83 84 85 86 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


83

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ

Από δόξα και θάνατο

Το μυθιστόρημα της Αξιώτη Εικοστός αιώνας (1946) αποτυπώνει τις εθνικές περιπέτειες από το 1916 ως το 1946, μέσα από τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, Πολυξένης. Στο παρακάτω απόσπασμα τα βιώματα της Πολυξένης είναι στενά συνδεδεμένα με την εποχή, τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση, στην οποία μετέχει ενεργά, διακινώντας παράνομο Τύπο. Στο απόσπασμα περιγράφονται αναδρομικά (μέσα από το κελί της φυλακής της) δύο λαϊκές συγκεντρώσεις στην Αθήνα τον καιρό της Κατοχής: το συσσίτιο των καλλιτεχνών στο Μουσείο και η πρώτη διαδήλωση τον Μάρτη του 1943, με τους πρώτους νεκρούς.

«Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης: Η τέχνη στην Αντίσταση - Ο Αντιστασιακός Τύπος», Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
1 Ιστορικό ντοκιμαντέρ «Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης: Φουντώνουν οι αγώνες στις πόλεις», Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
1 Το ιταλικό ιππικό καταδιώκει έλληνες φοιτητές στην πλατεία Συντάγματος (Αθήνα, 1943) [πηγή: Εθνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο]

Χειμώνας. Τα συσσίτια στήνονταν παντού. O τόπος ρουφούσε ζωή από μια καραβάνα.* O πληθυσμός μαζευότανε, ξεχνούσαν κάθε παρελθόν, και περίμεναν στην ουρά. Μ' ένα ντενεκεδάκι.* Κολλούσαν ψείρα και θερμότητα, ο ένας απ' τον άλλον.

Εκείνη την ημέρα θα στηνόταν πρώτη φορά και το συσσίτιο των καλλιτεχνών. Το είχαν βάλει στο Μουσείο. «Πτέρυξ Μυκηναϊκή», σημείωναν τα τόξα που οδηγούσαν στην αίθουσα. Τα μάρμαρα στη μοναξιά πάγωναν περισσότερο και τα σπασμένα τζάμια κουβαλούσανε μέσα το τέλος του Φλεβάρη και τον κάθιζαν σ' ανθρώπινα κόκαλα.

Ήρθε το μεσημέρι. Η ώρα που μαζεύει κι απομονώνει μπροστά στο ψωμί όλη την οικογένεια. Τότε έγινε μια ταραχή κι όλοι μετατοπίστηκαν κι ανάμεσά τους πέρασε κάποιος. «Ο πρόεδρος» ψιθύρισαν. O πρόεδρος σκαρφάλωσε σ' ένα τραπέζι και στάθηκε ορθός. H μάζα άπλωνε από κάτω. Πόσα ανθρώπινα μάτια πήγαν και κόλλησαν σαν στρείδια πάνω του! Είχε ένα σκληρό πρόσωπο. Όλοι τότε κατάλαβαν πως από τη σκληράδα αυτή εξαρτάται το φαΐ τους. Η μαζεμένη μάζα από κάτω ταράχτηκε. «Ας τελειώσει επιτέλους αυτή η ιστορία!» ακούστηκε κάποια φωνή. «Ας τελειώσει επιτέλους!» είπαν κι άλλες φωνές, κι ο τόπος γύρω αγριεύτηκε. O πρόεδρος φοβέριζε και κουνούσε τα χέρια. «Ν' αρχίσομε!» φώναζε η μάζα. «Πεινούμε!» φώναξε ένας. O πρόεδρος ξεδίπλωσε ένα χαρτί. Μονομιάς έγινε σιωπή σαν του νεκροταφείου. Στα χέρια, οι ντενεκέδες, σαν κομπολόγια εκρέμονταν. Σαν να 'βγαινε από στέρνα,* μέσα στις γυμνές αίθουσες αντήχησε παράγγελμα:

 


84

 

«Άγγελος Σικελιανός». Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού. Ύστερα από τους ποιητές πήρανε οι πεζογράφοι. Ύστερα οι γλύπτες. Oι ζωγράφοι. Oι μουσικοί. Και οι χήρες τους. Εβάστηξε τρεις ώρες. Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά.* Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ' όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. Ήτανε κάποιοι που δεν έδειχναν την παλάμη τους σ' άνθρωπο, και την άπλωναν τώρα γυρεύοντας ψωμί, ψωμί. Κι έκοψαν μερικοί καταμεσής το στίχο, για να έρθουν, κι όσοι ως τώρα εξέρονταν* μόνο μες στα χαρτιά, βλέπονταν στο πρόσωπο.

Εβάστηξε τρεις ώρες. Στην πιο μεγάλη οχλοβοή,* που ήταν μπερδεμένοι όλοι σαν το κουβάρι, τρύπωσε ένας ανάμεσα κι έδινε κάτι στα κρυφά. Πέρασε σαν αέρας, δεν πρόλαβε κανείς να δει. Το 'χωνε μες σε φούχτες ή όπου αλλού έβρισκε. Το πιάσανε απ' τις φούχτες τους, και ήταν εφημερίδα. Ήταν ο μυστικός τύπος της κατοχής. Ποιος τους τον έφερε; Δεν έμαθαν. «Τα μυστικά συνεργεία δουλεύουνε», σκέφτηκε τότε η Πολυξένη, που ήταν κι εκείνη ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.

Τον είχε ύστερα τρία χρόνια, η Πολυξένη, στον κόρφο της. Τον παράνομο εκείνο τύπο. Μαζί του εκοιμότανε. Τον έχωνε στα στήθια. Ήταν μικρά και φούσκωναν. Ίδρωνε και τον λέρωνε. Τον είχε και τη μέρα που πιάστηκε. Τον ήβρανε. «Μίλησε! Ποιοι είναι οι άλλοι!» «Όχι, δε θα μιλήσω», τους είπε. Δε μίλησε. Μόνο που λιγοθυμούσε. Ξυπνούσε κι έπεφτε πάλι σε βύθιση. Από πάνω τη χτυπούσαν. Ήτανε μια νεκρή, που δε θάφτηκε ακόμα και νιώθει φούχτα φούχτα το χώμα που της ρίχνουνε, και τη χώνει όλο πιο βαθιά. Έτσι έμεινε από τότε. Της τσάκισαν το χέρι, κόλλησε στραβά μόνο του, σαν του σκύλου του δρόμου. Κόλλησε μες στη φυλακή. Δεν πειράζει, είπε η Πολυξένη, σάμπως θα μου ξαναχρειαστεί το χέρι μου; Αύριο δε θα υπάρχω.

Είχε έρθει ύστερα ο Μάρτης. Ήρθε κι εκείνη η μέρα. Αποβραδίς καθένας κοιμήθηκε μονάχος του, την άλλη μέρα βρέθηκαν πολλοί μαζί. Ήταν διαδήλωση. Η πρώτη διαδήλωση. Ήρθανε παρέες παρέες. Όπως πάνε στη λειτουργιά. Πούθε* εκινήσανε, πώς χωριστήκανε, εκείνο δεν το 'δε κανείς. Σπάθες κι αλόγατα παραμονεύανε κι εχθροί τρομεροί με πολυβόλα. Κλείσανε τα μαγαζιά. Δεν τα 'κλεισαν κυβερνήσεις, δε λάβανε κρατική εντολή, τα 'κλεισαν εκείνοι μονάχοι. Δεν κρέμονταν σημαίες. Έβλεπε η Πολυξένη τον ουρανό, τα σύννεφα, και μια ανθρώπινη μάζα να κινιέται στη γη, σαν

 

 


