αυτή και όχι στο Πατριαρχείο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το Πατριαρχείο και προκάλεσαν ένταση στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Παράλληλα, οι Βούλγαροι στήριξαν πολλές ελπίδες στη Ρωσία. Πράγματι, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 η νικήτρια Ρωσία επιχείρησε να δημιουργήσει μια Μεγάλη Βουλγαρία (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878). Οι αντιδράσεις, ωστόσο, της Αγγλίας και της Γερμανίας οδήγησαν στη δημιουργία ενός εδαφικά περιορισμένου αυτόνομου βουλγαρικού κράτους (συνέδριο του Βερολίνου, 1878). Η Βουλγαρία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1908.

Ρουμανική προπαγανδιστική εικόνα Οι Ρουμάνοι κατοικούσαν στις βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μολδαβία, Βλαχία) και διεκδικούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, την εθνική τους ανεξαρτησία. Σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε το ότι, στα 1858-1859, οι δύο ηγεμονίες απέκτησαν κοινούς νόμους και ένοπλες δυνάμεις και εξέλεξαν τον ίδιο ηγεμόνα, τον Αλέξανδρο Κούζα. Αργότερα, ο Κούζα ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Α‘, ο οποίος συμμάχησε με τη Ρωσία και κήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το συνέδριο του Βερολίνου (1878).

Τέλος, οι Μαυροβούνιοι ίδρυσαν και αυτοί ανεξάρτητο κράτος το 1878, με βάση τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου.

48


ΑΣΚΗΣΕΙΣ - ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


1. Ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις έλεγξαν τις διαδικασίες ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας; Πριν απαντήσετε, να μελετήσετε τις πηγές 1, 2 και την εικόνα 3.
2. Να μελετήσετε την πηγή 3 παράλληλα με την πηγή 2 της ενότητας 5. Ποιες ομοιότητες εντοπίζετε στην πορεία εθνικής συνειδητοποίησης Ελλήνων και Βουλγάρων;

 

1. Τα ρεύματα του ιταλικού εθνικού κινήματος

Κατά τους οπαδούς του αβά Τζιομπέρτι, η ενότητα θα έπρεπε να πάρει μορφή μιας ομοσπονδίας υπό την προεδρία του Πάπα. [...]
Ένα δεύτερο ρεύμα, φιλελεύθερης έμπνευσης, έχει ως εισηγητές τον Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο και μια μικρή ομάδα συγκεντρωμένη γύρω από την εφημερίδα Il Risorgimento, που ιδρύθηκε από τον Καβούρ στο Τορίνο το 1847. Ανταποκρίνεται στις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης του βορρά και βλέπει σε μια Ιταλία ενωμένη υπό συνταγματική μοναρχία το μέσο για την ικανοποίηση τόσο των πατριωτικών αισθημάτων όσο και των οικονομικών συμφερόντων της. [...]
Τέλος, ένα ρεύμα δημοκρατικών ενσαρκώνεται στο ιδεολογικό και «ρομαντικό» σχέδιο του Ματσίνι και των νέων επαναστατών που συσπειρώνονται στους κόλπους του κινήματος «Νέα Ιταλία». Βρίσκουν αρκετά μεγάλο ακροατήριο στους κύκλους της μικρής και της μεσαίας αστικής τάξης –που θα προσφέρουν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ιταλικής επανάστασης [...]– και ζητούν τη δημιουργία μιας ενιαίας δημοκρατίας, στηριγμένης στον «λαό», για τον οποίο έχουν μια πολύ εξιδανικευμένη εικόνα.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 115.

