Άσκηση στους συνδέσμους ενώ, μολονότι, ότι, παρά, που, πως,
σαν, ώστε
Για να περάσεις στην επόμενη ερώτηση, πρέπει να απαντήσεις σ' αυτήν!...
Ενώ ετοιμαζόμουν να βγω έξω, χτύπησε το τηλέφωνο.
- χρονικός
- αντιθετικός
- εναντωματικός
Τον προσέλαβαν ενώ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα.
- χρονικός
- αντιθετικός
- εναντωματικός
— Δεν πήγα στο πάρτι. — Ενώ σε είχαν καλέσει; — Ναι, αλλά δεν είχα χρόνο.
- χρονικός
- αντιθετικός
- εναντιωματικός
Λυπήθηκε πολύ· μολονότι κατά βάθος καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να την
πειράξει.
- εναντιωματικός
- αντιθετικός
Άκουγε κάθε λέξη τους προσεκτικά, μολονότι δεν τους καταλάβαινε.
- εναντιωματικός
- αντιθετικός
Ότι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω, αλλά πρόλαβες και τηλεφώνησες.
- ειδικός
- χρονικός
- αιτιολογικός
Xαίρομαι ότι πέτυχαν οι προσπάθειές μας.
- ειδικός
- χρονικός
- αιτιολογικός
Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά.
- ειδικός
- χρονικός
- αιτιολογικός
Είναι πιο όμορφα εδώ παρά εκεί.
- αντιθετικός
- συγκριτικός
Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να μας κάνουν διστακτικούς.
- αντιθετικός
- συγκριτικός
Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμασταν, άρχισε η βροχή.
- αιτιολογικός
- χρονικός
- αποτελεσματικός
- εναντιωματικός
- ειδικός
Με συγχωρείτε που ήρθα απρόσκλητος.
- αιτιολογικός
- χρονικός
- αποτελεσματικός
- εναντιωματικός
- ειδικός
Πώς να συμφωνήσω μαζί σας τη στιγμή που έχω τελείως διαφορετική άποψη;
- αιτιολογικός
- χρονικός
- αποτελεσματικός
- εναντιωματικός
- ειδικός
Με είδε που φώναζα.
- αιτιολογικός
- χρονικός
- αποτελεσματικός
- εναντιωματικός
- ειδικός
Έχω χρόνια να τον δω, που δεν τον αναγνώρισα.
- αιτιολογικός
- χρονικός
- αποτελεσματικός
- εναντιωματικός
- ειδικός
Ισχυρίζεται πως έχει δίκιο.
- αιτιολογικός
- ειδικός
Τους είπε να φύγουν· όχι πως δεν τους αγαπούσε.
- αιτιολογικός
- ειδικός
Σαν το θέλεις τόσο πολύ, θα γίνει.
- αιτιολογικός
- υποθετικός
- χρονικός
Σαν έφεξε, ξεκίνησαν όλοι μαζί.
- αιτιολογικός
- υποθετικός
- χρονικός
Τρέξε να τους βοηθήσεις, σαν πιο μικρός που είσαι.
- αιτιολογικός
- υποθετικός
- χρονικός
Θα ξεκινήσει πολύ πρωί· ώστε λοιπόν δεν θα ξαναϊδωθούμε.
- αποτελεσματικός
- συμπερασματικός
Μιλάει τόσο σιγά, ώστε μετά βίας ακούγεται.
- αποτελεσματικός
- συμπερασματικός