Γεννήθηκε στο Ληξούρι Κεφαλονιάς. Παρακολούθησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας μαθήματα, όπου είχε δάσκαλο τον Κάλβο. Γνώρισε επίσης και τον Σολωμό. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και Γαλλία και διορίστηκε ειρηνοδίκης στην πατρίδα του.
Ανήκει στην Επτανησιακή Σχολή, πεζογράφος και ποιητής σατιρικός. Ήθελε να ξεσκεπάσει τα ελαττώματα της κοινωνίας του και οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις εξυγίανσης που κάνει, προκαλούν την αγανάκτηση των συντηρητικών κύκλων. Οι αντίπαλοι του έπεισαν τον δεσπότη της Κεφαλονιάς να τον αφορίσει.
Μετά τον αφορισμό για το βιβλίο του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» (1856) αντιμετώπισε πολλούς εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και από εκεί στο Λονδίνο. Οι κατατρεγμοί του τελείωσαν, όταν ένα χρόνο πριν τον θάνατό του με τη μεσολάβηση ενός φωτισμένου και φιλελεύθερου δεσπότη λύθηκε ο αφορισμός του.
Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στο τρίπτυχο οικογένεια – θρησκεία - πολιτική. Έγραψε στην καθαρεύουσα. Στο έργο του Λασκαράτου κυριαρχεί πνεύμα φιλελεύθερο, κριτικό, δηκτικό και το ύφος του συχνά γίνεται έντονα καυστικό. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τον χαρακτήρισαν ως τον κυριότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Α΄ Αθηναϊκή Σχολή.
Επιμέλεια: Σοφία Δασκαλάκη
Ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία:
Ο Ανδρέας Τυπάλδος Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στην Κεφαλονιά. Η οικογένειά του ανήκε στις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Επτανήσου. Ο πατέρας του Γεράσιμος καταγόταν από τη Νάπολη και διέθετε μεγάλη περιουσία και πολιτική δύναμη. Σε ηλικία δώδεκα ετών έφυγε για το Αργοστόλι, όπου έμεινε στο σπίτι του θείου του κόντε Δελλαδετσίνα. Εκεί διδάχτηκε την ιταλική και την αρχαία ελληνική γλώσσα από τους Ιάκωβο Βαπτιστή Μπαρτολότσι και τον Νεόφυτο Βάμβα αντίστοιχα. Στο Αργοστόλι γνώρισε επίσης τον λόρδο Μπάυρον. Εν συνεχεία φοίτησε στη Σχολή του Κάστρου και το 1828 πήγε στην Κέρκυρα όπου μυήθηκε στην ιταλική σάτιρα και λογοτεχνία από τον Βιτσέντζο Νανούντσι, ποιητή του Κύκλου του Σολωμού και θιασώτη της απλής γλώσσας. Εκεί γνωρίστηκε επίσης με τον Ανδρέα Κάλβο, του οποίου υπήρξε μαθητής, καθώς και με τον Βηλαρά. Καθοριστική ωστόσο στάθηκε η γνωριμία του με τον Σολωμό, στον οποίο ο Λασκαράτος υπέβαλε ποιήματα και μεταφράσεις και από τον οποίο ενθαρρύνθηκε να συνεχίσει να γράφει. Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και εργάστηκε ως βοηθός στη Γραμματεία της Ιονίου Γερουσίας και στο Ειρηνοδικείο Κεφαλληνίας. Το 1836 έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1839, οπότε πήγε στην Πίζα. Εκεί πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, ήρθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Επέστρεψε στην Κεφαλονιά σε ηλικία 30 ετών και διορίστηκε Πρόεδρος Δικαστής στο Ληξούρι, θέση από την οποία σύντομα παραιτήθηκε. Το 1844 πέθανε ο πατέρας του και ο Ανδρέας ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας του. Την ίδια περίοδο (1845) ταξίδεψε στην Κρήτη για να γνωρίσει