ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Το διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή. Το πρόσωπο που αφηγείται είναι ο Κώστας, ένας φτωχός Έλληνας μετανάστης που ζει και εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία, στη δεκαετία του 1960. Στο απόσπασμα διηγείται τι κάνει τα βράδια, όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο (το ΑΟΥΤΕΛ, ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων) και επιστρέφει στο φτωχικό δωμάτιό του, στο σπίτι της Φράου Μπάουμ. Σε κάποια σημεία του αποσπάσματος ο Κώστας απευθύνεται σ' ένα άλλο πρόσωπο· το πρόσωπο αυτό είναι ένας συγγραφέας που θέλει να γράψει την ιστορία της ζωής του Κώστα.
Για να πάω το πρωί στο εργοστάσιο παίρνω το μετρό, παίρνω και λεωφορείο, αλλιώς δεν προφταίνω. Το βράδυ όμως άμα σκολάσω, πάω με τα πόδια, χειμώνα και καλοκαίρι. Για να φτάσω στο σπίτι πρέπει να περάσω από το κέντρο της πόλης, τη μεγάλη τη λεωφόρο, με τις ρεκλάμες,* τα καταστήματα, τα μπαρ, τις βιτρίνες. Τα φώτα της έχουν ανάψει. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εγώ πολύ τ' αγαπάω τα φώτα της πόλης. Περισσότερο από τον ήλιο της μέρας. Είναι, λέω κάποτε με το μικρό το μυαλό μου, τα νέα μας μάτια, του δικού μας του κόσμου του σημερινού. Τα ηλεκτρικά τα φώτα τα βλέπουν καλύτερα.
Η λεωφόρος έρχεται κάθετα στη Μύλλερ-στράσσε που βρίσκεται το κατάστημα το δικό μας. Περνώντας αποκεί στέκομαι μια στιγμή και κοιτάζω πάλι τη βιτρίνα του - κάθε βράδυ την κοιτάζω. ΑΟΥΤΕΛ απάνω με νέον* και μέσα στη βιτρίνα του όλες οι λάμπες που φκιάχνουμε, μικρές και μεγάλες, αναμμένες γύρω γύρω σαν να 'ναι κανένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στέκομαι και τις κοιτάζω. Σκέφτομαι πως όλες οι λάμπες αυτές, όλες όσες έρχονται σ' αυτό το κατάστημα, μικρές και μεγάλες, κόκκινες, άσπρες ή πράσινες, έχουν όλες περάσει από τις δικές μου τις πλάτες. Κοιτάζω, λοιπόν, σαν να κοιτάζω, να ψάχνω μέσα τον εαυτό μου. Κάπου, λέω, πρέπει να βρίσκεται μέσα κι αυτός. Κάνω πάλι λογαριασμούς. Δέκα δεκαπέντε εργοστάσια μας δίνουν τα προϊόντα τους έτοιμα για να γίνει ένα λαμπάκι των δύο κηρίων.* Είμαστε δηλαδή διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Βάλε
Βλάσης Κανιάρης, Κουτσό
από την περιοδεύουσα έκθεση στη Δυτική Γερμανία
«Gastarbeiter-fremdarbeiter»
και τις πρώτες ύλες - είμαστε όλος ο κόσμος μέσα σ' αυτό το λαμπιόνι των δύο κηρίων. Και μας χωράει. Το 'δα σ' ένα φιλμ την περασμένη βδομάδα, που πήγαμε σινεμά με κάτι Ρωμιούς. Μας έδειχναν μια στάλα νερό κι εκατομμύρια μικρόβια μέσα. Στέκομαι, λοιπόν, και γω κάθε βράδυ μπροστά σ' αυτή τη βιτρίνα. Από μέσα το δικό μου το μικροβιάκι πρέπει να με βλέπει κολοσσό σε τεράστια μεγέθυνση. Απέξω βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση μέσα σ' αυτό το μίνι λαμπιόνι.
Αφήνω το κατάστημα, μπαίνω στη λεωφόρο.
Στην αρχή που πρωτόρθα -τα ίδια με το ΑΟΥΤΕΛ- νόμιζα τότε πως έχει πολλά να χαζέψει κανένας στη λεωφόρο. Περίμενα δηλαδή κάθε βράδυ πως κάτι θα γίνει. Τώρα το ξέρω βέβαια το λάθος μου. Εδώ ποτέ δε γίνεται τίποτα. Δεν έχει ποτέ φασαρία, καβγάδες, να γίνει αναστάτωση, ταραχή. Σπάνια, σπανιότατα κανένα δυστύχημα μόνο. Όλα πάνε με την ίδια τάξη που πήγαν και χτες - σαν να 'ναι κάπου μια αόρατη τροχαία που τα 'χει βάλει στη ρέγουλα*: Τάκα-τάκα στο εργοστάσιο. Τίκι-τίκι, τίκι-τίκι το ρολογάκι στη λεωφόρο.