85

Ανώνυμος
Αφίσα εποχής

χωράφι ανθισμένο, σαν ντάλιες* στη βιτρίνα, πού και πού ξάστραφτε ένα χρώμα, πού και πού εμάζευε, σαν φυσαρμόνικα. Πέσανε οι πρώτες πιστολιές. Τότε κινήθηκε απ' τη μάζα ένα τμήμα κι έτρεξε. Πέσανε προκηρύξεις, όπως πέφτουνε τα φύλλα στους κήπους το φθινόπωρο. Ο πρώτος ήλιος της χρονιάς φώτισε μια σημαία. Μια μόνη σημαία που έτρεχε. Όλος ο κόσμος γύρω προσήλωσε το μάτι του στο χέρι που τη σήκωνε. Του 'λειπαν τα δυο δάχτυλα. Ένας δίπλα μουρμούρισε: Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!». Έτρεχε η Πολυξένη μαζί μ' όλους που τρέχανε, έβλεπε τη σημαία, τα δάχτυλα που ελείπανε, ήτανε ο Αιμίλιος. Πέφτανε οι πιστολιές. «Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!» είπανε πάλι δίπλα της. Έβλεπε η Πολυξένη τα κορμιά που κυλήσανε, έβλεπε τον Αιμίλιο, γέμιζε το ένα μάτι της με χαρά, το άλλο τρόμο, πέρναγαν τότε δίπλα σε ζαχαροπλαστείο, μύριζε βανίλια άλλοτε, και τώρα μύρισε αίμα ο τόπος.

Σήκωσαν τους πρώτους νεκρούς. Δεν ήξερες ποιοι σου έδεναν, άγνωστοι, τις πληγές σου. Ήτανε μες στο πλήθος κι ανάπηροι που τρέχανε, ήτανε και κουτσοί με τόσες κουτσαμάρες, που ποτέ δεν ταιριάζουνε, στο ρυθμό ούτε στο βλέμμα, και τώρα ταίριαζαν κι αυτοί μέσα στο ίδιο κύμα. Έτρεχε η Πολυξένη, γύριζε δίπλα κι έβλεπε. Είχαν έρθει εκείνοι οι παλιοί, οι γνώριμοί της, απ' τα λασπόσπιτα, απ' τα τέρματα, όσοι κάνανε τον πόλεμο, και τώρα τη διαδήλωση, όσοι είχανε λογαριασμούς από τη Μικρασία, όσοι είχανε δολοφονημένους από δέκα πολέμους πατέρες, παιδάκια με δίχως βρακί, φοιτητές χωρίς θρανίο, κοπέλες με διπλή καρδιά, κι απάνω απ' όλους έβλεπε η Πολυξένη έναν Αιμίλιο, μια δική της αγάπη που σκόνταφτε, μα έμενε ορθός.

Πέσανε ομοβροντίες, φώναξαν κάτι που έμοιαζε με «Λευτεριά» κι εσκόρπισαν. Κρύφτηκε η Πολυξένη στα σοκάκια κι έφευγε. Oι δρόμοι είχαν γίνει φιλικοί εκείνη τη μέρα. Oι διαβάτες, δικοί σου. Τρίξανε πάλι οι μεντεσέδες* του νεκροτομείου κι εμπήκαν πάλι πτώματα. Τα πρώτα της Αντίστασης. Τα προηγούμενα ήτανε της Πείνας. Άρχιζε καινούρια σειρά.
Όταν σκόρπισε η διαδήλωση, έφυγαν, μα δε χώρισαν. Δε χάθηκαν όπως τότε, σ' εκείνη την κηδεία* που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Ήταν τώρα δεμένοι με κλωστές ψιλές, στέρεες. Πόσοι την ίδια ώρα, σ' άλλα μέρη, σ' άλλη γη...