τον λαϊκό πολιτισμό της, επέστρεψε όμως απογοητευμένος, καθώς μπόρεσε να συγκεντρώσει μόνο λίγα τραγούδια, τα οποία δημοσίευσε στο οικογενειακό περιοδικό Λύχνος, το οποίο εξέδωσε το 1859 και ως το 1868, οπότε και έκλεισε, έβγαλε μόνο 49 φύλλα. Στον δρόμο για την Κρήτη πέρασε από την Αθήνα, όπου τύπωσε το έργο του Το Ληξούρι εις του 1836, μίμηση του ποιήματος του Αl. Tassoni La sechia rapitia. Από την Κρήτη επέστρεψε στην Κεφαλονιά και παντρεύτηκε την Πηνελόπη Καργιαλένια, κόρη μεγαλεμπόρου καταγόμενη από το Λιβόρνο, η οποία στάθηκε πιστή σύντροφος και συμπαραστάτιδά του. Το 1856 δημοσίευσε το έργο Μυστήρια της Κεφαλλονιάς, ήτοι σκέψεις απάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική, το οποίο κίνησε αντιδράσεις, οδήγησε στον αφορισμό του και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έφυγε για τη Ζάκυνθο, αντιμετώπισε ξανά δυσκολίες και κατέφυγε τελικά μόνος στο Λονδίνο. Εκεί διεύρυνε τις γνώσεις του και έγραψε την Απόκριση στον αφορισμό, έργο που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα. Η αλληλογραφία του με τη σύζυγό του είναι ενδεικτική για την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την περίοδο. Αντιμετώπισε και νέες αντιδράσεις, συνέχισε ωστόσο να τυπώνει έργα του από την Αθήνα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, ώσπου κατηγορήθηκε για συκοφαντία του ιδεολογικού του αντιπάλου και μέλους της επίσημης εκκλησίας Λομβάρδου και φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες. Νέες αντιδράσεις προκάλεσε το ποίημά του Νανάρισμα για τον τότε διάδοχο του θρόνου. Το περιοδικό του Λύχνος έκλεισε και ο ίδιος κινδύνεψε ξανά να φυλακιστεί, γλίτωσε όμως κατόπιν επιστολής του στον Βασιλιά. Το 1864 δημοσίευσε μια Στιχουργική της γραικικής γλώσσας, μετέφρασε δύο βίους αγίων από τα αγγλικά και μετά τον μεγάλο σεισμό του 1867 έγραψε το Ιστορικό των σεισμών. Την έκδοση της Απόκρισης στον Αφορισμό, ακολούθησε νέα δίκη, αυτή τη φορά όμως ο Λασκαράτος αθωώθηκε. Αμέσως μετά δημοσίευσε το έργο Η δίκη μου με τη Σύνοδο. Λόγω οικονομικών δυσκολιών επιχείρησε να ιδρύσει ένα ιδιωτικό Παρθεναγωγείο σε συνεργασία με τη σύζυγό του, προσπάθεια που απέτυχε. Το 1872 εκδόθηκαν τα Στιχουργήματα και από το 1873 ως το 1876 σειρά φυλλαδίων με τίτλο Η κοινωνική μας κατάσταση. Την περίοδο εκείνη ήταν ήδη γνωστός στον χώρο του ελεύθερου ελληνικού κράτους και στον κύκλο του Παλαμά. Το 1873 ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος του συλλόγου Βύρων και το 1877 του Παρνασσού. Το 1878 έγραψε το δοκίμιο Η τέχνη του δημηγορείν και του συγγράφειν και το 1879 το Ιδού ο άνθρωπος, το οποίο εξέδωσε το 1886 μαζί με μια συλλογή από χαρακτήρες στα πρότυπα του Θεόφραστου και του La Bruyere. Το 1884 δημοσίευσε το φυλλάδιο Περί γλώσσης και το 1889 το Γλώσσα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συμπλήρωσε το έργο Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του και συνέχισε να γράφει ποιήματα, λυρικά και σατιρικά. Στα 1894-1896 επιχείρησε μια επανέκδοση του Λύχνου. Λίγο πριν τον θάνατό του με εισήγηση του νέου Δεσπότη Κεφαλληνίας Γερ. Δορίζα άρθηκε ο αφορισμός του. Πέθανε το 1901 στο Αργοστόλι.
