ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ
Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον
Το Ποιημα Ανηκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Επιτυμβιον
Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός. Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα. Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο). Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. |
Μαν. Αναγνωστάκης, «Επιτύμβιον» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Τ. Πατρίκιος, «Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη»
Δ. Σαββόπουλος, «Πολιτευτής»
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου (Από την ιστοσελίδα:
http://www.greece2001.gr/writers/ManolisAnagnostakis.html)
Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951), Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτική έκδοση μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3 (1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα Ποιήματα 1941-1971 (1971).
Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978), Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Μετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ (1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: F. G. Lorca, Δύο ωδές — Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί — Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).
2. Η κριτική για το έργο του
«Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη - απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ' ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει —μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ' αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ' ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ' ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ' ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι' αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου».
(Τίτος Πατρίκιος, "Μανόλης Αναγνωστάκης",
Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)
«Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του».
(Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία
τ. Ε', Σοκόλης, 1982, σελ.29)
«Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές - ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ' όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος [...]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β' πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ [...]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού "Θα 'ρθει μια μέρα", η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή».
(Χρ. Αργυροπούλου, "Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη",
Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)
[Επιτύμβιον]
«Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια [...]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. [...]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό [...]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων [...]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. "Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης"), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β' ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική».
(Χρ. Αργυροπούλου, "Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης",
Ομπρέλα, 74, 2006)
«Ο τίτλος του ποιήματος "Επιτύμβιον" σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα [...].
Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[...]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) τον νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν' απευθύνεται ο ομιλητής στον νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν' απευθύνεται, φαίνεται σ' όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας [...].
Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στον Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα 'χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ' άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. [...]
Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως "δείγμα τυπικό" της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [... ] το "και συ" θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το "και" είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
[...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία».
(Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων,
Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)
«Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται [...]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο τον Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ' όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ' όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις».
(Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη,
Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)
«Ο ποιητής - αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του "ρ" (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[...].
Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο "εγώ" και την ενέργεια του ("δε θα 'ρθω"). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο "Κ" του Κοιμού "ανακόπτει" τον διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά τον δισταγμό του ομιλητή [...].
Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το "μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή", ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το "εγώ" (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο "εσύ" ("μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα") [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά [...].
Έτσι το "Επιτύμβιον" εξελίσσεται σ' ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους "Λαυρέντηδες"».
(Γιώργος Φρυγανάκης, "Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον", Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση,
Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)
3. Διδακτικές επισημάνσεις
β. Επιτύμβιον
• Να συζητηθεί η σημασία της λέξης "Επιτύμβιον" του τίτλου σε σχέση με το περιεχόμενο του ποιήματος.
• Να εντοπιστούν οι δύο νοηματικές ενότητες με βάση την αντίθεση "φαίνεσθαι" - "είναι" και να εντοπισθούν οι διαφορές τόνου και λόγου μεταξύ πρώτης και δεύτερης ενότητας.
• Ν' αναδειχθούν οι καβαφικές και καρυωτακικές επιδράσεις.
• Να συζητηθεί το "επιμύθιο" του ποιήματος.
• Να σχολιαστεί η γλώσσα του ποιητή και ιδιαίτερα οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει στον Λαυρέντη. Να επισημανθούν οι φράσεις που εκφράζουν τον σαρκασμό και την αποστροφή του ποιητή προς τον τύπο που εκπροσωπεί ο Λαυρέντης.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις- Δραστηριότητες
• Ν' αναδείξετε τις διπολικές αντιθέσεις στις οποίες αρθρώνονται τα τρία ανθολογημένα ποιήματα του Αναγνωστάκη.
• Μελετώντας συγκριτικά τα τρία ανθολογημένα ποιήματα να συναγάγετε τη θεματολογία της ποιητικής συλλογής στην οποία εντάσσονται και να δικαιολογήσετε τον τίτλο της.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α., Εισαγωγή-Επιμέλεια, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία τ. Ε' Σοκόλης, Αθήνα, 1982.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α., Μανόλης Αναγνωστάκης, νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡ., "Η ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο του Μανώλη Αναγνωστάκη", Φιλολογική, 93, 2005, σελ. 10-14.
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡ., "Ο Σχολικός Μ. Αναγνωστάκης", Ομπρέλα, 74, 2006.
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Ν., Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Αθήνα, 1992.
ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ Σ., Η μοίρα μιας γενιάς, Κέδρος, Αθήνα, 1976.
ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Αθήνα, 1983, σελ. 171-182.
ΛΕΛΕΔΑΚΗ Β., "Μανόλης Αναγνωστάκης, Νέοι της Σιδώνος, 1970", Μυλωνά -Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Ρέθυμνο, Τυποσπουδή, 1990, σσ. 31-58.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ., Ποιητική και Πολιτική Ηθική, πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης- Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα, 1984.
ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985.
ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας [Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990.
ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., "Δύο Ποιήματα από το Στόχο του Μανόλη Αναγνωστάκη: 'Επιτύμβιον' και Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.", Π.Ε.Φ., Σεμινάριο 2, Αθήνα, 1983, σελ. 18-33.
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Τ., "Μανόλης Αναγνωστάκης", Η Λέξη, αρ. 186, 2005, σελ. 431-433.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΝΤΙ, Αφιέρωμα, 846, 2005.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Η Λέξη, Αφιέρωμα, 186, 2005.
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Για την Ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη", Ελίτροχος, 7, 1995.
ΣΑΜΑΡΑ Ζ., Προοπτικές του Κειμένου, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987.
ΣΠΑΝΟΣ Γ.Ι., Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Μαυρομμάτη, Αθήνα, 1996.
ΦΡΥΓΑΝΑΚΗΣ Γ., "Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον", Μυλωνά-Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 59-78.
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
Συμφραστικός πίνακας, βιογραφία, εργογραφία στις Ψηφίδες
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει το ποίημα «Στο παιδί μου»
Αναγνώσεις ποιημάτων από τον ποιητή
Αναγνώσεις ποιημάτων από τον ποιητή στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Ποιήματα στο nektarios.gr
Βιογραφικά στη Βικιπαίδεια
Βιογραφία, Εργογραφία στο Βιβλιοnet
Μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info
Από το αρχείο της ΕΡΤ
Ο Μ.Α. στην εκπομπή Παρασκήνιο
Ο Μ.Α. στην εκπομπή Παρασκήνιο «ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ»
Ο Μ.Α. στην εκπομπή «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ»
Ο Μ.Α. στην εκπομπή «Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ»
Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...