Βάζω τα χέρια μου και τα δυο στις τσέπες του παντελονιού μου, με το σακάκι πίσω ανασηκωμένο -κακή συνήθεια μου λένε και δεν την κόβω- παίρνω τη λεωφόρο, την περπατάω, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν κάτι να ψάχνω να βρω.
Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω - ο δρόμος μάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ' τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ' όλους. Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να 'ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. Λένε στο καφενείο και για τους άλλους - πως ξένοι γινήκαμε όλοι στις μεγάλες αυτές πολιτείες. Αν είναι έτσι, λέω τότες εγώ - εγώ, λοιπόν, πρέπει να 'μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των ξένων, ο ιθαγενής. Και να φροντίσεις εσύ, κύριε
συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα* στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ' όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων.
Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό
Παράλληλα κείμενα
Γ. Ορφανός, «Περιπέτεια εν Αμερική»
Άλκη Ζέη, «Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία
Δημήτρης Χατζής, «Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου»
Λεξιλόγιο
* ρεκλάμα: φωτεινή διαφήμιση * νέον: (γαλλική λέξη) χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που λειτουργεί ως μέσο φωτισμού * κηρίο: μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού φωτός * ρέγουλα: τάξη, ευταξία, μέτρο * πλάκα: επιτύμβια πλάκα, η μαρμάρινη πλάκα που τοποθετείται σε τάφο
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Το κεφάλαιο από όπου προέρχεται το απόσπασμα έχει τον τίτλο «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερμανία, μέσα στο δάσος. Βρέθηκε ―δεν ήρθε. Και μεγαλωμένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να μιλήσει καθόλου ―καμιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό ―να μιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, μακριά τους ―δεν είχε μιλήσει με τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έμαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πώς δεν βρήκε ποτέ τους ανθρώπους» (σ. 87). Σύμφωνα με το απόσπασμα που διαβάσατε, ποια κοινά στοιχεία υπάρχουν ανάμεσα στον Κώστα και στον Κάσπαρ Χάουζερ;
2. Υπάρχουν στοιχεία σε όσα λέει ο Κώστας για την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι όπως τη βιώνει στη Γερμανία, που μπορείτε να τα συσχετίσετε με τις πρόσφατες συζητήσεις για την «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή την ιδέα ενός ενοποιημένου κόσμου που, μέσω των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτιστικών εξελίξεων και αλλαγών, θα υπερβαίνει τα σύνορα των κρατών;
3. Ποια στοιχεία από το απόσπασμα που διαβάσατε μπορείτε να τα συσχετίσετε με τον προσδιορισμό «έρημη χώρα», που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στον τίτλο του κεφαλαίου;
4. Διαβάστε προσεκτικά το απόσπασμα από το βιβλίο του Βαλτινού και το ποίημα του Πρατικάκη (εδώ). Το απόσπασμα του Βαλτινού (υποτίθεται ότι) είναι ένα ρεπορτάζ εφημερίδας, δημοσιευμένο στις 4 Απριλίου 1961, όπου δίνονται πληροφορίες για το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς τις γερμανικές βιομηχανίες. Πώς συσχετίζονται τα δύο αυτά κείμενα με το απόσπασμα του Χατζή;
Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Μετανάστευση
Αποξένωση από την πατρίδα
Απώλεια ταυτότητας
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ EPMHNEYTIKH ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το επιλεγμένο απόσπασμα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ρεαλιστικής γραφής του Δημήτρη Χατζή, η οποία έχει ως επίκεντρό της την παρατήρηση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναπαριστά πειστικά τον λόγο ενός λαϊκού προσώπου που, ως μετανάστης στη Γερμανία, διαπιστώνει την απώλεια της προσωπικής αλλά και της εθνικής του ταυτότητας. Τόσο ο Κώστας όσο και τα περισσότερα πρόσωπα του βιβλίου, είναι απλοϊκά κι αμόρφωτα χωριατόπαιδα μετανάστες στη Γερμανία, τα οποία αισθάνονται σταδιακά ότι χάνουν την προσωπική εθνική τους ταυτότητα. Στο δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος
Το διπλό βιβλίο ο Χατζής αναπτύσσει το θέμα του ελληνικού παρελθόντος του Κώστα. Καταγόταν από ένα απομονωμένο χωριό του νομού Μαγνησίας, τη Σούρπη. Δεν έμαθε γράμματα και πριν φύγει μετανάστης στη Γερμανία, εργαζόταν σ' ένα μικρό εργαστήριο ξυλείας στον Βόλο. Οι γονείς του πέθαναν και η μοναδική αδερφή του παντρεύτηκε κι έφυγε από το πατρικό τους σπίτι. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Κώστας, έχοντας χάσει τους δεσμούς με τις ελληνικές καταβολές του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στον καινούριο κόσμο. Η φυλετική πανσπερμία, τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και οι ανεξιχνίαστοι για τον ίδιο μηχανισμοί αυτού του κόσμου μεταδίδουν στον Κώστα την αίσθηση ότι η ταπεινή του ύπαρξη εξισώνεται με τις διαστάσεις ενός μικροβίου και τον οδηγούν στη συναισθηματική ανάγκη να συντάξει ο ίδιος το πικρόχολο και αυτοσαρκαστικό επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.