Στο έργο του Λασκαράτου κυριαρχεί πνεύμα φιλελεύθερο, κριτικό, δηκτικό και το ύφος του συχνά γίνεται έντονα καυστικό. Συνεπής στους λόγους και τα έργα του διώχτηκε για την ελευθεροστομία του, δεν έχασε ποτέ όμως τη μαχητικότητά του. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τον χαρακτήρισαν ως τον κυριότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Α΄ Αθηναϊκή Σχολή.
Εργογραφία
• Το Ληξούρι εις τους 1836 · ποίημα αστείον παρά του κυρίου Ανδρέου Τ. Λασκαράτου. Αθήνα, τυπ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1845.
• Άρθρον Αον κατά της αγυρτείας. Αθήνα, τυπ. Η Σάλπιγξ, 1850.
• Άρθρον Βον κατά της αγυρτείας. Αθήνα, τυπ. Η Σάλπιγξ, 1850.
• Άρθρον Γον κατά της αγυρτείας. Αθήνα, τυπ. Η Σάλπιγξ, 1850.
• Άρθρον Δον κατά της αγυρτείας. Αθήνα, τυπ. Η Σάλπιγξ, 1850.
• Άρθρον Εον κατά της αγυρτείας. Αθήνα, τυπ. Η Σάλπιγξ, 1850.
• Μας εσηκώσανε την ελευθεροτυπία…Κέρκυρα, τυπ. Σχερία, 1855.
• Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς· ή σκέψεις απάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλληνία 1856.
• Παράρτημα του αριθμού πρώτου. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλονιά, 5/5/1859. (το πρώτο φύλλο του Λύχνου)
• Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1862.
• Στιχουργική της γραίκικης γλώσσας. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1865.
• Βίος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου· Μεταφρασθείς από το αγγλικόν παρά του κυρίου Ανδ.Λασκαράτου. Κεφαλονία, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1866.
• Απόκριση εις τον αφορεσμόν του κλήρου της Κεφαλονιάς των 1856. Κεφαλονιά, τυπ. Η Πρόοδος, 1867 (στο εξώφυλλο : 1868).
• Η δίκη μου με τη σύνοδο.Κεφαλονιά, τυπ. Η Πρόοδος, 1869.
• Στιχουργήματα διάφορα · εκδοθέντα επιμελεία και ενεργεία φιλομούσων τινων νέων. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1872.
• Ιδού ο άνθρωπος · πεζογραφήματα. Κεφαλονιά, τυπ. Η Κεφαλληνία, 1886.
• Ποιήματα ·επιμ. Μ.Σιγούρου. Αθήνα, Φέξης, 1916.
• Στοχασμοί· Από ανέκδοτο χειρόγραφό του . Αθήνα, Γανιάρης και Σία, 1921.
• Ήθη έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς ·Πρόλογος Γρ.Ξενόπουλου. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1924.
• Παπαδιάολος. Χαλκίδα, Επιθεώρησις Χαλκίδος, 1925.
• Αυτοβιογραφία Ανδρ. Λασκαράτου·Μεταφρασμένη από τα ιταλικά και σχολιασμένη από τον Καθηγητή του 3ου Γυμνασίου Πειραιώς Χαριλ. Αντωνάτο. Αθήνα, Δημητράκος, [1927] (τελευταία έκδοση του έργου με μετάφραση Πόπης Θεοδωράτου, Εισαγωγή - Σημειώσεις Αλόης Σιδέρη. Αθήνα, Γνώση, 1983).
• Τα παθήματά μου και οι παρατηρήσεις μου στις φυλακές της Κεφαλονιάς• Μεταφρασμένο από τα ιταλικά και σχολιασμένο από τον καθηγητή του 3ου Γυμνασίου Πειραιώς Χαριλ. Αντωνάτο. Αθήνα, Κοντομάρης & Σία, 1930.
Πηγή: Ε.ΚΕ.ΒΙ