2. Ο χαρακτήρας του γερμανικού εθνικού κινήματος

[Η ενοποίηση της Γερμανίας] σηματοδοτεί τον θρίαμβο μιας αντίληψης του έθνους που θεμελιώνεται περισσότερο στη δύναμη παρά στη λαϊκή συναίνεση. [...] Γεννημένο από την ορμή ενός λαού, το γερμανικό ενωτικό κίνημα ολοκληρώθηκε χάρη στον συνδυασμό της βούλησης ενός ανθρώπου –[του Μπίσμαρκ] με αντιλήψεις αριστοκράτη του Παλαιού Καθεστώτος που πάνω απ’ όλα λογαριάζει το μεγαλείο της βασιλεύουσας δυναστείας– και της ισχύος του πρωσικού στρατού, που νίκησε διαδοχικά τους Δανούς, τους Αυστριακούς και τους Γάλλους. [...] Ήδη στην τροχιά των εθνικών κινημάτων διαγράφεται το φάσμα ενός απόλυτου και κατακτητικού εθνικισμού [...] που δεν θα αργήσει να φέρει σε αντιπαράθεση τους λαούς της γηραιάς ηπείρου.
S. Berstein & P. Milza, Ιστορία της Ευρώπης, μτφρ. Α.Κ. Δημητρακόπουλος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 141.

3. Τα πρώτα βήματα διαμόρφωσης της βουλγαρικής εθνικής ιδέας

Οι προσπάθειες διάδοσης και ανάδειξης της βουλγαρικής εθνικής γλώσσας και κουλτούρας συνέβαλαν στη σταδιακή αφύπνιση του αισθήματος της κοινής γενιάς του λαού εμπνέοντάς τον περηφάνια για την καταγωγή του. [...] Στο εξωτερικό, Βούλγαροι, συνήθως έμποροι που είχαν εγκατασταθεί στη Ρουμανία ή στη Ρωσία [...] ενθάρρυναν αυτή την κίνηση. [...] Στο Βουκουρέστι βρισκόταν μια βουλγαρική παροικία σχετικά πολυάριθμη και οικονομικά ισχυρή˙ το ίδιο και στην Οδησσό της Ρωσίας. Και οι δυο ονειρεύονταν την πολιτική χειραφέτηση. [...] Το 1835 [...] με οικονομική ενίσχυση που στάλθηκε από την Οδησσό [...] άνοιγε με 120 μαθητές [...] το πρώτο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που παρείχε διδασκαλία στην εθνική βουλγαρική γλώσσα. [...] Το ίδιο με την τυπογραφία. Το 1839 ιδρύθηκε το πρώτο τυπογραφείο που χρησιμοποιούσε βουλγαρικούς χαρακτήρες. [...] Το 1844 εμφανιζόταν η πρώτη βουλγαρική εφημερίδα.

R. Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών,
γ‘ έκδοση, μτφρ. Α. Μεθενίτη, Α. Στεφανής, Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σ. 171-172.

 

2. Παροικιακός ελληνισμός, εκπαίδευση και νεοτερικές ιδέες

Φροντίζουν οι πάροικοι για την ίδρυση σχολείων στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, σε κτίρια στα οποία αναδεικνύεται ο διακριτός ρόλος του εκπαιδευτηρίου. Με τα κληροδοτήματά τους σπουδάζουν νέοι συμπατριώτες τους στους τόπους καταγωγής ή με υποτροφίες τους παίρνουν τον δρόμο για τα πανεπιστήμια της Βιέννης, του Göttingen, της Ιένας, της Λειψίας, της Halle, του Παρισιού, νέοι που διψούν για τα νεοτερικά γράμματα, νέοι που θα επανδρώσουν τα σχολεία των παροικιών αλλά και τις πολλαπλασιαζόμενες εκπαιδευτικές εστίες στην Ανατολή.

Ό. Κατσιαρδή-Hering, «Η ελληνική διασπορά», Ιστορία του νέου ελληνισμού,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τόμ. 1ος, σ. 103-104.