 


86

 

Κοντά πριν φτάσει σπίτι της, ήταν μέρα λιακάδα, ίσως η πρώτη της χρονιάς, κι ένας μεγάλος στρατηγός έβγαζε τρεις σκύλους περίπατο. Περπάταγαν μαζί, μπρος αυτός, πίσω εκείνοι. Κοίταξε η Πολυξένη με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο, κι είδε την πρώτη απόσταση της εποχής που χώριζε τους εχθρούς απ' τους φίλους.

Σκεφτότανε τώρα, ανάσκελα, στης φυλακής τα σίδερα, με το σπασμένο χέρι της:

«Τι καιρός, πόσα χρόνια, και να μην έχει τελειωμό!».

 

Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Κέδρος

Παράλληλα κείμενα:
1 Α. Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε» (απόσπασμα)
1 Δ. Ψαθάς, «Η Αντίσταση» (απόσπασμα)
1 Γιώργος Θεοτοκάς, «Η διαδήλωση»


Λεξιλόγιο

* καραβάνα: πιάτο που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες * ντενεκεδάκι: τενεκεδένιο δοχείο, συνήθως από κονσέρβες, με το οποίο έπαιρναν το φαγητό στα συσσίτια * στέρνα: χτιστή δε ξαμενή νερού * μποξάς: πανωφόρι * εξέρονταν: γνωρίζονταν * οχλοβοή: φασαρία από τις φωνές του πλήθους * πούθε: από πού * ντάλιες: είδος λουλουδιού * μεντεσέδες: μεταλλικά ελάσματα που στηρίζουν τις πόρτες ή τα παράθυρα * κηδεία: προφανώς η κηδεία του Κωστή Παλαμά, τον Φεβρουάριο του 1943, που εξελίχθηκε σε αντικατοχική διαδήλωση

 

 


ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • Πώς αντιμετωπίζει η Πολυξένη τα δεινά της Κατοχής;
  • Στο απόσπασμα περιγράφονται δύο λαϊκές συγκεντρώσεις. Ποιο συναίσθημα κυριαρχεί σε κάθε περίσταση ανάμεσα στους ανθρώπους;
  • Ποιοι άνθρωποι ξεχωρίζουν ανάμεσα στο πλήθος; Για ποιους λόγους η αφηγήτρια κάνει ειδική αναφορά σ' αυτούς;
  • Οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνο μετά τη διαδήλωση. Αιτιολογήστε την αλλαγή της διάθεσης τους.
  • Τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε διάφορους χρόνους στο απόσπασμα. Παρουσιάστε τα με τη σωστή χρονολογική σειρά, παρακολουθώντας τόσο τη δομή όσο και την ξεχωριστή χρονική διάσταση στο τέλος του αποσπάσματος.



ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1. Ποια είναι η κοινωνική σύνθεση και ποιοι οι στόχοι της διαδήλωσης;
2. Σχολιάστε τον θλιβερό διαλογισμό της αφηγήτριας μέσα στο κελί της φυλακής: «Τι καιρός, πόσα χρόνια, και να μην έχει τελειωμό!».
3. Η Μαργαρίτα Περδικάρη, στο διήγημα του Χατζή, συμμετέχει, όπως και η αφηγήτρια της Αξιώτη, ενεργά στην Αντίσταση. Βρείτε ομοιότητες και διαφορές στη συμπεριφορά των δυο γυναικών της Αντίστασης.
4. Οι μαθητές μπορούν επίσης να διαβάσουν δυο εφηβικά μυθιστορήματα: Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη και Κόκκινη κλωστή δεμένη... της Ζωρζ Σαρή, που αναφέρονται σε αυτή την ιστορική περίοδο.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

  • Για την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης ακούστε τα Τραγούδια του δρόμου του Μάνου Λοΐζου, τα Τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη και την Καταχνιά του Χρήστου Λεοντή.
  • Σε συνεργασία με τον καθηγητή της Ιστορίας, εντοπίστε και συζητήστε για μαζικές διαδηλώσεις οι οποίες έγιναν σε άλλες ιστορικές περιστάσεις, είχαν ανάλογα χαρακτηριστικά και μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση.