Πίσω από το επιλεγμένο απόσπασμα, το οποίο επικεντρώνεται στο αίσθημα της αποξένωσης του Έλληνα μετανάστη, μπορεί να ανιχνευτεί ο στόχος ολόκληρου του
Διπλού βιβλίου. Ο στόχος, δηλαδή, να εκφραστεί ο καημός του ρωμαίικου και η αίσθηση ότι οι δύο μεταπολεμικές γενιές διαψεύστηκαν και ηττήθηκαν: τόσο η πρώτη γενιά, η γενιά του πατέρα του Κώστα, που θυσιάστηκε με την ατελέσφορη ελπίδα ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου, όσο και η δεύτερη γενιά, η γενιά του Κώστα, που έχασε την ταυτότητά της, αναγκασμένη από τις περιστάσεις να αναζητήσει μια καινούρια πατρίδα. Εντέλει ούτε αυτή την πατρίδα βρήκε ούτε στην παλιά μπόρεσε ποτέ ουσιαστικά να επιστρέψει.
Με αφορμή αυτό το κείμενο είναι καλό να συνειδητοποιήσουμε τις μεταβολές που συντελέστηκαν στον κοινωνικό χώρο της Ελλάδας: μια χώρα, οι κάτοικοι της οποίας πριν από μερικές δεκαετίες μετανάστευαν λόγω οικονομικών προβλημάτων, γίνεται τα τελευταία χρόνια κέντρο υποδοχής οικονομικών μεταναστών από άλλες, φτωχότερες, χώρες.
1. Θανάσης Βαλτινός, Στοιχεία για τη δεκαετία του '60, Στιγμή 1989, σ. 44.
4 Απριλίου [1961]. Άνω των 50.000 Ελλήνων εργατών πιστεύεται ότι θα απασχοληθούν εις τας γερμανικάς βιομηχανίας εντός του τρέχοντος έτους. Ήδη υπεγράφη εις την Βόννην η πρώτη ελληνογερμανική σύμβασις, δι' ης προβλέπεται η δυνατότης των επιθυμούντων προς μετάβασιν και εργασίαν εις Δυτικήν Γερμανίαν και καθορίζονται οι όροι και τα κριτήρια της επιλογής τούτων. Η ως άνω σύμβασις, την οποίαν από ελληνικής πλευράς υπέγραψαν ο διπλωματικός υπάλληλος κύριος Τετενές, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εργασίας κύριος Μαλατέστας και εις υπάλληλος της υπηρεσίας μεταναστεύσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, ορίζει μεταξύ των άλλων ότι αι δαπάναι μεταβάσεως θα βαρύνουν την γερμανικήν κνβέρνησιν και τους Γερμανούς εργοδότας. Ακόμη καθορίζει τον τύπον της μεταξύ εργατών και εργοδότου υπογραφησομένης συλλογικής συμβάσεως καθώς και το θέμα των εξόδων της επιστροφής.
2. Μανόλης Πρατικάκης, «Πάτμιοι εργάτες στο Μπέρκλεϊ», Το σώμα της γραφής (1982). Ποιήματα, τόμ. 1, Ρόπτρον 1991, σ. 170.
Καταγκόμαστε εκ της νήσου Πάτμου που ομοιάζει
μακρινόν άστρον της θαλάσσης στο μυαλό μας.
Κι ήρθαμε ως εδώ, πεινασμένοι λοτόμοι διατηρώντας
όσα ίχνη ιταγκένιας επιτρέπει
το αδηφάγο
και φρικώδες Μπέρκλεϊ
Δημήτρης Χατζής
στη Βικιπαίδεια ,
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και Θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στο ΕΚΕΒΙ
ΕΡΤ, Εποχές και συγγραφείς
ΕΡΤ, Εκπομπές που αγάπησα
Βλάσης Κανιάρης, βιογραφικά και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη
στο paleta art
στο ΙΣΕΤ
στο art net
στο art magazine
στο ΝΙΚΙΑΣ
άρθρο στην εφ. Ελευθεροτυπία
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...