1. Η πολιτική σημασία της εκβιομηχάνισης της Γερμανίας

Η εκβιομηχάνιση της Γερμανίας ήταν ένα μείζον ιστορικό γεγονός. Εντελώς ανεξάρτητα από την οικονομική σημασία της, οι πολιτικές επιπτώσεις της ήταν βαρυσήμαντες. Το 1850 η γερμανική ομοσπονδία είχε περίπου ίσο πληθυσμό με τη Γαλλία, αλλά ασύγκριτα μικρότερο βιομηχανικό δυ­ναμικό. Το 1871 η ενωμένη γερμανική αυτοκρατορία είχε κάπως περισσότερους κατοίκους από όσους η Γαλλία, αλλά ήταν πολύ ισχυρότερη βιομηχανικά. Και, αφού πολιτική και στρατιωτική ισχύς βασιζόταν όλο και περισσότερο στο βιομηχανικό δυναμικό, την τεχνολογία και την τεχνογνωσία, οι πολιτικές συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν σοβαρότερες από κάθε άλλη φορά. Αυτό το έδειξαν καθαρά οι πόλεμοι της δεκαετίας του 1860. Από τότε, κανένα κράτος δεν μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του στη χορεία των «μεγάλων δυνάμεων» χωρίς αυτή.

E.J. Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875,
γ' ανατύπωση, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Μορφω­τικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003, σ. 70-71.

2. Οι απαρχές διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης των Ρουμάνων

Γύρω στην περίοδο αυτή [ενν. αρχές 19ου αιώνα] γίνεται αισθητή μια αφύπνιση του εθνικού πνεύματος, φαινομένου γενικού εκείνη την εποχή στους λαούς της Ευρώπης που δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί. Υπό την επίδραση των ιδεών που διαδόθηκαν από τη γαλλική επανάσταση, [οι Ρουμάνοι] αρχίζουν να ονειρεύονται ανεξαρτησία και ελευθερία· θέλουν να ελευθερωθούν από την ξένη κυριαρχία για να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες τους. [... ] Η προσήλωση στη θρησκεία τους και η ανάπτυξη της εκπαίδευσης είχαν συμβάλει στη διατήρηση σε κάποιο βαθμό του εθνικού αι­σθήματος. [...] Γύρω στο 1840 η μάζα των Ρουμάνων άρχισε να αποκτά συνείδηση της εθνικότη-τάς της. [...] Από το 1840 ένας ορισμένος αριθμός Ρουμάνων, φοιτητές ειδικότερα, άρχισαν να με­ταβαίνουν στη Γαλλία. Έβρισκαν εκεί με ευχαρίστηση μια ατμόσφαιρα που ανταποκρινόταν στις προτιμήσεις τους καθώς και ευρεία κατανόηση στο όνειρό τους της ανεξαρτησίας. [...] Το Παρίσι είχε γίνει το στρατηγείο αυτών των νέων, χειραφετημένων πατριωτών, οι οποίοι εκτιμούσαν τη μορφή κουλτούρας που συναντούσαν εκεί και την αφομοίωναν σε σημείο που να την αποδέχονται όταν γύριζαν πλέον στη χώρα τους. [...] Έχοντας καθαρά διανοητική βάση η αναγέννηση αυτή εκδηλώθηκε κυρίως μεταξύ της ελίτ, η οποία όμως έκανε τα πάντα για να τη διαδώσει μεταξύ της μά­ζας σε τρόπο ώστε να τη μεταμορφώσει σε λαϊκό αίσθημα. Αρχεία, επιστήμη, λογοτεχνία, ιδέες που εκθείαζαν τη ρουμανική φυλή, εμφανίστηκαν στον τύπο και στο θέατρο ώστε να τεθούν στη διά­θεση όλων. Οι αναζωογονητές του ρουμανικού πατριωτισμού αποκαθιστούσαν παλιές παραδόσεις, αρχαία τραγούδια, σε τρόπο ώστε να θυμίσουν στον λαό το ένδοξο παρελθόν του σε μορφή κατάλληλη που να διεγείρει ονειροπολήσεις. Από την πλευρά τους, τα σχολεία πολλαπλασιάζονταν [...].

R. Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών,
γ' έκδοση, μτφρ. Α. Μεθενίτη, Α. Στεφανής, Παπα-δήμας, Αθήνα 2003, σ. 154-155.

up