Στιγμιότυπο από την κηδεία Γεωργίου Παπανδρέου που εξελίχθηκε σε αντιδικτατορική διαδήλωση [πηγή: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας]
Η κηδεία του ποιητή Γ. Σεφέρη έγινε αφορμή για αντιδικτατορική διαδήλωση (1971) [πηγή: Μελοποιημένη Ελληνική Ποίηση]


Μέλπω Αξιώτη (1905-1973)


Μέλπω Αξιώτη

Για τη ζωή και το έργο της διάβασε εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.


ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Κατοχή. Δοκιμασίες (πείνα και βία) και Αντίσταση
Λαϊκό αίσθημα και αγωνιστική ενότητα
Αντιστασιακό πνεύμα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το απόσπασμα προέρχεται από το μυθιστόρημα Εικοστός αιώνας, το οποίο έγραψε η Αξιώτη από τον Οκτώβρη ως τον Νοέμβρη 1946, λίγους μήνες πριν η συγγραφέας υποχρεωθεί να φύγει από την πατρίδα της και να καταφύγει στη Γαλλία.
Στο απόσπασμα η ηρωίδα της Πολυξένη ανακαλεί στη μνήμη της από τη φυλακή, όπου βρίσκεται λόγω της αντιστασιακής της δράσης (μοίραζε παράνομο Τύπο), δύο κρίσιμες στιγμές της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα, μια ταπεινή και μια ηρωική στιγμή. Η πρώτη στιγμή είναι η διανομή συσσίτιου στους καλλιτέχνες. Η συγγραφέας, μέσω της ηρωίδας της, φαίνεται να αντικρίζει με ειρωνική ματιά τους καλλιτέχνες: οι εκφραστές του πνεύματος, μέχρι χτες απόμακροι κι ακατάδεκτοι, εξουθενωμένοι τώρα από την πείνα, υποκύπτουν και αυτοί στις πιεστικές επιταγές της ύλης, καθώς αναγκάζονται να στοιβαχτούν και να διαμαρτυρηθούν για να πάρουν, ταπεινωμένοι, το ελάχιστο φαγητό του συσσίτιου. Η δεύτερη στιγμή είναι μια αντικατοχική διαδήλωση που αφήνει πίσω της αρκετούς νεκρούς. Το φρόνημα ωστόσο του κόσμου που συμμετέχει στη διαδήλωση είναι σθεναρό και η αίσθηση της συναδέλφωσης ισχυρή. Η συγγραφέας, διαμέσου της ηρωίδας της, τονίζει την ταξική σύσταση της διαδήλωσης. Αυτοί που συμμετέχουν, αδιαφορώντας ακόμα και για τη ζωή τους και παρασυρμένοι από τον εθνικό ενθουσιασμό, είναι άνθρωποι προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα και άνθρωποι που έχουν ζωντανές μνήμες από παλαιότερους εθνικούς αγώνες, όπως η μικρασιατική εκστρατεία. Είναι ενδιαφέρον ότι ένας συγγραφέας με διαφορετική ιδεολογική συγκρότηση από εκείνη της Αξιώτη, ο Οδυσσέας Ελύτης, περιγράφει με ανάλογο τρόπο την κοινωνική σύσταση των συμμετεχόντων σε μια αντικατοχική διαδήλωση: «οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια» («Η μεγάλη έξοδος», Το Άξιον Εστί). Το απόσπασμα καταλήγει με την περιγραφή μιας σκηνής (η τυχαία συνάντηση της Πολυξένης με ένα στρατηγό), η οποία λειτουργεί ως προμήνυμα του εμφυλίου, που ακολούθησε την απελευθέρωση.


Μέλπω Αξιώτη
Βικιπαίδεια Μέλπω Αξιώτη
στο ΕΚΕΒΙ Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
ΤΑΙΝΙΕΣ
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Μέλπω Αξιώτη (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 

Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ

Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano